Αντίο Λεωνόρα!
Για τήρα πως περνούν τα χρόνια! Κλείνω τσι βλεφαρίδες μου και πισωγυρίζω εξήντα χρόνια οπίσω… και τα γλέπω ούλα ομπροστά μου! Τα μπροστάθενέ μου, τα γλέπω, δεν τα γλέπω… κι αμά, γιατί να τα γδώ; Και πώς να τα γδω που δε γλέπω την τύφλα μου! Ας το διάουλο… ανάθεμα τα γέρατα, τα ζάχαρα και το ρόχο τση καρδιάς! Οι Ντοτόροι με τηράνε τσι τσέπες! Λίγο με σφουγγίζουνε, με πιλατεύουνε, μου βγάνουνε κάνα όργανο, με μπαλώνουνε… τόμου και τσου πω πως είμαι ρέστος, «τράβα δεν έχεις τίποτσι!» μου λένε.
Κάποτες, δηλαδής π. Π.Κ. (ομπρί τσου ΠαπαδρεοΚακαμαλήδες), τα ξόανα και τα ξωτικά… ήμουνε καλοστεκάμενος! Είχα μούρκια, όβολα, ομορφάδα και φελοσύνη! Ήμουνα λάγγερος, καματάρης, καλοπέσουλος, είχα μια ιμπονέτσα! Το καλαμπούρι; Βροχή! επήαινα στα πανηγύρια και επαράγγελνα χίστο και τσαούσι!
Αααα! Τι χλίψη!!! Θα ’ναι δε θα ’ναι, σαράντα μερόνυχτα που γενήκανε τα σαράντα τση Λεωνόρας ! Τι φιόρο, τι αμόρε ήτο ευκειό… εκειά τα έτη!!! Άφηκε πίσω τσι δυο θυγατέρες, σαραντάχρονες…δίδυμες όπως δυο στάλες σάριζα! Ίδιες κι απαράλλακτες η μάνα τσου! Μα θα έκανα και σαράντα χρόνια να ξεχάσω τη Λεωνόρα! Τα σιάξαμε…κάπου εκεί μέσαθε, μετά τσου χαφιέδες του Σαράντα!
Την επιλάτευα καμιά σαρανταριά νυχτόβραδα ομπρί του Αϊ Λιά μέχρι το πανηγύρι τ’ Αγίου… Εψήθηκα! Κι αμά… ξεβασκαμός μου! Τση έστειλα ραπόρτο γραμμένο σε μπιλιέτο μέσα σε φέτα εισαγωγής απ’ τα Λογαράτα!
«Λεωνόρα καρδιά μου! Τώρανες που οι ρόγες των δαχτύλων σου μοσκοβολάνε τυρόγαλο και τα σπλάχνα μου ποδοπατιούνται από το τρέμουλο… επιθυμάω σκρεμίδισμα με των μαλλιών σου το αξάγγλιο! Ντομάνι, τόμου ψυχή μου και κάμεις αρρίβο, 40 μινούτα κατόπι στο πέσιμο του ήλιου από την Αγιά Δυνατή, στο μεγάλο κούτσουπο κάτουθε, στον χαμόλακκο, ομπροστά στου Άη Θοδωρή την τρύπα … Θα βάλω στη σπάλα μου φτερά και το πουρνό θα σφάξω τον άρνουκλα που βελάζει από μοναξιά και χλίψη ! Σε προσμένω με καμένο το πέτο!»
Το φέγγος ήτο στη χάση κι εγώ χαμένος! Το βράδυ δε μπέρναγε, τα σκυλιά αλυχτούσανε, ο καλαθάς επέθανε, ο κόκορας εκοιμότουνε, εκόλλησε το φαϊ, το πέτο μου φτερούγιζε, η κοιλιά μου γουργούριζε, οι κλανιές δεν κρατιούντανε… ας τα κομμάτια για νύχτα! Λες κι είχε σαράντα ώρες σκοτάδι!
