Το
ξέρετε ούλοι. Δεν εβγήκα. Κι έκαμε τα πάντα για να το πιτύχω. Έλουσα με γάλα
ούλονε τον γκόσμο. Η σιόρα Κάτε και η σιόρα Βιτώρια τα δώκανε ούλα. Το τι
εφάανε για να είναι νόστιμο το γάλα! Ασβελαχτούς, στουβιές, τσουκνίδες,
ραδίκια, πουράτζινα, σκόρδα, μάπες και άλλα πολλά. Ακόμα και κουμ-κουάτ μου
εστείλανε από τσου Κορφούς. Ως και τσάι τσου έφερνα από την Αγια-Δυνατή.
Αλλά
«βωρέ Μεμά», μου φώναξε εψές, η σιόρα Κάτε, «το ξέρεις ότι δε βγήκες κι αντίς
να σκας, από τη στενοχώρια σου, έχεις
χεστεί στα κεράσια και στα βούσκα;» Κι απάνου οπού επήαινα να τση αποκριθώ,
επετάχτηκε η σιόρα Βιτώρια: «Μωρή, κουρλή, μωρή ζουρλή, μωρή δαιμονισμένη, δεν
εκατάλαβες τσίποτσι; Ο αφέντης μας, δεν είπαμε ότι ούλα θα τα κάμει για να βγει
τελευταίος ωσά να έβγαινε πρώτος;» Η σιόρα Κάτε εκωλοτανύστηκε, έβγαλε νια
μπελαξιά κι εβγήκε όξου, να βοσκήσει χορτάρι και βελανίδια οπού τση είχα φέρει
από τσου Άη Φανέντες. Η σιόρα Βιτώρια,
εσυνέχισε τσι παρόλες τση: «Ωρέ, αφέντη, είγδες το τι εγένηκε; Ούλοι επήανε με
ούλους. Μου εθυμίσανε τα μπουρμπουρέλια οπού εφάαμε μπριχού τσι εκλοές». Τση
απάντησα, περήφανος για ευκειές τσι ανάλυσες τση όμορφης Βιτώριας:
«Εξεφτυλίστηκανε ούλοι, σιόρα μου, αλλά το καλό είναι ότι κάποιοι οπού το
επαίζανε αρχηγοί, εμαυριστήκανε. Επήανε τσου αγρούς να μάσουνε μέντα για να
έχουνε για τα γεράματά τσου». Και εκεί οπού ελέαμε ούλα ευκειά τα σοφά,
ακούσαμε μια πνιχτή σκουξιά, λες και επέρναε το τρένο τση γραμμής Σάμη-Βλαχάτα.
Εβγήκαμε και οι δυο στο κατώφλι και τι να ειδούμε: τη σιόρα Κάτε να τσερλίζεται
και να μην μπορεί να κάτσει ορτή. Έτρεξα και τση έφκιασα τσάι με καφέ, εσυνήρθε
και μου είπε με παράπονο: «Επειδής δεν εκατάλαβα, Μεμά μου, τον αγώνα που
έδωκες, το περνάρι με εκδικήθηκε!». Τση είπα, να μη σκοτίζεται, η σιόρα Βιτώρια τση είπε πόσο έξυπνη είναι κι εκείνη, κι η
σιόρα Κάτε μου με ησυχία, άφησε μία βουτύρου, καλό προάγγελο για τσι
βερβελήθρες οπού θα έκανε την άλλη μέρα, κροπιά για τσι ντομάτες και τα βλήτρα μου. «Είδες, σιόρα Κάτε μου», τση
είπα «πόσο χρειαζούμενη είσαι;»
Ήρτε
η άλλη μέρα συλίντρεχη, εσάρωσα τσι βερβελήθρες-λίπασμα για το μποστάνι μου,
έπλυνα τη μουσούδα μου, έπια και τη μέντα μου, ανακατεμένη με γλυκάνισο και
αρμπαρόζα, επήρα τσι δυο σιόρες και ανέβηκα απά στο χαλέπεδο του Τραγάκη του
Τσίμπιδου. Προηγουμένως εσυνάντησα και τον γνωστό αλαφρομακρυχέρη οπού κάθε
χρόνο μου ξαφρίζει κι από ένα κατσίκι. «Άστονε», μου είχαν πει οι σιόρες μου.
Τόνε είγδαμε, είναι ο Πριπέτσος ο Ποντικοπουνέντες, τι να τονε κάμεις! Γραφικός
είναι. Να νομίζει πως δεν τονε ξέρουμε, ενώ ούλοι τον εξέρουμε, ευκειόνε και
τσου κολέηδές του». Α, πού είμαστε, ναι….
Κι εκεί που τον είχα ξεχάσει, νάσου τόνε σα
φάντε μπαστούνι. Το πλάσμα εκειό. Το τέρας. Τόμου ξαναδιαβάσετε την 1η ρετσέτα
μου θα τον εθυμηθείτε. «Ωρέ, μαγαρισμένε», μου ελάλησε ευκειός που είχε ένα
κεφάλι σα γκολοκύθα, με δυο χαυλιόδοντες οπού εβγαίνανε από τον γκαταπιώνα του,
ο ένας ήτανε μαύρος, «ωρέ, δεούτελε!». Επήε να μ’ έβρει φαστίδιο, αλλά
εθυμήθηκα πως τονε περίμενα. «Μπράβο, ωρέ, Μεμά, έκαμες ό,τι είπαμε. Επάλαιψες
με νύχια και με δόντια, οι γίδες σου το ίδιο, εμεράζατε αρωματισμένο γάλα και
δεν εβγήκες ακριβώς ωσά να έβγαινες πρώτος». «Σπολάτη σου, αρχηγέ», του
αποκρέθηκα, «είμαι περήφανος». Κάτι επήε να πει η σιόρα Κάτε, αλλά επετάχτηκε
με έναν κλώτσο η σιόρα Βιτώρια και τση εβούλωσε το στόμα με ένα μάτσο χορτάρι.
