[ Τα διαλαμβανόμενα
ουδεμία σχέση έχουν με την πραγματικότητα. Τυχόν ομοιότητες δεν
αποτελούν παρά ευτυχισμένες ή τραγικές συμπτώσεις. Το μόνο αληθινό και
υπαρκτό πρόσωπο στα κείμενα: ΤΟ ΚΤΗΡΙΟ
ΤΩΝ ΠΡΟΣΚΟΠΩΝ!]
7. Τίποτα από εμένα δε φαίνεται
(συνέχεια από το προηγούμενο)
Δεν υπάρχουν πια εποχές. Ο χρόνος, χυμένος στην τράπεζα του
μέλλοντος. Ακριβώς όπως εκείνος ο πίνακας του Νταλί. Ο ιστός μιας αράχνης
απλωμένος παντού. Πλάι μου ορθώνεται, πια ανεξήγητα, ανέλπιστα εκειό που
φοβόμουν. Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΝΑΟΣ ΤΣΗ
ΑΔΙΑΦΟΡΙΑΣ ΤΩΝ ΑΘΡΩΠΩΝΕ τση περιοχής. Αόρατος στα μάτια μα ορατός στην
ψυχή.
Περιμένετε όμως. Αφηγητής θα γίνω δίχως χρόνο και πρόσωπο.
Και τόπο. Είμαι μακριά, πολύ μακριά, δεν κατοικώ πια στην αγαπημένη μου Σάμη.
Σας μιλώ για ένα άλλο πια κτήριο, μαύρο, κατάμαυρο, δίχως ζωή, χωμένο στα
σύννεφα του Μεγάλου Βουνού. Αν θέλετε να το δείτε πηγαίνετε κει. Αθρώποι
γεννήματα μιας ανήμερης και στυγνής και στεγνής εποχής δίχως μέρες ηλιόλουστες.
Σας αγάπησα όσο τίποτα πια σε τούτο τον κόσμο. Πώς μου κάνατε τούτο που βλέπω
στα μάτια μου μπρος; Πως με γεράσατε έτσι, με κάμετε μορμολύκειο, δεούτελο να
περιφέρω το γυμνό μου το σώμα, στα αφιλόξενα σοκάκια του κόσμου; Ποιος σας είπε πως θέλω τσι δικές σας
βρωμιές;
Καταπέλτης θα γίνω, κεραυνορίχτης, Εγκέλαδος θα μεταλλαχτώ
κι ας μ’ έχει πληγώσει ευκειός ο φαρμασόνος, μα στέκω κόντρα τσου καιρούς.
Βλάσφημος των στιγμών θα γενώ που πάνω από τσι γιορτές και
τσι φευγαλέες παράτες, σαλιαρίζετε με τσι κάθε φορά ανούσιες εξουσίες.
Ξεθεμελευτής είμαι ιδεών και ιδεολογημάτων που κλείνονται
στον ωχαδερφισμό, στη μιζέρια, στη μεμψιμοιρία, στο γιες μεν και στην
οσφυοκαμψία.
Με λουριά κι αλυσίδες να σας κυνηγάω, τύραννος των ρωμαϊκών
αρένων θα μεταμορφωθώ για να ανεβείτε εφτά φορές στο Κάστρο κι αμά να κατεβείτε
μπας και ξεθολώσει ο νους σας.
Κουρσάρος των εκατό θαλασσών θα ντυθώ να σας κλέψω όλα τα
υπάρχοντα και να σας παραδώσω γυμνούς, πένητες και αμόλυντους στο αιώνιο
μέλλον.
Κι αμά θυσία να γενώ,
να εξαφανιστώ από προσώπου γης, αρκεί να δω ότι εξυπνήσετε απ’ το λήθαργο.
Κι αν θέλετε, δε με νοιάζει αν όχι, μπορώ όμως να γενώ
οδηγητής των ελπίδων σας, εγώ ένα άψυχο κτήριο, ποτισμένο με την ψυχή τση Σάμης
και τση γύρω περιοχής τση, που πότισαν αιώνες εκείνοι, οι δούλοι που σκόρπισαν
τσου ανέμους και ακόμα εκείνοι που έγιναν μπροστάρηδες τσου αγώνες των δύο
προηγούμενων αιώνων. Και επειδή ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ ΕΣΕΙΣ, ούλοι και προπάντων όσοι
ήρθατε κατά καιρούς στην αυλή μου, ΕΣΕΙΣ, ΕΣΕΙΣ θα είστε οι οδηγητές των
ελπίδων!!!
Αλλά, αλλά…..
Ποιος σας είπε να με κάνετε καμπινέδες, πλυντήριο και
ντουζιέρα; Δεν είμαι κανένας απόπατος, εγώ. Και δε με χτίσανε γι’ αυτό. Εγώ δεν
είμαι για να ξεπλένω βρωμιές.
