Συνέντευξη στον Μάριο Καζά, Αθήνα, Νοέμβριος 2012.
Λίγες μόλις μέρες πριν την παρουσίαση της γαλλικής έκδοσης των ποιημάτων του Κώστα Ευαγγελάτου στην Αθήνα, ξεκινήσαμε μια συζήτηση που πολύ γρήγορα μας οδήγησε στα «Μπλεγμένα Μονοπάτια» του…
Μ.Κ. Συναντηθήκαμε με αφορμή την γαλλική έκδοση των ποιημάτων σας. Από τη στιγμή που η Γαλλία ήταν ένα στοιχείο της παιδείας και της εμπειρίας σας, γιατί περιμένατε τόσο για την γαλλική έκδοση;
Κ.Ε. Η αλήθεια είναι ότι μια έκδοση στα γαλλικά είναι κάτι που δεν γίνεται εύκολα και απαιτεί σε βάθος γνώσεις και της γλώσσας, αλλά και της γαλλικής λογοτεχνίας για να μπορέσει ένα κείμενο άλλης γλώσσας να μεταφραστεί, ή σωστότερα θα έλεγα να μεταγραφεί, στη γαλλική. Η μεταγραφή, η αναδημιουργία του λογοτεχνικού κειμένου έχει σημασία σε αυτή την περίπτωση, προκειμένου να είναι πολύ κοντά -ή όσο γίνεται πιο κοντά- στο ύφος του δημιουργού του.
Η αλήθεια είναι ότι το 1980, όταν κυκλοφόρησε το τολμηρό ποίημά μου «Το Δωμάτιο», είχε την τύχη να μεταφραστεί αμέσως σχεδόν στην αγγλική από τον γνωστό ελληνιστή και μεταφραστή Κίμωνα Φράιερ και μετά από προσπάθειες 2-3 ετών γύρω στο 1983, μεταφράστηκε το ίδιο ποίημα στη γαλλική και κυκλοφόρησε αργότερα σε λιθογραφική έκδοση στο Παρίσι, με ιδιόγραφο το κείμενο και δύο πρωτότυπα σχέδια. Ήταν μία έκδοση τέχνης, σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων, σαν λιθογραφικό έργο, το οποίο θα μπορούσε κανείς να βάλει σε κορνίζα. Αυτή ήταν η πρώτη απόπειρα μεταγραφής ποιήματός μου στη γαλλική γλώσσα.
Μετά και εξαιτίας των επαφών που είχα με πολλούς Γάλλους καλλιτέχνες και λογοτέχνες και τις συνεχείς εκθέσεις που έγιναν εκεί, ουσιαστικά τέσσερις ατομικές αλλά και αρκετές ομαδικές, όχι μόνο στο Παρίσι αλλά και σε διάφορες άλλες γαλλικές πόλεις, όπως την Αβινιόν, τη Λίλλ, την Αμιένη και άλλες είδα ότι θα ήταν καλό να έχουν μια γνώση και της λογοτεχνικής μου πλευράς, κάτι που δεν γνώριζαν. Γνώριζαν μόνο την εικαστική μου διάσταση κι έτσι ξεκίνησε αυτό το μικρό ταξίδι, θα έλεγα, της ανάπλασης κάποιων ποιημάτων στη γαλλική γλώσσα.
Η έκδοση που έγινε τώρα έχει έναν καινούριο τίτλο, που δόθηκε ειδικά για τη γαλλική και θα έλεγα ότι μπορεί να μεταφραστεί στα ελληνικά ως «Μπλεγμένα Μονοπάτια -Chemins enchevêtrés». Όλα τα ποιήματα που έχουν μεταφραστεί προέρχονται από την «Αλέα Προσομοίων», μια συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων που έγινε το 2002 από τις εκδόσεις Απόπειρα στην Αθήνα, άρα στην έκδοση αυτή δεν περιλαμβάνονται ποιήματα ούτε από την «Ελεγεία των Εκβατάνων» του 2006, ούτε από την «Εγκάρσια Πτήση» του 2011. Ας ελπίσουμε στο μέλλον! Πάντως είμαι ιδιαίτερα ευχαριστημένος επειδή με αυτά τα 57 ποιήματα που περιλαμβάνει η συλλογή μπορεί κάποιος να πάρει μια συνοπτική ιδέα της ποιητικής μου γραφής και των απόψεών μου.
