Δικέλης Βλιχός
Σε βλύχα ζούμε ή Περί του ονόματός μου, παναπεί
φωτιά μέσ’ στα μπατζάκια μας ήρτανε άλλοι αγύρτες.
Σε μια μεσούλα βδομαδός θε να κρεμάω στίχους
πότε δειλούς πότε σκληρούς σε στύλους εφταπήχους.
Για να τσου γλέπεις, φίλε μου, να ευφραίνεται η καρδιά σου
το πώς σου λένε χλιβερά πως χάνεται η σοδειά σου!
Μα να σου πω για τ’ όνομα που διάλεξα εντέλει,
την άδεια πήρα του ποιητή, του Άβλιχου Μικέλη…
Στεκόταν στο κονάκι του με τα εφτά γατιά του
μ’ ένα βιβλίο λαδερό, άστραφτε η ματιά του.
«Πρόσεξε, ωρέ», μού μίλησε σηκώνοντας το χέρι
«ρούπι μην κάνεις από κει!», φύσαε κι ένα αγέρι!
«Ό, τι κι αν γράψεις, μάτια μου, λάβε απ’ την τετράδα
την άγια τση Κεφαλονιάς λέξεις σα μια καντάδα».
«Και ποια ’ναι Μικελάκη μου;», τόρμησα να φωνάξω,
με βρήκε και φαστίδιο και πήα να πλαντάξω!
Βρόντηξε ο θιόρατος μεμιάς: «Τυπάλδος» μ’ άγρια όψη,
«σίδερο στίχοι, επικοί κι ας είχε άλλες απόψεις…
Μολφέτας ο Γεράσιμος με στίχους μεστωμένους,
αστείους κι ηχηρούς πολύ μ’ ίδρωτα ζυμωμένους!
Κι ο Μέγας Λασκαράτος μου, με ήμερη την όψη,
λέξεις πύρινες έβγανε σα μιας ρομφαίας κόψη!
Κι ο άλλος, είν’ ο μέγιστος …», «εσύ, σαι », του λαγκεύω
«όχι ωρέ μόμολο αστέ, ο Λαός και Τον πιστεύω!
Και μην κωλώσεις δηλαδής, Ζιζάνιο να γένεις,
τσου λαομπαίχτες τήραξε σε λέξεις να …κραδαίνεις!
Πιάσε δικέλλι και κασμά, ανάσκαψε κουλούμια
και ίσιωσέ τα μονομιάς μη βρέξει με τουλούμια »…
«Εύκολο τόχεις;», ψέλλισα και μου ’πε μ΄ ένα φιόρο:
«”τη Μούσα πιάσε από τ’ αυτί” μην και γενώ παπόρο!
Όσο για τ’ όνομα, που λες άλλαξε το Μικέλη,
τι σου’πα αποπάνουθε; να πιάσεις το δικέλλι!
Κι αν θες για το επίθετο κάμε το άλλα αντ’ άλλου,
το Άλφα αν θέλεις κόψε το σε … βλύχα ζείτε εξάλλου»…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια που δεν είναι γραμμένα στα ελληνικά απορρίπτονται.