Ι Ι. Σκοτάδι παντού με χαραμάδες ελπίδας
(συνέχεια από το προηγούμενο)
Και μια ωραία πρωία, μου τα πήραν τα παιδιά! Κείνοι οι αθρώποι ξανάρθαν και βγάλαν μια απόφαση που πολύ με στενοχώρησε. Τα συστήματα, λέει, των προσκόπων θα πήγαιναν στο Αργοστόλι…Ποια συστήματα! Εγώ, άκουγα πως το φασιστικό σύστημα δεν είναι καλό. Δηλαδή, τι; πήραν τα φασιστικά συστήματα από τη Σάμη και τα πήγαν στο Αργοστόλι; Μα τα παιδιά δεν είχαν καμία σχέση μ’ αυτά τα πράματα! Αργότερα κατάλαβα, ότι, άλλο το σύστημα της εξουσίας και άλλο των Προσκόπων. Βέβαια, πολύ αργότερα διάβασα σε ένα κομμάτι εφημερίδας, θα δείτε παρακάτω πού το βρήκα, πως πολλοί κατηγορούνε και τους προσκόπους ότι ανήκουνε, κάπου. Δεν μπόρεσα να διακρίνω τα γράμματα, γιατί σε εκείνο το μέρος το χαρτί είχε χρώμα καφετί, που ….μύριζε άσχημα μάλιστα. Εξάλλου, εγώ, έχω να κάνω μόνο με παιδιά και με κανέναν άλλον. Δεν ξέρω τι λένε, αλλά τα παιδιά και οι αρχηγοί τους, εδώ στη Σάμη ήταν μαλάματα! Χρυσάφια!. Διασκέδαζα πολύ! Και μάθαινα πράματα. Ούλα τα νέα τση περιοχής. Από τα αθώα παιδιά, μαθαίνεις τα πάντα, βλέπεις! Και τα καλά και τα άσχημα.
Πέρασα μια μεγάλη περίοδο προσμονής. Μάταιης προσμονής ατελεύτητης. Έβλεπα τον εαυτό μου κάθε μέρα να γερνάει. Πού και πού έβλεπα παιδιά που κρυβόντανε μέσα, κάποιες φορές ερωτευμένους που αντάλλασσαν λόγια του φτερωτού θεού, σπάσαν οι πόρτες μου σιγά-σιγά, οι τοίχοι μου ξέφτιζαν. Και δε θα το πιστέψτε,: έγινα ακόμα και αποχωρητήριο, υπαίθριος καμπινές. Ποιος περίμενε, ότι αργότερα θα με κάνανε επίσημα έτσι. Αλλά έχετε υπομονή. Θα σας τα πω παρακάτω. Λοιπόν, όποιος περνούσε και δεν επρολάβαινε, και θα τα έκανε απάνω του, δηλαδή, ερκόταν και τα έκανε στα δωμάτιά μου. Εφημερίδες σκισμένες, παντού. Χαμογελούσα πικρά! στην πλήρη αδιαφορία των αθρώπων αιστανόμουνα κι εγώ ότι πρόσφερα κι εγώ κάτι. Με προσέχουν, έλεα, έστω και μ‘αυτόν τον τρόπο…
Ξέφραγο αμπέλι κατάντησα. Ποιος; Εγώ! Ο δερβέναγας τση Σαμης. Το πιο όμορφο κτήριο. Ο μόρτης νεαρός, ο αιώνιος ταξιδευτής που κατάντησα κουρελής, να ζητιανεύω δυο λόγια παρηγοριάς, ένα ταξίδι! Ακόμα κι ώσμε το Φισκάρδο. Σταμάτησα πια να πετάω. Δυο τρεις προσπάθειες έκανα από τότες κι ούτε που κουνήθηκα. Δεν είχα κι όρεξη! Η όρεξη σού ‘ρκεται άμα πεινάς. Κι εγώ δεν πεινούσα! Να’ναι καλά ο αέρας που κατέβαινε συλίντρεχος απ’ τον Αυγό και ο νοτιάς που φορτσάριζε από τη Σέλα που με ταϊζανε. Όσιος κατάντησα! Ένας όσιος που ιερουργούσε στο Μεγάλο Ναό τση Αδιαφορίας των αθρώπωνε.
Και το χειρότερο ήρθε μια μέρα, που άκουσα κάτι άγριες φωνές. φωνές. Ένα μηχάνημα ήρθε, κομπρεσέρ, το λέγανε και με πόνεσε. Ένας αβάσταχτος πόνος μου τρύπησε τα σωθικά και διαπέρασε το κορμί μου ολάκερο. Ένας είπε: «Το κτήριο είναι ακατάλληλο!». Κι ένας άλλος, «Όχι, είναι κατάλληλο!».