Φοβάστε τις μεταφράσεις;
Πάρα πολύ. Βέβαια, μια μετάφραση αν γίνει από κάποιον πολύ επιδέξιο, έναν αξιόλογο λογοτέχνη, μπορεί να είναι ίσως και ανώτερη του πρωτοτύπου. Αλλά θα είναι κάτι άλλο. Το να γίνει κάτι που να έχει αναλογίες κατά μεγάλη προσέγγιση με το πρωτότυπο είναι πάντα πάρα πολύ δύσκολο. Γι αυτό κι εγώ είμαι ικανοποιημένος, αν και σίγουρα δεν μπόρεσε να αποδοθεί η ελληνική τους ποιότητα και το βάθος που έχουν στην ελληνική γλώσσα. Και η γλώσσα που χρησιμοποιώ είναι αρκετά ιδιότυπη, και η ελλειπτική μου γραφή επίσης δυσκόλεψε το πράγμα, όπως επίσης και κάποιες έννοιες που διαφορετικά τις αντιλαμβανόμαστε εδώ στην Ελλάδα και είναι τελείως διαφορετική η προσέγγισή τους και η πρόσληψή τους από έναν Γάλλο. Αλλά πιστεύω ότι σε αυτή την έκδοση υπήρξε μια ισορροπία ώστε και να μην είναι μακριά από αυτό που ήθελα να πω εγώ και να διατηρούν μια αισθητική.
Έχοντας τώρα την άρτι τεχθείσα γαλλική σας έκδοση και την αγγλική μετάφραση των ποιημάτων σας που ήδη κυκλοφορεί, τι παραλληλισμούς μπορείτε να επισημάνετε μεταξύ των δύο παρουσιάσεων του έργου σας, που χρησιμοποιούν διαφορετικά γλωσσικά εργαλεία από το πρωτότυπο;
Η έκδοση «In the small Mirror» που έγινε στην Αθήνα το 2003 ήταν κάτι τελείως διαφορετικό σαν σύλληψη. Ήταν ποιήματα που ο ίδιος είχα ξαναγράψει στην αγγλική όταν σπούδαζα στη Νέα Υόρκη. Υπήρχαν δηλαδή τα ποιήματα στα ελληνικά, είτε ημιτελή,είτε τελειωμένα, δεν έχει σημασία, πάντως σχεδόν το ίδιο κείμενο του ελληνικού ποιήματος το ξανάγραψα στην αγγλική γλώσσα ο ίδιος και καλύπτει μια περίοδο πολύ σύντομη, περιλαμβάνει ποιήματα από το 1979 ως το 1985 περίπου αυτή η συλλογή, ενώ στη γαλλική έκδοση περιλαμβάνονται ποιήματα από τα πρώτα που έγραψα και εκδόθηκαν.Δηλαδή τα ποιήματα του 1973 που ήμουν ακόμη μαθητής στο Γυμνάσιο στο Αργοστόλι μέχρι το 2002 που εκδόθηκε η «Αλέα Προσομοίων», άρα μιλάμε για μια πολύ μεγάλη χρονική περίοδο.
Προηγουμένως μιλήσατε για ένα τολμηρό ποίημα. Γνωρίζοντάς σας μπορεί κάποιος ενδεχομένως να αναρωτηθεί για το πώς εκείνο το αγόρι που "έκλαιγε" στην Κεφαλονιά, όπως αναφέρετε στο αυτοσαρκαστικό αυτοβιογραφικό σας στην "Αλέα προσομοίων" για την εκτέλεση της Μαρίας Αντουανέττας, εξελίχθηκε σε έναν καλλιτέχνη που βρέθηκε μέχρι και στα οδοφράγματα της Κερατέας...
Μα νομίζω ότι το ρομαντικό πνεύμα που με διακατέχει, βέβαια μέσα από καινούργιους δρόμους και νέες προσεγγίσεις αυτού που ονομάζουμε «ρομαντισμό», ήταν αυτό που ήταν διάχυτο και εμφανές από την παιδική μου ηλικία. Όταν διάβαζα το έργο του Στέφαν Τσβάιχ «Μαρία Αντουανέττα», ουσιαστικά, όπως αναφέρω σε αυτό το σατιρικού τύπου ποίημά μου, δεν έκλαιγα για την εκτέλεση της Αντουανέττας, έκλαιγα για την αφελή αθωότητα της, η οποία αγνοούσε το τι συνέβαινε γύρω της και μέσα σε ένα κόσμο που καταβυθιζόταν και χανόταν για πάντα, προσπαθούσε να κάνει διακοσμητική, θέατρο, μουσική...