Εγώ είμαι για να ξεπλένω την αμάθεια, για να
στεγάζω τη γνώση, για να θεραπεύω τσι τέχνες, τα γράμματα για να διασκεδάζω
τσου αθρώπους τση περιοχής.
Ακούς καμπινέδες! Ακούς πλυντήριο! Το λέω και κλαίω
μέσα μου σπαρακτικά. Κι αμά σκέφτουμαι: βεβαίως η Σάμη χρειαζότουνε τέτοιους
χώρους. Και μπράβο τσου που το σκεφτήκανε. Αλλά όχι, εδώ. Κάπου αλλού! Λείψανε
οι χώροι;
Ποιος σας είπε, ακούστε, να με κάνετε ξενοδοχείο; Δε
χτίστηκα εγώ για να γίνω υπνοδωμάτιο κανενός!
Ποιος σας είπε να με κάνετε αποθήκη πλαστικών καρεκλών,
αποθήκη εκατομμυρίων διαφημιστικών; Δεν το αρνιέμαι. Αλλά όχι μόνιμα…
Όταν μου τα φέρατε έλεα: Θα τα φυλάω. Είναι για να γλέπουνε
οι πολίτες των εορτίων τα δρώμενα.
Παράπονό μου αιώνιο: τόσα χρόνια εόρτια κι εγώ μακριά. Το ίδιο, ποτέ δε
χρησιμοποιήθηκα. Για μια έκθεση ζωγραφικής, βρε αδερφέ! Τα διαφημιστικά, είπα,
θα τα προσέξω. Θα γνωρίζουν στα πέρατα τση γης τον τόπο που όσο τίποτα αγάπησα.
Μπα!
Το μόνο καλό που απόμεινε, είναι του θεάτρου η αίθουσα. Δάσκαλοι και μαθητές
δουλεύουν δίχως αντίκρισμα. Γιατί; Γιατί πιστεύουν στον πολιτισμό. Πιστεύουν σε
ό,τι πιστεύω κι εγώ. Ποιος όμως τους
βοηθάει; Κανείς! Οι εκλεγμένοι αρχόντοι δε σκαμπάζουν από τέτοια. Αναρωτιέμαι:
στην Κεφαλονιά γεννηθήκανε; Στη Σάμη; Μήπως η Σάμη είναι κάπου αλλού;
Κάθε μέρα από τότενες κλαίω γοερά. Και για να μη με ακούτε
και σας πονοκεφαλιάζω, κάποιες φορές ανεβαίνω ψηλά στον Αυγό. Και μ’ ακούνε τ’
αστέρια. Και μια φορά ένας αετός άνοιξε τσι φτερούγες του ίσαμε είκοσι μέτρα
και με παρηγόρησε. Κι άλλη μια φορά που
έσκουζα σπαραξικάρδια, αστείο, ε; εκεί, πλάι στα Γρίλια, στο Ναό του Απόλλωνα
στο θυσιαστήριο, μέσα σε μια απόκοσμη
λάμψη εμφανίστηκε ένας νέος. Ψηλός, θεόρατος, σαν αρχαίος κούρος, με πολύχρωμα
ρούχα, με μια λύρα στο χέρι, μ’ ένα φωτεινό στεφάνι στο κεφάλι, με μεγάλα
γαλάζια μάτια και μακριά μαύρα μαλλιά. Λάμπαξα, σταμάτησα το σκούξιμο, με
κοίταξε ολόισια, σήκωσε το ένα του χέρι και μού ’δειξε στην αρχή το ναό και
μετά τη θάλασσα πέρα. Πήγα να του μιλήσω. Δεν πρόλαβα. Έφυγε ξαφνικά, κουνώντας
περίλυπος το κεφάλι του, όπως ήρτε. Μέσα σε μια απόκοσμη λάμψη. Σα να
χαμογέλασε, μου φάνηκε, λίγο κι αυτό με ηρέμησε.
«Θεοί», μονολόγησα. «Ο Απόλλωνας;»
Θυμήθηκα το θέατρο όταν ο δάσκαλος κι η δασκάλα δίδασκαν τη
«Γυναίκα της Ζάκυθος» του κόντε Διονυσάκη. Εγώ, εφάνταζα ο ιερομόναχος ποιητής
κι ο νέος με τη λάμψη, σα να έψαλε τα ακόλουθα:
«Το χάραμα επήρα
του ήλιου το δρόμο
κρατώντας τη λύρα
τη δίκαιη στον ώμο.
Κι απ’ όπου χαράζει
κι ως όπου βυθά κτλ.»
Κι ύστερα σα σε όραμα έρχονταν όλα τα παιδιά που κάθισαν στη
σκιά μου, μου πιάνανε το χέρι, μου το φιλούσαν και μού ’λεγαν.
