[Τα διαλαμβανόμενα
ουδεμία σχέση έχουν με την πραγματικότητα. Τυχόν ομοιότητες δεν
αποτελούν παρά ευτυχισμένες ή τραγικές συμπτώσεις. Το μόνο αληθινό,
ζωντανό και υπαρκτό πρόσωπο στα κείμενα: ΤΟ ΚΤΗΡΙΟ ΤΩΝ ΠΡΟΣΚΟΠΩΝ! ]
6. Οι πολύχρωμες τέσσαρες
συν μία
εποχές μου (γ)
(συνέχεια από το προηγούμενο)
ΕΠΟΧΗ ΠΕΜΠΤΗ: Το Θέατρο
Όλα μέσα μου
αλλάξανε
Ώσπου
μια μέρα, κολέηδές μου, ώσπου μια μέρα ….
όλα μέσα μου
αλλάξανε! Γιατί εκεί που πίστευα ότι όλα τελειώσανε, ήρθε ο 21ος
αιώνας! Είχε τελειώσει η Βιβλιοθήκη, το Νηπιαγωγείο, είχαν τελειώσει η Μουσική,
το Σινεμά ακόμα και το Καράτε. Περίμενα με λαχτάρα. Λέω, δεν μπορεί μια Μεγάλη
Βιβλιοθήκη θα γίνω ή ένα Μεγάλο Μουσείο ή σας είχα πει τη μουρλή μου ιδέα πως
θα γίνω ένα Μέγαρο Μουσικής!.. Δεν είχα όμως σκεφτεί πως θα μπορούσα να γίνω
Θέατρο. Όχι, θέατρο μωρές, έτσι κι αλλιώς ούλοι θέατρα γινόμαστε στου κόσμου
την αγορά... ΘΕ-Α-ΤΡΟ. Πώς λέμε «Θέατρο Τέχνης Καρόλου Κουν»; Κάπως έτσι. Αλλά να σας εξηγήσω.
Πέστε ότι αρχίζω τη σελίδα μου από αυτό το σημείο:
Το
εργαστήρι
Σωτήριον έτος 2001. Μια μέρα του Απρίλη, καθώς
ο Έρωτας είχε στήσει χορό, όπως θα έλεγε κι ο κόντε Διονυσάκης, ο Σολωμός ντε,
ήρτανε Σαμικοί τση δημοτικής αρχής με δύο νέους αθρώπους ένα νεαρό άντρα και
μια νεαρή γυναίκα στην κάτω μου ανατολική αίθουσα. «Εδώ, θα στελιάσετε το εργαστήρι σας», είπε, ο ένας, τση Δημοτικής
Αρχής. Κι απάντησe ο νεαρός
άντρας: «Ηγού, θα κάμουμε πράματα και
θάματα με τα έργα που θα παίζουμε!» Κι η νεαρή: «Μάτια μου, σε λίγο καιρό ούλοι οι Σαμικοί θα διασκεδάζουνε μαζί μας και
ούλοι θα μαθαίνουμε σπουδαία».
Εκατάλαβα.
Κι έτσι είναι.. Θέατρο, σημαίνει Παιδεία. Έκαμα έτσι ένα σβουουου, στα
προηγούμενα κι άρχισα να ονειρεύουμαι Πώς δεν το σκέφτηκα; Άρχισα να βάζω
ταμπέλες: «Θέατρο τση Σάμης». Αλλά όχι δε μ’
άρεσε. «Θέατρο τση θάλασσας», «Θέατρο Η Κύατις», «Θέατρο τα Σκαλιά»,
«Θέατρο …Major Arx»
και άλλες πολλές ονομασίες. Τα παράτησα γιατί δε μου πήαινε καμία ονομασία. Και
περίμενα, περίμενα εκειά τα νέα παιδιά που θα φτιάνανε το εργαστήρι. Και δε
γελιέμαι. Διέκρινα στα μάτια τσου μια σπίθα που έκαιγε. Μάλιστα φεύγοντας
εκείνη τη μέρα του Απρίλη, γυρίσανε κι οι δύο και με τηράξανε. Κι ήταν σα να
μου λέγανε: « Περίμενε και θα δεις.
Περήφανο θα σε κάμουμε!»
Κι
αναγάλλιασε η ψυχή μου. Και το βιολί μου, το ξέρετε: Εσάρτισα ώσμε στην κορφή
του Αυγού, γλάκισα ίσαμε την κορφή τση Σέλας, σκαπέτισα ίσαμε την κορφή του
Ρουδιού και αμά στην κορφή τση Αγιά-Δυνατής άρμεξα μια γίδα κι ήπια το γάλα
τση. Και τέλος ονειρεύτηκα στην κορφή του Μεγάλου Βουνού. Είδατε, έπιασα τσι
κορφές! Θέατρο είναι, τι νομίζετε;
Κορφή των αισθήσεων, του γέλιου και του δράματος! Αμέ; Όλα στον ύψιστο βαθμό!