Ο Κώστας Ευαγγελάτος χρειάζεται ένα fin de siècle-τέλος του αιώνα, για να αντλήσει επιπλέον έμπνευση;
Δε θα έλεγα ότι το χρειάζομαι εγώ προσωπικά αλλά πιστεύω ότι ένας καλλιτέχνης βλέπει πάντα το τέλος του αιώνα να έρχεται. Γιατί το τέλος είναι πάντα η δυνατότητα μιας μεγάλης αρχής.
Λένε όμως ότι κάθε στιγμή τελειώνει ο αιώνας…
Ούτε αυτό δε θα το έλεγα γιατί αυτό που χαρακτηρίζουμε αιώνας, περίοδος, χρόνος, σε θεωρητικό τελείως επίπεδο θα μπορούσε να ιδωθεί από αυτή την πλευρά, αλλά όταν μιλάμε για ανθρώπους που προσεγγίζουν την έννοια του χρόνου ή του αιώνα μέσα από την προσληπτική τους ικανότητα - που δεν είναι μέσα στην κβαντομηχανική ή την αναλυμένη ικανότητα του ανθρώπινου εγκεφάλου στο σύνολό του, αλλά μέσα από τα περιορισμένα όρια, τότε μέσα από μια περίοδο που τη χαρακτηρίζουν κοινά στοιχεία, όχι κατ’ανάγκη ταυτόσημα αλλά και τελείως αντίθετα ή και εναντιοδρομικά, τότε αυτά τα στοιχεία χαρακτηρίζουν εποχές και θα έλεγα ότι κάθε εποχή έχει αρχή, μέση και τέλος και είναι μοναδική ως τέτοια. Ίσως είναι μια στιγμή μέσα στο άπειρο του χρόνου, όταν όμως το κρίνουμε μέσα από τα γήινα μάτια μας και την υλική μας υπόσταση, υπάρχουν περίοδοι, αιώνες, που έχουν κάποια χαρακτηριστικά. Αυτά τα χαρακτηριστικά κάποια στιγμή εξασθενούν, χάνονται, μπορούν να γίνουν λίπασμα για τον επόμενο αιώνα, αλλά ομολογουμένως το τέλος του αιώνα είναι αυτό που σηματοδοτεί και τις μεγάλες αλλαγές. Αν μελετήσουμε και την ιστορία της τέχνης, θα παρατηρήσουμε πως όλα τα μεγάλα κινήματα για την εξέλιξη της τέχνης –δε λέω στην πρόοδο, για μένα αυτό έχει θεμελιώδη θεωρητική βάση, δηλαδή τι θεωρούμε πρόοδο και τι εξέλιξη- βλέπουμε ότι συνήθως στις αρχές του κάθε αιώνα γίνονται και οι μεγάλες αλλαγές, άρα δεν είναι τόσο άσχετη αυτή η ροπή προς το τέλος που θα φέρει την αρχή.Και εμείς με την εμπειρία του 20ου, είμαστε στην αρχή ενός νέου αιώνα.
Πριν λίγο μιλήσατε για τον αιώνα ως «περίοδο». Πόσο πιστεύετε εσείς ο ίδιος κοιτώντας πίσω τις διαφορετικές φάσεις της δημιουργίας σας ότι υπήρχε μια έντονη μετάβαση από μια δημιουργική σας περίοδο σε μια άλλη και τι ίσως θα μπορούσε να είναι αυτό που συνιστά τη μετάβαση;
Αυτό δεν μπορώ να πω ότι το έχω μελετήσει σε τέτοιο επίπεδο, ώστε να είναι επιστημονική η προσέγγισή μου στο θέμα, οπωσδήποτε όμως επειδή ασχολούμαι και με τη Θεωρία της Τέχνης είναι κάτι που με έχει απασχολήσει προσωπικά. Το έχω δει, όσο μπορώ, με τα μάτια ενός τρίτου.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι υπάρχει μια περίοδος με τα πρώιμα έργα μου, τα παιδικά ουσιαστικά και τα εφηβικά, στα οποία αναζητώ πολύ έντονα να βρω ένα προσωπικό ύφος, ένα προσωπικό στοιχείο. Παραδόξως, νομίζω ότι το πέτυχα αυτό, δηλαδή αν κάποιος μελετήσει τα πρώτα μου έργα μπορεί και να εκπλαγεί. Αυτό είναι και το στοιχείο που με ώθησε στο να παρουσιαστούν και πολύ έγκαιρα, δηλαδή να γίνει έκθεση των έργων αυτών. Κάποια που ακόμη και σήμερα τα βλέπω πιστεύω ότι έχουν στοιχεία πολύ αυθεντικά, παρόλο βέβαια που είναι εμφανείς επιρροές, όχι όμως από μια γνώση που όπως σήμερα είναι εύκολο να αποκτηθεί με τις δυνατότητες των εικόνων, του ίντερνετ, των μέσων επικοινωνίας, καθώς στην Κεφαλονιά την εποχή που ήμουν μαθητής δεν υπήρχε καν ενημέρωση για το τι γίνεται στη Νέα Υόρκη ή το Παρίσι.