«Δε
μου λες», εμίλησε ευκειός με την γκολοκύθα, «είγδες το τι εγένηκε με τσι
εκλοές; Εκλοές ήταν ευτούνες, ή μπουρμπουρέλια οπού δεν ήξερες ποιος ήταν με
ποιόνε; Ο Δενέχης επήε με τον Καλαπιάνη ενώ πριχού ήτανε με τον Εχωφάη παρόλο
που έλεε οπώς θα πάει με τον Εχωδίκιο. Ο κομματάρχης ο Λαοσώστης έκοψε μψήφους
από τον Θασασώστη για να τσου δώξει στον Θασαζώση τον Μπεσμέσα οπού εκειός με
τη σειρά του έδωσε μψήφους στον Βουβοστόμη τον Πολυλόγη. Και ο άλλος, ο
Πολυσυμβούλης οπού ελυπήθηκε που
επούλησε τον Δενξέρη τον Θασασδώκη, επήε με τον Γλειφοσαλιάρη τον Δεμπόρη, οπού
πριν ήτανε κολλητοί, αλλά τώρα ανανοήηκε πως εκειός που τον έσωζε τώρα θα σώσει
τον άλλονε τον Καθικώλη τον Δωκηδουλειά».
Και εκεί οπού επήα να πω κι εγώ κατιτίς, έφυγε το πλάσμα, με νια
αστραπή, οι σιόρες μου εμπελάξανε, από τη ντρομάρα μου έφυε ένας ανεμορούφουλας
δυνατός οπού εσήκωσε και κουρνιαχτό, βεραμέντες.
Ροβολώντας
με τσι σιόρες μου, επεράσαμε μέσα από τα αρκαία, από τα κάστρα και από τσου
ναούς, από τσι κρήνες και από τα λουτρά. Μου σμπαραλιάζανε το μυαλό με τσι
ερωτήσεις τσου: «Και τι είναι τούτο, και τι είναι κείνο, και γιατί, και γιατί,
και γιατί, αφού θα είχαμε κόσμο και θα επουλούσαμε και γάλα», -άτιμες σκέφτηκα,
για το νιτερέσο σας εσείς-, αλλά εγώ επήρα νια στενοχώρια! Μα νια στενοχώρια!
Εσυφωνούσαμε, δηλαδής, αλλά ένας κόμπος έκατσε στον γκαταπιώνα μου, οπού δεν
ημπόρια να τσάξω. Τα έβλεπα ούλα ευκειά και τι να σας πω, βωρέ δεμψηφοφόροι
μου, ελυπήθηκα για ευκειά, ελυπήθηκα για εσάς, ελυπήθηκα για εμέ….
Αλλά,
γεια σας ωρές, γεια σας και γεια σας κι ερπίζω να μην το μεταγνώσετε, οπού θα
το μεταγνώσετε κακομοίρηδές μου, αλλά και που θα το μεταγνώσετε πάλε τα ίδια θα
κάμετε. Αλλά κι εγώ τσι άλλες εκλοές «ΓΑΛΑ ΚΑΙ ΠΑΛΕ ΓΑΛΑ». Για να μην
…γκσαναβγώ!...
ΜΕΜΑΣ
ΜΠΡΑΤΣΕΤΟΣ
ΚΟΝΤΡΑΣΤΑΡΕ, πού είσαι; Εμφανίσου, αν ήσουνα πραγματικό πρόσωπο για να ενώσουμε τσι δύναμές μας.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜΕΜΑΣ ΜΠΡΑΤΣΕΤΟΣ
Ο πρόεδρος ψόφησε μη κάνεις σαματά στους Πεθαμένους!
ΔιαγραφήΠοιος είσαι; ο Καλαπιάνης, ο Δεμπόρης ή Θασασδώκης; Ή μήπως ο Δενξέρης;
ΑπάντησηΔιαγραφήΔεν είμαι μωρέ κανείς από όλους αυτούς.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕίμαι της Γερακίνας γιος. Εσύ ο πρόεδρος είσαι;
Μα καλά λέω πως έχει φτερουγίσει η ψυχούλα του Κοντραστάρου. Είχε τις αρρώστιες και τα χρονάκια του, αν είχαμε σωστά καταλάβει. Αν ζούσε θα ξεμπουκάριζε να πει μια κουβέντα στους χωριανούς, η για τις εκλογές έστω.
Μα τι μου λες, ωρέ, Γερακίνιε. Ο Κοντραστάρος ήρτε. Άνοιξα το διαδίχτυο τώρα και δεν το πιστεύω. Κι εί ναι ο ίδιος. Η γλώσσα του. Το πού ήτανε δεν ξέρω. Απ'ότι καταλαβαίνω, μάλλον θα είχε μπαρκάρει. Εί ναι ένα ερώτημα και θα τον ερωτήσουμε να μας πει. Αλλά, τώρα που το διαβάζω, το λέει.
ΑπάντησηΔιαγραφή