Την άλλη το μεσημέρι… τίποτσι! Ούτε φωνή, ούτε ακρόαση! Έκανα πως εσάρωνα, και η ψάθα τέμπο με το τζίτζικα! Το απόγιομα … ακούω το τσαλαφό παιδί του Καταπόδη του αλευρά να σκούζει! «Ε, φωστήρα αλευρόπαιδο! Τι πιλαλάς όπως φύσουνας; Θα σκοντάψεις και θα κάμεις καρούμπαλο!», του αποκραίνομαι. Όπως του τσίπηρα ήτο τα κλιτσινάρια του μέσα στο τσινοβράκι.
«Να η, η, η, σιόρ, σιορ … σσσιόρρ, σιόρρρρααα…»
Έδε κει κόλλησε το παρτσακλό! Θα το πε ίσα με σαράντα βολές!
«Ποια σιόρα βωρέ κακότυχο; Η μάνα σου; Η μάνα τση μητρός σου; Η μάνα του πατρός σου και παντός ανδρός σοφού;» Τι να του πω του γκεγκέουλα;
«Καλά καλά … πάρε τσι ανάσες σου κι άμα σου βγει, πέστα μου!»
Γούρλωσε τσου νεφταρμούς όπως γαλόπουλο, σφίχτηκε και …ματασπρώχνει!
«…Σιόρρρρρρ ααα… Λεωνννννν…όόό…ρα! Μου, μου, μου…»
Άκουσα καλά; Καθότι το Λ Ε Ω Ν Ο Ρ Α ήτο τραυλό, μα ξεκάθαρο! Κι άλλη Λεωνόρα, από την Αγιά Δυνατή μέχρις την Κόκκινη Ράχη δεν ύπαρχε!!! Και συνεχάει :
«…μου έδωκε πεσκέσι μια ρέγγα.» Ευκειό, το ’πε νερό! « Να, να…να…να…τηνε σκί…σκί…σεισςςσςς…» …Πια να σκίσω ωρέ; «Τη ρέ…ρε..ρε…» «Τη ρέγγα»; «ΝΑΙ!!!Νννν… ΝΑΙ!!!» «Καλά μάτια μου, τράβα στο καλό!»
Ξεθηλυκώνω τη λαδοπέτσετα κι έρκομαι μούρη με μούρη με το θαλασσινό που βρώμιε τση νέκρας! Του ξεσκλάω τη μασέλα και το σκίζω στα δύο! Βγάνω από μέσα το μπιλιέτο…με βάρεσε μια φρύξη στα μπούτια! Εστέλιασα σε μια τάβλα τα πισινά μου… οι φουμάδες κάμανε το μουσούδι μου όπως πρωιμάδι! Οι απαλάμες μου από την τρεματούρα θολώσανε τη βλέψη μου! Βάνω τον άγιο πάπυρο μες στα μάτια μου όπου ήτο κάργα στα ζουμιά και τ’ άντερα από το παστόψαρο και διαουμάω:
«Κοντραδιάουλε… (εδεκεί εχέστηκα!) …τώρα που οι ρώγες των δαχτύλων σου μοσκοβολούνε τση ψαρίλας, κακομοιριά σου! Όπως ήσουνα, πάντα γκροτέσχος και χάπατο… μου απόστειλες τα γρανζαούνια σου κι αμά δεν έβαλες την τσίφρα σου να γδω ποιος μασκαράς είσαι του λόγου σου! Το σούρουπο που ο παπάκης έτρωε μπουρνέλες και η μπόχα τση φέτα σου τον έκαμε να βγάλει τ’ άντερά του… βάνει στο μπαούλι του πάγου τσι απαλάμες του κι αμά λαλεί! – Ωρή Λεωνόρα ψώνισες το σύχλωρο του Κοντραστάρου που σπατσάρει από τη νέκρα Κάνια στο μίλι;
Με τούτα και με τ’ άλλα κι αφού σπείραμε την κολιάστρα σου στο περιβόλι για φαρμάκι τσι κίσσες… έμπηκες στο νου μου όπως πονοκέφαλος! Το λοιπό τα πολλά λόγια είναι για τσου σκαφτιάδες και τσου γκομεσάριους!