Τη δεκαετία του 1970 η πληροφορία για τα θέματα της Τέχνης, τόσο την ελληνική όσο και τη διεθνή, ήταν υποτυπώδης και μόνο όσοι είχαν τη δυνατότητα να ταξιδεύουν στο εξωτερικό μπορούσαν να πάρουν μια ιδέα του τι υπάρχει στα μεγάλα μουσεία. Υπήρχαν ελάχιστες εκδόσεις τέχνης που κυκλοφορούσαν τότε στα ελληνικά, θυμάμαι στον τομέα αυτό πρωτοστάτησε ο εκδοτικός οίκος «Μέλισσα», που άρχισε να εκδίδει σε φυλλάδια αρχικά τα οποία αργότερα γίνονταν τόμοι, τους Μεγάλους Ζωγράφους. Είχα βέβαια την τύχη πριν τις εκδόσεις της «Μέλισσας», να έχω δει γαλλικές εκδόσεις στην «Κοργιαλένειο Βιβλιοθήκη», που είχαν δωρίσει ευεργέτες του εξωτερικού και μέσα σε αυτές τις εκδόσεις υπήρχαν και κάποιοι τόμοι σχετικά με τη σύγχρονη τέχνη, οπότε είχα δει κάποια πράγματα όσον αφορά την αφηρημένη τέχνη, που τότε ήταν ακόμη σε ακμή στον ευρωπαϊκό χώρο, όλα αυτά όμως σε ένα στενό περιβάλλον όπου ήμουν εγώ και με δυνατότητες μηδαμινές ουσιαστικά για να επιβάλλω την άποψή μου να γίνω καλλιτέχνης, εντούτοις έκανα κάποια έργα, επειδή δούλευα καθημερινά, τα οποίο είχαν ύφος δικό μου.
Πιστεύω ότι, αν τότε υπήρχε η δυνατότητα να βρω έμπρακτη υποστήριξη από κάπου ίσως η εξέλιξή μου να ήταν αλλιώτικη σε πολλά σημεία. Αυτό βέβαια δεν έγινε, όπως ήταν ευνόητο βέβαια να μη γίνει και έτσι αφού είχα κάνει σπουδές κοντά σε παλαιότερους ζωγράφους από τους οποίος πήρα αρκετά στοιχεία, όσον αφορά το σχέδιο και το χρώμα, ήρθα στην Αθήνα να σπουδάσω Νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, ουσιαστικά για να ικανοποιήσω και τη θέληση των δικών μου που επιδίωκαν να έχω κάποια πρακτική, κατά τη γνώμη τους, εξασφάλιση και ταυτόχρονα να πάω σε εργαστήρια ζωγραφικής. Σε αυτά είχα άμεση ζωγραφική από το μοντέλο, κάτι το οποίο πάντα πίστευα ότι ήταν θεμελιώδες και δεν το είχα, ουσιαστικά, εκτός από φίλους και φίλες μου, που τους έβαζα να ποζάρουν και έκανα τα πορτραίτα τους στην αυλή του σπιτιού μου. Έτσι λοιπόν για δύο-τρία χρόνια σε αυτά τα φροντιστήρια τέχνης ζωγράφιζα μοντέλα. Αυτό ουσιαστικά με πήγε λίγο πίσω, γιατί αν δει κάποιος τα έργα μου τα πρώιμα, είχα μια εξέλιξη πολύ τολμηρή και πρωτοποριακή για την εποχή εκείνη. Ουσιαστικά αυτά τα εγκατέλειψα και για να αποδείξω ότι μπορώ να ζωγραφίζω με κλασικό τρόπο. Βέβαια, κι εκεί βρήκα να βάλω τα δικά μου στοιχεία και έτσι είναι μια φάση μεγάλη που την ονόμασα ο ίδιος «Ποιητικός ρεαλισμός», όρος που τελικά υιοθετήθηκε και από τους κριτικούς.