Ευριπίδης, Σοφοκλής, Αριστοφάνης, Μολιέρος, Τσέχωφ, Στρίντμπεργ, Ντάριο Φο,
Κουν, Καμπανέλης, Πίντερ. Γίγαντες οι ήρωές τσου από τον πιο απλό ήρωα ώσμε τον
πιο τρανό. Οιδίπους, Αντιγόνη, Ταρτούφος, Τρυγαίος. Κι άλλοι μαζί. Ένας αόρατος
ιδανικός θίασος να ανεμίζει τσι λέξεις του στα καντούνια και τσου μεγάλους
δρόμους τση Σάμης και τση Κεφαλονιάς
Μα,
κολέηδές μου, θα μου πείτε: «Ωρέ, μόμολο
και πού τα έμαθες ευκειά; σε ποια σκολή επήες; σε ποιες φυλλάδες τα εδιάβασες;
και μας κάνεις το σπουδαίονε; μας αραδιάζεις ονόματα και μας αφήνεις σέκους; τι
θέλεις ωρέ; να σου πούμε μπράβο για τσι γνώσεις σου;»
Θέατρο σημαίνει
ζωή
Είδατε; εσείς δεν επήγατε στο εργαστήρι! Έτσι
το είπανε. Όμορφα και απλά: «Εργαστήρι Δήμου Σάμης». Δεν επήατε! Μόνε
παρακολουθούσατε τα θάματά του. Γιατί, για ρωτάτε τα παιδιά και τσου εφήβους
και τσου μεγάλους που επηαίνανε. Ξέρετε πόσοι πήγαν ούλα τα χρόνια ώσμε σήμερα;
Μέτρησα: πεντακόσιοι πενήντα. Μικροί, έφηβοι, μεγάλοι. Ναι, καλλά είδατε: 550!
Ένα μεγάλο σχολείο-εργαστήρι η Σάμη κι οι γύρω περιοχές ορθώνονταν στα σπλάχνα
μου. Παρασταίνανε ούλοι ευκείνοι οι μαθητές τη ζωή. Γιατί, κολέηδές μου,
Θέατρο, σημαίνει και Ζωή.
Σημαίνει μέλλον, σημαίνει τα πάντα. Αλλά πρέπει να το
πιστέψεις! Γιατί τι νομίζετε, μωρές;
Είναι εύκολο πράμα να παίξει κάποιος;
Να ενσαρκώσει έναν ήρωα; Εσείς
εγλέπατε ένα έργο για μια ώρα,. αλλά για φκείνη την ώρα εχρειαστήκανε άλλες
εκατό. Κι ούλα ευκειά τα θάματα τα έγλεπα μέσα στην αίθουσά μου. Εκεί τα έμαθα
ούλα όσα σας αράδιασα παραπάνου. Εφυτρώνανε μέσα μας σα δέντρα με μεγάλες
κόρδες στα μυαλά των μικρώνε και των μεγάλωνε. Οι δάσκαλοί μας είχαν κουράγιο
και δύναμη, μεράκι και κέφι. Ένα κέφι που το μεταδίδανε, ακόμα και
σε μένανε!
Ούλοι πιστέψαμε ότι με το θέατρο διασκεδάζουμε και κάνουμε καλύτερη
τη ζωή μας και τις ζωές των άλλων. Γιατί τι είναι η ζωή μας, κολέηδές μου; Ένα
μεγάλο ταξίδι στις ζωές των άλλωνε, είναι.
Κι η δική μου ζωή. Κι ας φαντάζω ακίνητο.
Εγώ κι οι
μουρλές μου σκέψεις
Και
να σας πω ένα κουσούρι μου. Δε θα το πείτε σε κανένανε, έ; Όχι για τίποτις
άλλο, αλλά γιατί θα γίνω ρεντίκολο! Λοιπόν, εσκέφτηκα ότι πέρα από το ότι θα
γίνω ένα μεγάλο Θέατρο, όπως πριχού σας
είπα, ε! είμαι και μεγάλος ηθοποιός!
Παιδί, άντρας, γυναίκα ούλα:. Είχα μάθει ούλους τσου ρόλους απόξου. Θα σας
μουρλάνω άμα σας τσου πω τώρα, αλλά δε βαστιέμαι.
Θα σας πω μόνε δυο ατάκες.