Σου γράφω ξέζορκη κι έχω ένα σύφλογο που αρκινά από το κούτελο και στα σκέλια στέκεται! Βάνω πέτο, λοιπό ! Θα κάμω αρρίβο σαράντα μινούτα μετά το κωλοκάθισμα του ήλιου εδεκεί που μου ’πες!
Μα έχε το νου σου! Τέντα γρέντα τόμου και δε φιλείς με γλυκάδα, τόμου και στέκει η γλίδα δέκα
οριές πάνω σου, άμα σε γδω όπως κουγιάμπαλο και με αναγουλιάσεις… σκέση ξαπόστα για τη σκέση δε γκάνω!Δε με τρώει και η λυσσουρία για τριβέλο! Το λοιπό, θα χλαμπουτσάρω μέχρις να σε γδω στα σαπουνόνερα, να κάμω τη χτενισιά μου κι αμά να βρεθούμε ομπρός στην τρύπα τ’ Αγίου να… σταυρωθούμε!!! Μέχρι τότενες για να μην είσαι στη στέγνη σου στέρνω ένα φιλί στ’ αριστερό σου φρύδι κι άλλο ένα σαλιωτό στο πάνω τση μύτη σου προς το δεξί ρουθούνι!!»
Ω! Πρώτη βολά με γαργαλικάνε γράμματα στα μουσούδια!!!
Ω! Παίρνει τσ’ ανάσες ο στόμας μου, διότι τα αρθούνια μου είναι παραδομένα στο φιλί τση!!!
Ξεκλείδωσε το σβέρκο μου κι άκουα την καρδιά μου όπως σούστα! Οι σκουξιές τση μητρός μου και τα διαομλομπασίδια τση, ήτο σαν να άκουα μιραβιλιόζα αριέτα! Είχε φρυγεί ο στόμας μου!
Κι αμά… να τα λαδοσάπουνα, φλίτσουρα από καρυδόμελο, ρίζιμα γιασεμιού, άδειασα στ’αχαμνά μου ένα μπικιόνι ροδόνερο, μενταλίδα βραστή, να και αμμόπετρα να ξυω τσ’ αγκώνες και τσι φτέρνες, ρούφηξα και σαράντα βραστούς σπόρους άνεζε από γλυκάνισο, έκαμα τη μάσκαρά μου με χλωροκκούκια αγγουρόροδες, κροκάδι και σέσκουλο… κάνω την καπέτα μου όπως ορτολείρω… κι αμά τήραξα τον ήλιο! Τι διάουλο! Θεόκουρλος είναι ο ήλιος; Στην ίδια θέση! Μα κι ανάποδα να σου πω ! Δεν πέρναε η ώρα ούτε με μιράκολα!!! Έμενα ακούνητος μη και χύσω ίδρωτα μη και ξεσπαλιάσω και πάλε απ’ την αρκή!
Ότα ο ηλιοκάρης έκαμε ένα σάρτο προς καλιά του… έκαμα το σταυρό μου σαραντάκοντα βολές και ξεκίνησα για την τρύπα… τα’ Αγίου. Καμαρωτός κοιτώντας ολούθε, έχοντας τα μέντε μου, και με τρεματούρα δεύτερου βαθιμού, γιατί τόμου κι είχα του πρώτου δε θα ημπορούσα να σύρω τσι γάμπες μου!
Δελέγκου, δελέγκου αν κι ο «καυτός» δεν είχε καλοκάτσει… βάνω με το νου μου πόσο θα περιμένω ολόρτος! Τι θα τση πρωτοπώ; Τι θα τση πρωτοπιάσω; Κι άμα μου λακίσει; Τόμου και με σκαμπιλίσει;
Α! Μπα! Δε θα κάμω τίποτσι θα κάθουμαι και θα τηνε τηράω και το πολύ πολύ θα τση πω κάνα κουβλιμέντο, κάνα κορτεγιαμέντο κι αμά φέρμα θα τση δώκω ένα φιλί στο κούτελο!