Μετανιώνετε για τις επιλογές αυτής της φάσης;
Δε μετανιώνω, ήταν η φάση που μου έδωσε τη δύναμη να φθάσω κάπου. Διότι αν σκεφτώ ότι δεν είχα κάποια πρακτική υποστήριξη, έπρεπε να βρω έναν τρόπο να επιβληθώ με την «αξία» μου, την αξία που οι άλλοι ήθελαν να δουν ότι είχα. Εν πάσει περιπτώσει βρήκα τη δυνατότητα μέσα και σε αυτό το φάσμα να κάνω τη μεγάλη σειρά των αντιμιλιταριστικών έργων, που από εκεί πλέον ιδεολογικά αρχίζει η πορεία μου, όσον αφορά την κοινωνική θεώρηση που έχουν ορισμένα από τα έργα μου και να γίνει μια μεγάλη έκθεση των έργων αυτών στην Ελληνοαμερικανική Ένωση στην Αθήνα. Αυτά τα έργα μου έδωσαν την ευκαιρία να πάρω υποτροφία και να πάω αργότερα στην Νέα Υόρκη. Πριν πάω όμως εκεί, και ενόψει βέβαια της αναχώρησής μου, είχα ήδη ασχοληθεί με αφορμή τα μαθήματά μου της Μετεωρολογίας στην Αεροπορία με κώδικες, με κείμενα και χρήση γραμμάτων, εξισώσεων και γεωμετρικών σχέσεων, σωματικών μελών και σεξουαλικών συμβόλων που δημιουργούσαν συνθέσεις.
Οπότε αλλάζει τελείως η γραφή μου, εγκαταλείπω τον ποιητικό ρεαλισμό, που κατά κάποιο τρόπο είχε έντονες συμβολικές αναφορές στην πραγματικότητα και δημιουργώ τελείως αφαιρετικές συνθέσεις, με βάση τη γεωμετρία και σχέσεις σχημάτων στο χώρο. Έτσι δημιουργείται μια μεγάλη φάση στη δουλειά μου, που ουσιαστικά διαρκεί και μέχρι σήμερα.Τα ονόμασα «Συλλήψεις» και έγινε το 1985 η μεγάλη έκθεση «Conceptualizations» στη Νέα Υόρκη, με μεγάλη απήχηση, εκδόθηκαν λευκώματα, κάρτες, έντυπα. Αυτά τα έργα ουσιαστικά εξελίσσονται σε μεγαλύτερες γεωμετρικές συνθέσεις σε χρώμα, καθώς αρχικά ήταν μαυρόασπρα
Και παράλληλα με την οικειοθελή μου επιστροφή σε ένα είδος εκ του φυσικού ζωγραφικής βάζω τα σύμβολα αυτά και τις εννοιολογικές αυτές σχέσεις μέσα στο φυσικό τοπίο και δημιουργείται έτσι μια άλλη φάση της δουλειάς μου, τα «Εννοιακά τοπία», που εξελίχτηκαν μετά στις «Νεφελογραφίες». Είναι τα πιο νεορομαντικά μου έργα, ξεκινούν με τη μελέτη βασικά τους Ουρανού και της Θάλασσας και φθάνουν μέχρι την πλήρη αφαίρεση. Αυτή όλη η πορεία κράτησε ουσιαστικά μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1990. Από το 2000 θα έλεγα ότι η δουλειά μου χαρακτηρίζεται από συνθέσεις που υπάρχει και το ανθρώπινο σώμα και το ανθρώπινο πρόσωπο, με ελλειπτική γραφή, με τη χρήση των συμβόλων αλλά και με έντονο χρώμα, κάτι που δεν υπήρχε ποτέ στα έργα μου πριν.