Αλλά, άστε καλύτερα. Μπορεί να βαρεθείτε. Μπορεί και να τις έχετε ακούσει.
Θα
σας έλεγα και για ένα άλλο κουσούρι μου, αλλά θα γίνω ρόμπα και δε θα σας το
πω. Δε θα σας πω πως μου πέρασε η ιδέα να γίνω συγγραφέας, να γράψω ένα έργο
για την περιοχή και τσου αθρώπους τση και να το παρατήσω στην αίθουσα του
εργαστηριού. Δε θα σας το πω...
Εκείνες οι
παραστάσεις
Και
τι να πρωτοθυμηθώ από τα έργα. Τότενες που εχέστηκα από τα γέλια με το «Φόλι
τση παπαδιάς» και τη «Σκάτολα του Μεμά», που μου έφυγε το τσερβέλο με τον
προβληματισμό των έργων «Μετέωροι», «Εχθροί εξ’ αίματος» και «Παραμυθι χωρίς
όνομα;», που εδάκρυσα για τον πόνο του αθρώπου και των πραμάτων με το έργο «Οι
απόντες»; Που εξεκουράστηκα και
σκεφτόμουνα μόνο καλά κι ευτυχισμένα πράματα με τα έργα «Του Κουτρούλη ο
γάμος», «Μπαμπάδες με ρούμι», «Πρόταση γάμου» και άλλα και άλλα;
Α! και το «Δεν πληρώνω ..δεν πληρώνω» του Ντάριο Φο! Το τελευταίο σας λέει τίποτα για σήμερα;
Σας
λέω, σπουδαίες παραστάσεις στη Σάμη και σε χωριά. Κι αλλού. Επαγγελματικού
επιπέδου. Με δασκάλους και σκηνοθέτες τσου δυο νέους και υποκριτές θαυμάσια
παιδιά, θαυμάσιους εφήβους, θαυμάσιους ενήλικες τση περιοχής μας. Και να μην το
ξεχάσω: με απλά και συνάμα εντυπωσιακά
σκηνικά που δεν έχουνε τίποτις να ζηλέψουνε από κεια των θεάτρωνε τση Αθήνας!
Ευτυχισμένες
μέρες. Μέρες Θεάτρου! Που συνεχίζουνται ίσαμε σήμερα. Όχι όμως το ίδιο. Αλλιώς!
Αλλά τα δύσκολα θα σας τα πω αργότερα. Τώρα χαιρόμαστε! Λοιπόν, όταν έρκουνται
τα παιδιά κι όταν διδάσκουνται θέατρο, εγώ τσου παίρνω, ανεβαίνουμε στου
Φαέθοντα το άρμα και συλίντρεχοι αμολιόμαστε στ’ ουρανού τα μεγάλα χωράφια.
Ευτυχία
σας λέω, ευτυχία! ΕΓΩ, Ο ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΤΣΗ ΣΑΜΗΣ βρήκα επιτέλους το αληθινό μου
πρόσωπο. Ένα Μεγάλο Θέατρο θα γενώ. Κι όχι μόνο στην αποκάτου αίθουσα! Να
‘ρκουνται ούλοι να διασκεδάζουνε και να μαθαίνουνε κι εγώ να καμαρώνω. Όπως
ακριβώς τώρα που αναθυμούμαι τσι μεγάλες στιγμές και άλλες, που σας ανάφερα
πριχού. Κουρλές σκέψεις, θα μου πείτε πως κάνω. Ναι, το παραδέχομαι! Όμως
βλέπω, ελπίζω, η πείρα μού έμαθε να ελπίζω. Όλα ξυπνάνε κάποια στιγμή. Ο
μεγάλος λήθαργος είναι ο φίλος όλων, που κάποτε έρχεται του χρόνου το πλήρωμα
και τον αποχωριζόμαστε. «Πήαινε, στο
διάουλο, ωρέ!» του λέμε…
Οι βροχές
κρουνηδόν πέφτουν
Αλλά
μου φαίνεται πως σας κούρασα. Θα τελειώσω με μια αστεία ιστορία. Γιατί,
καλέηδές μου, αρχίζει ο ανήφορος. Η μεγάλη νύχτα. Γιατί θα σας μιλήσω για το
ΜΕΓΑΛΟ ΝΑΟ ΤΣΗ ΑΔΙΑΦΟΡΙΑΣ που τα ξεπέρασε ούλα. Εμένανε, την εκκλησιά, το
χτήριο του ΟΤΕ, ούλα. Και θέριεψε και μας έφαε τα σωθικά. Κολέηδές μου,
άρχοντες αυτού του τόπου.. Σας λέω: τώρα που αφηγούμαι ούλα ευκειά, υπάρχω και
δεν υπάρχω. ΤΙΠΟΤΑ ΑΠΟ ΕΜΕΝΑ ΔΕ ΦΑΙΝΕΤΑΙ όπως έλεγε ο Σαίξπηρ στον Άμλετ. Το
άκουσα μια μέρα στην αίθουσά μου του θεάτρου, μια μέρα με βροχή και μεγάλες
βροντές. Λες κι οι καταρράχτες του ουρανού προμήνυαν τα μελλούμενα. Λες κι ο
Οιδίπους αναστήθηκε και ζητάει το χαμένο του βασίλειο. Εκείνο που η Σφίγγα
σγαρλίζοντας τον ανθρώπινο πόνο το σκόρπισε τσου οχτώ ανέμους. Λες κι ο Σαμαίος
Νοβοτιάδης, ο ρήτορας, αγόρευε στην αρχαία αγορά τση Σάμης. «Ω!
