Ένα blog στο Ρουπάκι - Ίσκιος επικοινωνίας!

Στον ηλεκτρονικό του ίσκιο δημιουργησαμε μαζί έναν ανοιχτό χώρο ενημέρωσης, σκέψης και προβληματισμού για την ζωή μας σε όλες της τις εκφάνσεις. Για πράγματα που αγαπάμε αλλά και που μας ενοχλούν.

Φιλόξενος τόπος για ενημέρωση, προβληματισμό και δραστηριοποίηση για τα τοπικά πράγματα αλλά και για θέματα από αυτά που συμβαίνουν γύρω μας, ανοιχτός ακόμα και σε "θυμωμένες" απόψεις με ευπρέπεια και σεβασμό.

Στη δύσκολη συγκυρία θα προσπαθήσουμε να κάνουμε τον ίσκιο μας σημείο συνάντησης και επικοινωνίας για τους συμπολίτες μας και να προτείνουμε λύσεις και διεξόδους για τον τόπο μας που μοιάζει να μην μιλάει με τους ανθρώπους του.

Ξεκινώντας από απλά και μικρά που θα μας επιτρέψουν να ξαναγνωριστούμε και να μάθουμε να συζητάμε και να συνεργαζόμαστε, να λύνουμε προβλήματα.

Major Arx - Δυστοπία


Μια χώρα της δυστοπίας  μπροστά στο ριζικό της.

Πρόκειται για μια χώρα  γερασμένη, σάπια,  που πάντα εκείνοι που κυβερνούσανε, πότε ο ένας και πότε ο άλλος –εκτός δραματικά ελαχίστων– τη λογίζανε  φέουδό τους  και τους ανθρώπους  δούλους τους.

Μια  χώρα που στους τελευταίους δυο αιώνες έψαχνε να βρει τα βήματά της και δεν τα βρήκε ποτέ.  

Που πάντα γεννούσε ανθρώπους κατώτερους των περιστάσεων. Άβυσσος μεταξύ της αρχαίας της σκέψης και του σήμερα, χάος μεταξύ των επαναστάσεων τής κάθε εποχής και του σήμερα. Πάντα, βρίσκονταν κάποιοι   που κρατούσαν τα σκήπτρα της εποχής, σβήνοντας κάθε ευτυχισμένη και γενέθλια στιγμή. Μειώνοντας τις πραγματικές αισθήσεις, καίοντας με τον τρόπο τους τις φοβερές σημαίες της οργής. Βάζοντας στη θέση τους δικές τους, εργαλεία φαινομενικά καλολαδωμένα, μα στην ουσία ιδεολογήματα, σάπια επιχειρήματα, ξεπεσμένα λόγια, υποτελή, εθνικιστικά, φρούδα.

Οι ουτιδανοί κύριοι Τίποτα. Οικογενειοκράτες και μη, εκπορνευτές της ιστορίας, άκαιροι εκμεταλλευτές σε ό, τι έχει κάνει καλό αυτός ο τόπος και οι άνθρωποί του, οι αγώνες τους, άρπαγες, γαντζωμένοι στην εξουσία, λάγνοι επιβήτορές της, σπουδαρχίδες όλοι τους,  συμφωνώντας κάτω απ’ το τραπέζι, άλλοτε με δεκάρικους λόγους και τάχατες με καταγγελίες, καρφώνοντας ο ένας τον άλλονε κι άλλοτε με φαινομενικά δημοκοπικούς  λόγους –ασελγώντας πάνω στις λέξεις–, τύφλα να είχανε οι δημαγωγοί της αρχαίας Αθήνας, κοροϊδεύουνε ασύστολα το λαό για να έχουνε ακόμα μια τετραετία παντοειδούς φαυλότητας.