Από τότε που ξεκίνησα τις μελέτες εκ του φυσικού στα εργαστήρια, δηλαδή από το 1979 που τελείωσα την πρώτη φάση των μελετών από το μοντέλο, μετά με δικά μου μοντέλα, καθώς πάντα με απασχολεί να προσεγγίζω το ανθρώπινο σώμα και την ανθρώπινη μορφή, δημιούργησα μια μεγάλη σειρά έργων που συνεχίζεται ακόμη, δεν έχει σταματήσει ποτέ, παράλληλα με όλα τα άλλα, τις «Σωματογραφίες», όπου τμήματα του ανθρώπινου σώματος δίκην προσωπογραφίας ήταν ένθετα στον καμβά, το χαρτί, σε οτιδήποτε μπορείτε να φανταστείτε. Η σειρά αυτή ομολογουμένως είναι αυτή που μου έδωσε τη μεγαλύτερη αναγνωρισιμότητα και μέσα στον καλλιτεχνικό χώρο και είναι συναρτiσμένη με τις περφόρμανς μου.
Πώς ξεκίνησε αυτή η δραστηριότητα με performance;
Ξεκίνησαν πρώιμα στην Αθήνα, όταν ήμουν ακόμη φοιτητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Η πρώτη περφόρμανς έγινε το 1978 στο Θεμέλιο Λίθο της Πανεπιστημιούπολης Ιλισίων, όπου γυμνός, τυλιγμένος με ρολά τηλετύπων, κάτι που το επανέλαβα πολλές φορές στο εξωτερικό αλλά και στην Αθήνα, φωτογραφήθηκα σε διάφορες πόζες, που αναφέρονταν στην Ιστορία της Τέχνης. Οι περφόρμανς αυτές φωτογραφήθηκαν από έναν επιστήθιο φίλο που τότε ασχολιόταν με τη φωτογραφία και κατόπιν με τη σκηνοθεσία όπερας, τον Παναγή Παγουλάτο.
Όταν ήμουν πια στη Νέα Υόρκη και παρακολουθώντας τα μαθήματα μου στο Παν/μιο NewSchool, αλλά και βλέποντας πολλές περφόρμανς στο Μανχάταν, έκανα περφόρμανς και στη Ν Υόρκη, και μετά σε πολλά άλλα εικαστικά κέντρα, στο Σαντιγύ, στη Γλασκώβη, στο Γκέτεμποργκ και βέβαια στην Αθήνα.
Στην Ελλάδα πώς έγινε δεκτή η μορφή αυτή τέχνης;
Εδώ το σημαντικό είναι ότι, αν και είχαν γίνει προσπάθειες από αρκετούς καλλιτέχνες για περφόρμανς, χάπενινγκς ή συμβάντα σε γκαλερί και δημόσιους χώρους, το 1986 ουσιαστικά το φαινόμενο έχει ατονήσει. Οι καλλιτέχνες που έκαναν περφόρμανς είχαν ζήσει στο εξωτερικό, είχαν δεσμούς με το εξωτερικό και έκαναν κάποιες εκδηλώσεις και στην Αθήνα. Οι γηγενείς ήταν ελάχιστοι και σε μεγάλο μέρος αντιμετώπισαν τη χλεύη του κοινού, που δεν αποδεχόταν ότι η περφόρμανς ήταν τέχνη.Έτσι, όταν επέστρεψα από την Αμερική είδα ότι το πεδίο ήταν σχεδόν κενό. Τότε έδωσα μεγάλη έμφαση παράλληλα με τις «Σωματογραφίες», τον κύριο ιστό της δουλειάς μου, και στις περφόρμανς. Έτσι, η πρώτη περφόρμανς μου στην Αθήνα ήταν αφιερωμένη στα πρώτα θύματα του AIDS. Παρουσίασα, λοιπόν, στην γκαλερί «DADA» το «Μνημείο για τους νέους που πέθαναν», που συντάραξε το κοινό της εποχής, δόθηκε μεγάλη δημοσιότητα και ξεκίνησα από τότε να δίνω το παρών και με περφόρμανς.
Πολλές φορές προβάλλονται βιντεοσκοπημένα αποσπάσματα από προηγούμενα περφόρμανς σας, εντός κι εκτός Ελλάδος, ως ντοκουμέντα.