«Και τι παγωμένο που είναι το χέρι σου!».
Για μέρες, για μήνες αφότου φτιαχτήκανε οι καμπινέδες και τα
άλλα αποτρόπαια, εγώ θυμόμουν τα περασμένα. Τσι μέρες τσι παλιές. Ακόμα κι αν όλα ήταν χωρίς σχέδιο. Άρχιζε το
ένα, σταματούσε το άλλο και άρχιζε κάτι διαφορετικό. Όλα τα θυμόμουν σε χρόνο
ενεστώτα. Σα να συμβαίνουν τώρα, σαν όλα μαζί να λειτουργούν, ακριβώς τώρα που
σας μιλώ. Φαντάζομαι τον εαυτό μου να είναι μαζί και θέατρο και μουσική και
νηπιαγωγείο και βιβλιοθήκη, και σινεμά, ναι και καράτε.
Εκείνα τα παιδιά του Νηπιαγωγείου, μεγάλα τώρα, περνάνε πού
και πού απέξω. Τ’ ακούω να λένε: «Να το Νηπιαγωγείο μας: Θυμάσαι, ρε, πόσο μας
άρεσε; Θυμάσαι που λέγαμε ότι κάνουμε μάθημα στο πιο ψηλό σπίτι του κόσμου;»
Κι αναγαλλιάζει η ψυχή μου. Η ψυχή μου δεμένη με τη νεότητα.
Ναι, φάνταζα εγώ, στα μικρά τους ματάκια τεράστιο. Ναι, ήμουν,. γιατί μονάχα
εγώ κάθε μέρα ατένιζα την κορφή του Αυγού, τα πεύκα της Κυάτιδος, τις πέτρες
του Κάστρου. Ναι, μονάχα εγώ. Κι εκείνα τα παιδάκια, μεγάλοι και μεγάλες πια, είμαι
σίγουρος πως θα βλέπουν με μένα μαζί τσι ίδιες κορφές.
Όμως πού είναι τώρα;
Μαθήματα, σημαίες, ιστορίες, η αγάπη για την πατρίδα Κι εγώ είμαι μέρος της ιστορίας αυτού του
τόπου. και άλλα διάφορα. Συστήματα. Λύκοι, Λυκόπουλα. Εν-δυο, εν δυο. Τύμπανα. Τα καμάρωνα.
Όμως πού είναι τώρα;
Εκείνη η μουσική έρχεται και με βρίσκει τσι νύχτες. Είναι η
ερωμένη μου! Η Μούσα μου! Ποιήματα τση λέω κι εκείνη τα ντύνει γλυκόηχα. Με
νότες του μπάλου και του Μότσαρτ. Ακούστε τη «Μικρή Νυχτερινή Μουσική» του
Μότσαρτ με νότες από το Διβαράτικο και θα με θυμηθείτε. Αγγίζει τα δάχτυλά τση
τσου τοίχους μου και θεσπέσιες νότες απλώνονται γύρω. Δεν ακούει κανείς άλλος
εχτός από εμένανε. Οι υπόλοιποι Σαμικοί κοιμούνται βαθιά. Είναι νύχτα άλλωστε
κάθε φορά που με επισκέπτεται η μουσική …. η πόλη …κοιμάται… Εκτός από εμένανε.
Κι ίσως κι εκείνα τα παιδιά που πια είναι γυναίκες και άντρες.
Όμως πού είναι τώρα;
Και να σας πω: έρχονται σκηνοθέτες και ηθοποιοί μαζί μου τσι
νύχτες, όλα τα θάματα νύχτα γίνουνται, και κουβεντιάζουμε για τα έργα. Α!
θυμάμαι την ταινία «Δυο φεγγάρια τον Αύγουστο».