Κομματικοί κατ’ επάγγελμα χρηματολαθροθήρες, συρφετοκλικοπατέρες όχι ευκαταφρόνητου αριθμού υποστηρικτών τους, άρπαγες της ζωής, καταχράστηκαν μαζί τους  το δημόσιο χρήμα, κάνοντας τη χώρα ένα απέραντο …ζοχαζοπουλιστάν, μια λαϊκίστικη τζοχανταρία της ελεεινής μορφής. Πορνοβοσκοί κυβερνήτες που δε διστάζουνε όταν βλέπουν πως χάνουν την αυτοκρατορία τους να σώσουν τον εαυτό τους και το σύστημά τους –έτσι νομίζουν– δαχτυλοδείχνοντας κάποιον ξοφλημένο, λες κι ο καταχραστής είναι μόνο αυτός και όχι ένα ολόκληρο δικυβερνητικό σύστημα με τους κατά καιρούς χειροκροτητές του.

Εραστές των ταξιδίων, των λίαρ τζετ και των κότερων γλείφουνε τη γλώσσα τους πάνω από οψάρια, αστακομακαρανονάδες, χαβιάρια, εξωτικά εδέσματα και ρωμαϊκές παράτες για να υπογράψουν έπειτα με λαδωμένα χέρια, κρύα αστεία,  υποκριτικά χαμόγελα και σάλια, συμφωνητικά, σαν άλλοι κοτζαμπάσηδες, συμφωνητικά μιας χώρας ήδη πωλημένης δίχως όρους και όρια.

Αδιάβαστοι κι ανερυθρίαστοι άνθρωποι – αν είχαν λιγάκι φιλότιμο θα είχαν κρυφτεί στις πιο βαθιές σπηλιές να μην τους βλέπει ούτε του ήλιου το φως.–, φορομπήχτες ολκής, χαλκέμποροι ελπίδων, δίχως σημάδια αιδούς, κόβοντας με μανία χαιρέκακα –πώς αλλιώς!, το ψωμί και το φαϊ τού κάθε βιοπαλαιστή, της κάθε γριούλας, αφήνοντας ένα σαρδόνιο χαμόγελο κάτω από μια  τραγόμορφη διονυσιακή μάσκα κατανόησης και λύπησης, τάχατες. Κροκοδείλια δάκρυα χύνοντας καμώνοντας πως σώζουνε το λαό. Για το καλό του. Δίχως ποτέ να τον ρωτήσουν.

Οι ανίκανοι του χθες, που δεν μπορούν να  πατάξουν την πορνεία ούτε να διώξουν τα σκουπίδια, ντε! –πού λόγος για τα ναρκωτικά και το καθημερινό έγκλημα!!-   διαχειριστές της πλάκας του σήμερα –αφού τα πάντα άλλοι τα αποφασίζουν κι αυτοί υπογράφουν με το, φευ, άτρεμο χέρι τους –, σωτήρες  κλόουν του αύριο,    αποτελούν σαθρή βάση για καινούρια ανέκδοτα θλιβερής και αποτρόπαιης έμπνευσης. Διώχνουν τη μισή χώρα στα ξένα και την άλλη μισή την κρατάνε εδώ, για να σκουπίζει τις αυλές τους, να μαζεύει τα σκουπίδια τους και να πιστοποιεί την ύπαρξή τους στον υπόλοιπο συρφετό των ξένων ευρωαρπακτικών ωμοκρεοφάγων. Αλλά αυτοί είναι μια άλλη ιστορία. Πολιτικοί νάνοι, εντολοδόχοι καρτέλ, μέγιστοι καλποτοκογλύφοι, αποβράσματα γκρεμισμένων αυτοκρατοριών, αφού ασέλγησαν στις ιστορίες των άλλων, εκλαμπρότατοι ηγεμόνες σήμερα, καγχάζουν πειραματιζόμενοι πάνω σε λαούς που έδωσαν μεγάλο μερίδιο στον παγκόσμιο πολιτισμό. Ως φρικτές δε ανιστόρητες καρικατούρες, τυμβωρύχοι της παγκόσμιας  μνήμης, γνωρίζουν καλά μόνο το παιχνίδι της εξάρτησης και της υποταγής χωρών, για να κορέσουν την αδίστακτη τοκογλυφική τους δίψα. Φρόντισαν ήδη. Στην νέα ιστορία τους, ιστορίες άλλων χωρών δεν πιάνουν  ούτε πέντε γραμμές. Κι αυτές γραμμένες με τον τρόπο τους.