...!.!.! Ομπρί κάμει η σκέψη μου φινάλε… ακρουμάστηκα ένα σάλαο από φρύγανα κι ένα χέρι από τα πισινά μου, χουφτώνει την καρκούτα και το μπράτσο μου και με ρίχτει στα βάτα!
Ακατάλληλο περικαλώ!
«Αααα! Μάνα!» Και σβήνει η σκουξιά μου καθώς αντικρίζω τη Λεωνόρα με τσου νεφταρμούς τση όπως γαβάθες και ο ένας τση βύζος όξου να με κοιτάει όπως πρησμένη οχιά! Η Λεωνόρα με κατασκαμπίλιζε κι άρκίνησε το έλα να δεις κι ακρουμάσου ν’ ακούσεις!
(Κ)οντραστάρος : …Εσύ;;;
(Λ)εωνόρα: Σκάσε να βελάζεις ωρέ! Τσιτσιμπαίος είσαι; Ήρτα για κείνο που ρτες! Για τούτο βγάλε τον κόριζα μη μας ακρομαστούνε και βγάνε μπαμπακοφανέλες, σκουτιά, το βεστιάριο ούλο!
Κ: Μα…
Λ: άκουε μπαμπαφίε, έχω κανιάσει! Βούταμε όπως μελιδόνα και ζούπαμε όπως λεμονόφλουδα!
Κ: Ναι …μα…κι αμά… ( τι να πω και τι να κάμω; που είχα λάμπαξη σαράντα κεριών ! )
Λ : …Πού διάουλο βάνεις τσι απαλάμες σου; Γίνε άντρουκλας! Γένε ανεμορούφουλας και τσούλαμε στην κουμαριά! Γένε αστροπελέκι και σκίσε μου την άντζα!!! ( Έδε κει στην άντζα μου χουφτώνει τα λιμπά!)
…Κάμε σαράντα τα δυο κουλά σου κι ακούμπα με ολούθε όπως σαρανταποδαρούσα!
Ο Άγιε Γεράσιμε! Έχωσε τη σκάρπα τση στο κάφκαλό μου και μου σκρώχνει ένα φιλί με πέταλα! Τση ξερίζωσε η γλώσσα, εκόντεψε να φτάσει και ν’ ακουμπήσει το σκώτι μου! Ελάγγευε το μάτι τση! Δεν ημπορούσα να πάρω πνογή… πού να μου κάνει κου κου ;;; Αφού μάζεψε τη γλώσσα τση κι εγώ δεν αντιστεκόμουνα μου λέγει:
«Πε μου κόμη μου… τι θέλεις να σου κάμω; Πέ μου μη μου ’ρτει φαστίδιο και το σύφλογο με κρεπάρει!»
Τι να τση πω κι εγώ; Εγώ δεν όριζα τα μπούτια μου και πιανού ήτανε μπούτια…του μιανού η τ’ αλλουνού; Δε μου ’ρκονται και πολλά στα μυαλά να τση πω…αιστανόμουνα όπως την Τροία και να με πολιορκούνε απ’ ούλες τσι πάντες! Κι αμά παίρνω μπρος και λέω:
Κ : Φανέρωσέ μου μάτια μου και τον άλλο σου το βύζο που είναι θηλυκωμένος!
Ξεσκλάει το μισοφόρι τση και βγάνει το βύζο τον κρυφτό και τον πιθώνει στα μούτρα μου!
Λ : Πάρε άντρα τα θαλασσολίθαρά μου!
Κ : Ααααα!
Λ : Τι σε βρηκε; μπα γιέ μου!
Κ : … Το ένα… είναι ολόιδιο με τ’ άλλο!!!