Ποιητικό έργο. Εκείνος την
ερωτεύτηκε πολύ. Εκείνη, λυγερόκορμη, ατθίδα, παράξενη, μια μούσα. Ένας
ανέφιχτος, ουτοπικός έρωτας φάνταζε. Εκείνη τον ερωτεύτηκε. Εκείνος δεν πίστευε
στα μάτια του. Του ’κλεισε ραντεβού. «Στην Πανσέληνο του Αυγούστου». Έτσι του
είπε. Εκείνος πήγε στο ραντεβού. Εκείνη δεν πήγε. Κι εκείνος εκουρλάθηκε. Πήρε
τσου δρόμους, εκουρλάθηκε, σας λέω, για όσους δεν είχαν δει την ταινία. Δεν
υπολόγισε όμως πως εκείνη τη χρονιά, όπως και φέτος, ο Αύγουστος είχε δύο
φεγγάρια. Κι εκείνη πήγε στο δεύτερο. Κι εκείνος ένας δαιμονισμένος του έρωτα,
αλύτρωτος των φλογισμένων αισθήσεων, περιδιαβάζει άλαλος τσου μεγάλους δρόμους
ψάχνοντας για μια άυλη οπτασία εκείνη που θα γίνει η μούσα του ταραγμένου του
μυαλού. Μήπως αυτό είναι κι ο αληθινός Έρωτας;
Σας λέω την ιστορία και τρέμω. Και τι νομίζετε, πως
εφαντάστηκα; Έβαλα τον εαυτό μου στη θέση εκείνου του παράξενου όντος που είχα
δει στο Ναό του Απόλλωνα και πήγα εγώ. Το κουβέντιασα με τσου σκηνοθέτες. Και
μου είπαν, πως ο θεατής μπορεί να φανταστεί πολλά πράματα. Έτσι κι εγώ, από κει
και πέρα, με έβλεπα να πρωταγωνιστώ σε πολλές ταινίες. Μα αν ο κινηματογράφος,
η τέχνη γενικά αναπαριστά τη ζωή, γιατί να μην μπορώ να το κάνω; Ναι, το κάνω κι
εγώ, κι ίσως κι εκείνοι κι εκείνες που έρχονταν για να δούμε τα έργα μαζί;
Μεγάλοι πια πατεράδες, παππούδες, μανάδες, γιαγιάδες.
Όμως πού είναι τώρα;
Ένα βράδυ ήρθαν και τα παιδιά του καράτε στον ύπνο μου. «Το
ξέρουμε, μπαγάσα, πως δε σου γεμίζαμε το μάτι», μου είπαν, «αλλά ευτυχώς μας
έσωζε η φιλοσοφία των πολεμικών τεχνών». «Ωραία», τσου απαντώ, «και σας θέλω.
Τόμου θα σας χρειαστώ για κάτι που σκέφτουμαι, θα ρθείτε;» Δεν πήρα απάντηση
και απότομα ξύπνησα. Σκέφτηκα εκείνα τα παιδιά που θα έχουν μεγαλώσει. Νοικοκύρηδες θα ’ναι
πια.
Όμως πού είναι τώρα;
Αλήθεια εκείνοι οι αναγνώστες κι οι αναγνώστριες τση
βιβλιοθήκης θα ήθελα να τσου ρωτήσω: «Πόσο σας χρησίμεψαν στη ζωή σας οι ήρωες
που διαβάσατε και ταυτιστήκατε μαζί τσου;» Κείνοι οι αναγνώστες σήμερα θα είναι
μεγάλοι. Μπορεί δάσκαλοι, συγγραφείς, επιχειρηματίες, κτηνοτρόφοι, γεωργοί,
ελαιοχρωματιστές, καφετζήδες.
Όμως πού είναι τώρα;
Και μου έμεινε μόνο το θέατρο. Που συνεχίζει ακόμα με το
μεράκι των δασκάλων του και όχι με τη βούληση των αρχών. Εκείνοι οι μικροί
ηθοποιοί γίνανε έφηβοι, έφηβοι που σπουδάσανε, γίνανε ενήλικες και παλεύουνε τη
ζωή.
Όμως πού είναι τώρα;
Πού είστε όλοι εσείς, τώρα που σας χρειάζομαι;
Παλιοί μου Φίλοι, Σας καλώ, Σας καλώ “δίχως σημαίες, δίχως
φοβέρες, δίχως αίματα”, μα Σας καλώ “σιγανά, σιγανά και ταπεινά”, σχεδόν
αθόρυβα, ξέπνοα, σα θρόισμα ανέμου που κατεβαίνει απ’ τα κάστρα.
Δεν ακούτε;
Δεν ακούτε τη φωνή τση καρδιάς Σας;
Δεν ακούτε τη φωνή τση ιστορίας Σας; Ω!
μα
σίγουρα ακούτε…
Τι σας λέω, όμως κακομοίρηδές μου, ο έρμος! Εγώ; Όχι, όχι
δεν είμαι εγώ, κάποιος άλλος θα είναι που σας καλεί!!! Δε σας τα λέω εγώ
ευκειά…
ΕΓΩ, Ο ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΤΣΗ ΣΑΜΗΣ το πιο όμορφο κτήριο, ο νέος που
ποτέ μου δε γέρασα κι ας έχω πια ρωγμές σε
ούλο μου το σώμα, αρνούμαι να είμαι εγώ. ΑΡΝΟΥΜΑΙ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΜΟΥ! ΝΤΡΕΠΟΜΑΙ ΠΟΥ ΥΠΑΡΧΩ! ΓΙ’ ΑΥΤΟ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΩ!
ΤΙΠΟΤΑ ΠΙΑ ΑΠΟ ΕΜΕΝΑ ΔΕ ΦΑΙΝΕΤΑΙ!!!…
(όπως λένε: στο επόμενο το τέλος)
MAJOR ARX