Οι «δικοί» μας, πιόνια στο παιχνίδι της υποτέλειας προσκυνημένοι και ορντινάντσες των προηγούμενων,  αν έκαναν μια βόλτα στις βρωμερές γωνιές των μεγαλουπόλεων, εκεί που ο ποντικός κάνει τσάρκα και μπερδεύεται με τον  άνεργο ανεξαρτήτου χρώματος, θα έριχναν μια σταγόνα αληθινής κατανόησης και θα βοηθούσαν τους κολασμένους όπου γης να δουν καλύτερα πού έρχονται και πού πάνε, αλλά θα βοηθούσαν και τους άλλους, γιατί σε λίγο οι κολασμένοι θα είναι, αν δεν είναι ακόμα, αμέτρητοι. Γιατί η κόλαση δεν έχει χρώμα. Όλους τους μπορεί. Μα δε θέλουν. Στο επικεφάλιο παιχνίδι της υποτέλειας δεν υπάρχει το συγκεκριμένο κομμάτι. Και πώς να το παίξουν!

Όμως δεν μας το λένε. Η κόλαση είναι για τους άλλους, πιστεύουν τρομάρα τους…

Αλλά η κόλαση θα γίνει κάποτε ένα φάντασμα που θα πλανηθεί πάνω από τις κώμες και τις κόμες όλων εκείνων των προαγωγών ενός αξιακού συνονθυλεύματος που όλα αυτά τα χρόνια εγκαθίδρυσαν με νύχια και με δόντια. Ανάμεσα σε επαύλεις, κρινολίνα δικά τους και ψίχουλα για τους άλλους, την πλέμπα, ενίοτε. Το μισό και βάλε, πλήθος από κάτω, κραύγαζε: «Ζήτω και Αλληλούια !!» Το πλήθος μιας χώρας που αιμορραγούσε, που έδινε το αίμα του στο Μινώταυρο της υποταγής, της δουλοπρέπειας. Κι εκείνοι, όλα αυτά, τα εξαργύρωναν με υποσχέσεις. Και με κανα γεφύρι. Μα περισσότερα ευρωγεφύρια έχωναν στις τσέπες τους για να τα φυλάξουν στους τραπεζικούς παραδείσους. Κι η χώρα τους –υποτίθεται «τους»– να παίνεται.

Άνθρωποι ανεδαφικοί. Που δεν ξέρουν πού πάνε. Δεν ξέρουν;   Χώρος τους και δρόμος τους ο χαραγμένος από τους άλλους. Εκείνον τον ξέρουν καλά. Μικρόνοοι και μικρόψυχοι, χαμερπείς και κοντόφθαλμοι ξέρουν με τη σειρά τους καλά το παιχνίδι των αφεντικών τους. Που αν είχαν το ελάχιστο ίχνος αυτοσυνείδησης κι επίγνωσης της πραγματικότητας θα σήκωναν τα χέρια, θα παραιτούνταν και θα καλούσαν τους νέους ανθρώπους να λύσουν το γόρδιο δεσμό. Αλλά δεν μπορούν. Γιατί είναι δεμένοι μαζί του.

Άνθρωποι φαινομενικά νομοταγείς στην ουσία νομοπλάνοι, κοπτοράφτες νόμων και διατάξεων για την ομήγυρή τους,  ασελγώντας σε μια ανύπαρκτη δικαιοσύνη, πετούσαν δύο κόκκαλα που με τη συμπαράσταση των καλαμαράδων των μέσων εθνικής αποχαύνωσης και με σκόνη μαγισσών των πλέον ανούσιων παραμυθιών, αποκοίμιζαν πράγματα και ανθρώπους. Οι λίγοι που δεν κοιμούνταν έμεναν άβουλοι κι ενεοί μπροστά στις λαίλαπες των αλλόφρονων.