Λ : Απομπρί κι αποξαρκής ήτανε ίδια κι απαράλλαχτα… πάρτα ξομπλίδια μου και πιέσ’ τα σε ρακοπότηρο… κάμε στριγκό ξεβύζασμα! ! ! . . . Τι έκαμε η μελάτσα σου; Ξεβλαστάρωσε ;
Και βάνει το χέρι τση στον Αγριοθώρατο και τα ματόφρυδά τση εγυρίσανε ανάσκελα! Κλείνει κι η αφεντιά τσου νεφταρμούς και είπα μέσαθέ μου σαράντα πάτερ ημά! Σάρτοι ! Σκουξιές! Οργώσαμε την τρύπα του Αϊ Θόδωρα! Κοσκινίσαμε τα κούμαρα! Ματώσαμε στα νεράγκαθα! Κουρουπώσαμε την κουτσουπιά! Χάσαμε τ’ αυγά, τα πασχάλια και το δαδελωτό βρακί τση! Κι αμά σύρθηκα μεσονύχτι, λάου λάου στο χωριό…βαστούσα ένα σύδαυλο να στέκομαι και τραμπαλάροντας βουτάω τα κλαμπανιστήρια μου, που είχανε πάρει φωτιά σε ένα σύκλο με άκουα και πέφτω του θανατά! Απά σε μια ρουφηξιά ανάσα, αποκοιμήθηκα!
Α! ευκούνη ήτο Γυναίκα!!! Σατανάς με μπαρμπούτα γυναικός δηλαδής!
Ποιος να το πίστευε… τέτοια θέρμη!!! Το επόμενο πουρνό που μου κάνανε βεντούζες και με ισιώνανε, είπα μέσαθέ μου, εντέλει δεν είναι για οικογένεια η Λεωνόρα! Μα είναι καλά να την έχω πού και πού να σουλατσάρω μαζί τση για «πόλεμο»! ΣΚΑΤΑ ΣΤΑ ΜΟΥΤΡΑ ΜΟΥ!!!
Η σκέση αυτή εβάστηξε μόνο σαράντα μερόβραδα! Και η Λεωνόρα έκαμε την καλύτερη οικογένεια του κόσμου! Για αυτό ποτές μη κρίνεις τη ζωή τ’ αλλουνού και τσου αθρώπους κατά τα μούσκια σου και κατά τον εαυτό σου! Και μήτε σε ΣΑΡΑΝΤΑ μέρες γέννεσαι άθρωπος! Ποτές του αθρώπου μη κραίνεις τα καμώματα και να τηράς τη στραβωμάρα σου, να την ισιώνεις, άμα τη κουκουλώνεις να βάνεις τη κούτρα σου κάτου απ’ τη κουκούλα να γλέπεις τα σκατά σου! Τον άντρακλα δεν τον κάνει η ψωλή, παρί η γυναίκα! Τον άθρωπο δεν τον κάνουν οι γειτόνοι , παρί οι γονέοι! Κι άμα κλάσεις δεν μπορεί να ξέβρεις ποιος είναι εκειός που θα χαχανίσει, ποιος θα σε βλαστημήσει, ποιος θα σε παλουκώσει, η , ποιος θα τη νε ρουφήξει όπως ψυχούδι!
Μετά το λοιπό από χρόνια… η Λεωνόρα φορεί τα μαύρα φτερά του κόρακα!
Τόμου κι εγώ ακλουθήσω τη πορεία τση… οι σκελετοί μας θα κάμουνε τρικούβερτα πανηγύρια στον άλλο κόσμο! Μα αν μπάλι δεν απαντηθούμε… δε βαριέσαι , ότι βγάνει το μπουγέλο!
… Μου ῤκονται λιθάρια στα τσίνορα! Θα σας παρατήσω με μια ευκή του πορδόμυλου που διαλέμπαμέσα μου κι αν εχώνεψα ποτές καλή αποκοπή!
Αντίο Λεωνόρα!