άνδρες Σαμαίοι. Οικοδομήστε, δημιουργήστε, αδελφωθείτε προτού τα σύγνεφα της
Δύσης πλακώσουν επάνω μας και μας σκεπάσουν» Λες κι ο Επιφάνης ο Γνωστικός ξεθεμέλευε τις
ασχήμιες κι εγκαθίδρυε την οικολογική πολιτεία. Λες κι ο Πατροκοσμάς, σήμερα,
σε μια διαφορετική σκλαβιά, με τη στεντόρεια επίκληση «Γρηγορείτε» ίδρυε εν μια νυχτί το σχολείο του μέλλοντος, εκείνο που
θα διδάξει την αρετή, την ελευθερία και τον πολιτισμό.
Το σοφιγάδο και
το ρούμι
Ένα απόγιομα, πριν από ένα έργο στο σχολειό
τση Σάμης έκαμα έναν περίπατο στον κάμπο. Με σταμάτησε μια φωνή. Κουβέντιαζαν
φωναχτά δυο γειτόνισσες: «Ε, μωρή! θα
πάμε απόψε στο Θέατρο:». «Ακούς που δε θα πάμε! Γι’ αυτό μαγερεύω το
σοφιγάδο, για να φάει ο άντρας μου τόμου θα έρθει για να μη μου ζαλίσει τον
έρωτα». «Και δε μου λες; Ξέρεις ποιο έργο
θα παίξει;» «Ού! δεν το ξέρω, αλλά το …ξέρω! “Μπαμπάδες με ρούμι”. Δηλαδή,
ξέρω τσου ρόλους τση κόρης μου και τση φίλης τση. Να δεις τι εκάνανε για να
τσου μάθουνε απόξου.
Εφοράγανε τα ρούχα μου, εκοιταζόντανε στον καθρέφτη,
σηκώνανε τα χέρια τσου τ’ αψήλου και δείχνανε το ταβάνι…δηλαδή…τον ….ήλιο και
λέγανε: “Ήλιε για δε φέγγεις σε τούτο το μέρος για να φανούνε τα άπλυτα κι οι
βρωμιές των ανθρώπωνε;” Κουρλά πράματα, σου λέω, εκάνανε. Μα μου αρέσανε. Τσι
χάζευα. Κι ήμουν περήφανη, πολύ περήφανη για δαύτες και για ούλους» «Σε ζηλεύω. Αλλά βεραμέντες, τι μου λες, εγώ έπλυνα ούλα τα ρούχα κι
εκαθάρισα την αυλή μου!» «Δε λέανε για μας, μωρή αλλά για ένα άλλο μέρος.
Ούφου, που δε νογάς! ». «Α! έλεα κι εγώ».
«Ου ου ου ου! τι έπαθα η ψημένη! Τρέχω, τρέχω, γλήγορα» «Γιατί σκούζεις, τι έπαθες; Νέφτι στον κώλο σου έβαλες; » «Μου κάηκε
το φαϊ, τση κακομοίρας και τι θα φάει ο άντρας μου το βράδυ»! «Ας μη φάεi! Ας πιεi. Ας πιει …νερό. Ή μάλλον όχι: Ας έρθει στην
παράσταση να πιει …ρούμι!...»
Εδώ τελειώνουν
τα έργα τα καλά
Λοιπόν,
άρχοντές μου, ΕΔΩ ΤΕΛΕΙΩΣΑΝΕ ΤΑ ΈΡΓΑ ΤΑ
ΚΑΛΑ. Τουλάχιστο για μένανε. Από δω και πέρα, σας το είπα: ΤΙΠΟΤΑ
ΑΠΟ ΕΜΕΝΑ ΔΕ ΦΑΙΝΕΤΑΙ …
(συνεχίζεται)
MAJOR ARX