Αλλόφρονες. Γιατί τέτοιοι μπορεί και να είναι. Δεν μπορεί να μην ξέρουν τι κάνουν. Δεν μπορεί να φορολογούν τα σπίτια του κόσμου, δεν μπορεί να φορολογούν τα χέρσα χωράφια, τα τζάκια –όχι τα πολιτικά τζάκια, αυτά δε φορολογούνται!!– ή τα κλιματιστικά κατά πως λένε!!! Αύριο μπορεί να φορολογήσουν τα τραπέζια που τρώει ο κόσμος, τα κρεβάτια που κοιμάται, τα βήματα που κάνει, το πόσες λέξεις λέει, τον αέρα που αναπνέει… Δεν μπορεί, λοιπόν, να μην ξέρουν τι κάνουν! Γιατί αν δεν ξέρουν τότε, γιατί οι κολασμένοι τους αφήνουν; Αλλά κι αν πιστεύουν ό, τι κάνουν ότι το κάνουν για το καλό, ε, τότε είναι περισσότεροι επικίνδυνοι. Αλλά κι έτσι να είναι, οι κολασμένοι πάλι τι κάνουν;

Αλλά, τέλος και σε σένα θα τα ψάλλω. Κατά συρροήν προδομένε του παρελθόντος, άμυαλε –με το συμπάθιο–  κολασμένε του άμεσου μέλλοντος, που ακόμα δε θές να το καταλάβεις. Αλλά, αντίθετα, δε χάνεις τον καιρό να φωνάζεις «Ωσαννά, Ωσαννά!!» Που ψοφάς να σου πουλάει ο άλλος ελπίδα, να σου λέει λέξεις πλαστικές βουτηγμένες στο υδρόθειο πασπαλισμένες με άχνη ύπνου κι απέξω με μυριστικά ούτε καν δικά σου. Που παλαμακίζεις κορδωμένος, αιώνια διλημματικός, χαμένος στο παιχνίδι των ψήφων και των χαμένων ψήφων,  βολεμένος στον ωχαδερφισμό σου, στο «δε βαριέσαι ίδιοι είναι όλοι», πάντα να περιμένεις «άβουλος και μοιραίος» ματαίως ένα θαύμα,  έναν κάποιο  Μεσσία. Να κάνει τι; Να σε ρίξει στο βάραθρο για να περιμένεις έναν άλλο Μεσσία που θα σε αμολήσει στο κενό και που ο ίδιος θα βγάλει από το κεφάλι του σαν άλλος Δίας κάποιον άλλον Μεσσία, που θα σε ρίξει με τη σειρά του στο χάος;  Μέτρησε πόσους Μεσσίες είχε τούτος ο τόπος. Και μέτρησε, επίσης πόσες αβύσσους. Μεσσίες κι αβύσσους να φάνε κι οι κότες… Πόσοι Μεσσίες δεν επαγγέλθηκαν την Εδέμ και έφεραν τον Αρμαγεδώνα!  Σκέψου όμως πως ετούτος  ο Αρμαγεδώνας δεν έχει τέλος. Ή δεν ξέρουμε το τέλος. Ξέρεις ότι σε κάθε επανάσταση θα έρθει -κι ευτυχώς αυτό πάντα γινόταν, μια κάποια ελευθερία, μετά από κάθε πόλεμο, ξέρεις ότι θα έρθει η καταστροφή, μετά όμως από τούτο εδώ το πρωτόγνωρο, το από χρόνια μελετημένο σιωπηρά κι έντεχνα στα σαλόνια των διεθνών ανθρωποειδών, τι θα έρθει; Συλλογίσου. Και θα καταλάβεις. Κι ίσως τότε να ξέρεις τι ακριβώς θα κάνεις…

MAJOR ARX

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σχόλια που δεν είναι γραμμένα στα ελληνικά απορρίπτονται.