Αυτό το θέμα των ντοκουμέντων είναι κάτι το διφορούμενο. Σύμφωνα με τη θεωρία περί περφόρμανς, η περφόρμανς είναι ένα γεγονός μοναδικό, ανεπανάληπτο, που το ζουν αυτοί που συμμετέχουν τη δεδομένη εκείνη στιγμή. Άρα είναι ίσως το μοναδικό είδος από όλα του οποίου δεν θα έπρεπε να γίνεται καν αναπαραγωγή μέσω των τεχνικών μέσων. Αλλά όμως, από τη μια πλευρά ευτυχώς που υπάρχουν τα τεχνικά μέσα γιατί αλλιώς δε θα υπήρχε κάποια ανάμνηση, έστω και μακρινή κατά κάποιον τρόπο όσον αφορά την πραγματικότητα και την ουσία αυτού που έγινε, προκειμένου να το έχουν ως υπόδειγμα οι νεότε
Πρώτα ζωγράφος, μετά ποιητής;
Όταν ζωγραφίζω είμαι ολόκληρος και σαν ποιητής. Και επίσης, όταν γράφω είμαι ολόκληρος και σαν ζωγράφος. Απλώς το μέσον για μένα είναι που διαφοροποιείται.Στη μια περίπτωση έχω τα χρώματα, τα υλικά των εικαστικών τεχνών στην άλλη τις λέξεις και τις έννοιες των λέξεων.
Είμαι τυχερός που είχα τη δυνατότητα να κάνω και μαθήματα συγγραφής στην Νέα Υόρκη, γιατί κατάλαβα κάτι που ήδη συναισθανόμουν, ότι όλοι μπορούν να γράψουν, να έχουν έμπνευση, να ζωγραφίσουν. Αυτό όμως δε σημαίνει, ότι αυτό που κάνουν είναι Τέχνη. Η τέχνη έχει νόμους που ο ίδιος ο καλλιτέχνης βάζει αλλά πρέπει να μπορεί να νομοθετεί ο καλλιτέχνης και για να μπορεί να νομοθετεί πρέπει να κατέχει το υλικό του. Αν δεν κατέχεις το υλικό σου δεν μπορείς να κάνεις τίποτε σημαντικό. Κάπου το πράγμα θα χωλαίνει και αυτό το βλέπουμε δυστυχώς στις ημέρες μας, που υπάρχει άγνοια, έλλειμμα γνώσης. Ο κάθε δημιουργός, είτε εικαστικός, είτε λογοτέχνης, μουσικός ή ηθοποιός πρέπει να αγωνίζεται καθημερινά κατά τη γνώμη μου να βρει το Όντως Ον. Αν κάνει τέχνη για άλλους επιφανειακούς λόγους δε θα κρατήσει. Είναι σίγουρο αυτό.
Αυτό είναι λοιπόν για τον Κώστα Ευαγγελάτο το κριτήριο της τέχνης; Η διάρκεια;
Όχι μόνο αυτό, αλλά είναι βασικό και σκεφτείτε πως το λέω εγώ που έκανα περφόρμανς, που κρατούν μερικά λεπτά..! Εντούτοις στη μνήμη μου και στη μνήμη πιθανόν και κάποιων που τις έχουν δει, έχουν ομολογήσει ότι οι στιγμές αυτές είναι αναλλοίωτες στη μνήμη τους. Δηλαδή μεταφυσικά θα απαντήσω με ένα ερώτημα: Έχουμε δει ποτέ τον Κολοσσό της Ρόδου; Όχι. Είναι όμως τόσο ζωντανός σαν ύπαρξη, σαν να τον έχουμε δει όλοι. Αυτό είναι η τέχνη τελικά. Την Ακρόπολη την έχουμε δει όπως ήταν κάποτε; Τον Παρθενώνα; Ποτέ! Θεωρίες υπάρχουν για τα χρώματα, μακέτες έχουμε δει, εντούτοις υπάρχει, ζει μέσα μας, με όλη της τη δόξα και τη λάμψη του. Αυτό είναι η ύψιστη τέχνη. Βέβαια δεν μπορεί ο καθένας να έχει την απαίτηση να ανήκει σε αυτήν, πιστεύω όμως ότι όλοι πρέπει να προσπαθούμε για να πλησιάσουμε στην ύψιστη τέχνη και ο καθένας με τις δυνάμεις του συμμετέχει σε αυτή την ενέργεια και όπου μπορεί φθάνει.
Ακόμη και μέσα από «Μπλεγμένα Μονοπάτια»;
Κυρίως μέσα από μπλεγμένα,περίπλοκα μονοπάτια! Γιατί αν τα μονοπάτια ήταν λεωφόροι τότε θα φτάναμε κατευθείαν και ίσως δε θα είχε ενδιαφέρον η περιπέτεια!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια που δεν είναι γραμμένα στα ελληνικά απορρίπτονται.