Κι έμεινα εγώ, το πιο όμορφο κτήριο να «πουλιέμαι» στην αγορά και να μην «αγοράζομαι», γιατί το νόμισμά μου είχε δύο όψεις: από τη μια έγραφε ΚΑΤΑΛΛΗΛΟ ΠΡΟΣ ΧΡΗΣΗ και από την άλλη έγραφε ΑΚΑΤΑΛΛΗΛΟ ΠΡΟΣ ΧΡΗΣΗ.
Εγώ άρρωστο; Μα αισθανόμουν γερό. Αλλά σε αυτή τη ζωή είσαι ό,τι νομίζουν οι άλλοι. Κι άρχισα πουλιότερο να μαραζώνω.
Σκεφτόμουν τα περασμένα. Ιδανικός μύστης της νοσταλγίας έγινα. Να ψαρεύω εικόνες στα θολά νερά της λήθης, να τις φέρνω στο τώρα και να τις κάνω εικονίσματα. Να τις ντύνω με υλικά του μύθου και να τις εξαργυρώνω πανάκριβα στην αγορά της προσωπικής μου ολέθριας μνήμης. Έτσι κάνουν κι οι αθρώποι. Όταν γερνάνε, ζουν με αναμνήσεις.
Κι από τότε απόμεινα, έρμο, αλλά αγέρωχο. Αποφάσισα να διώξω τσι μαύρες σκέψεις και να διασκεδάζω. Θυμάμαι μια φορά κτίστηκε απέναντί μου ένα ξενοδοχείο. Το μεγαλύτερο, τότε, τση Σάμης. Έβγαλε φέιγ βολάν και τα μοίραζε στον κόσμο. Ο αέρας μου έφερε ένα. Διάβασα: «Ξενοδοχείον τάδε. Πεύκο και θάλασσα, μαγευτικό τοπίο». Καλόκαρδα γέλασα! Όποιος το διάβαζε θα έλεγε: «Ωραία. Ένα ξενοδοχείο πλάι στη θάλασσα και μέσα στα πεύκα». Κι ήταν η θάλασσα πέρα μακριά. Και το πεύκο απάνω ψηλά, τσου Άγιους Φανέντες.
Μια βολά περάσαν δυο φίλοι, μεγάλοι τώρα, εραστές πια της ποίησης και των χρωμάτων Κρατούσαν δυο μποτσόνια με κρασί στα χέρια τσου. Είπε ο ένας: «Είδες η σπηλιά; ούλη μυρίζει κρασί»! Κι ο άλλος: «Είδες τα βουτσιά; θεόρατα ήταν»!. Και δείχνοντας ο ένας στον άλλον τα μποτσόνια, σκοντάψανε, πέσανε, και το κρασί ερυπίστηκε στο δρόμο. «Ωρέ, τι πάθαμε, είπαν με μια φωνή. και τώρα τι θα πούμε τσου πατεράδες μας;».Πρώτη φορά μύρισα κρασί. Ρομπόλα ανάκατη με βοστιλίδι. Θεϊκή μυρωδιά!
Μα πολύ στενοχωρήθηκα ένα βράδυ που μπήκαν δύο άνδρες στο ισόγειό μου και κουβέντιαζαν μυστικά. «Ρε, το κάθαρμα», έλεγε ο ένας. «να του ρίξει παγωμένο νερό στον κόρφο του ανθρώπου! Γέρος άθρωπος είναι. Αυτός κι αν έχει φάει τα νιάτα του με τσ’ εξορίες.»! «Τι να κάμουμε; για να τονε κάμουμε τον άτιμο ρεντίκολο:» είπε ο άλλος. «Γιατί, όμως να αποτύχει ο Παναγούλης στα βράχια; Είμαστε άτυχοι ούλοι οι Έλληνες», απάντησε ο άλλος. «Μη μιλάς, έτσι! Μίλα πιο σιγά. Έχουν κι οι τοίχοι αυτιά!», είπε φοβισμένα ο πρώτος.
Και σας το λέω, κολέηδές μου. Ναι. έχουν κι οι τοίχοι αυτιά. Μα εγώ, καταλαβαίνω. Εκείνη την κουβέντα τηνε κράτησα μυστική κοντά μισόν αιώνα. Από εκείνους τσου δύο, γλέπω μονάχα τον ένανε να περνάει πού και πού σκυφτός. Σιωπηλός. Τον άλλονε όχι.
Απανωτά χαστούκια έτρωγα. Και το πιο μεγάλο: αφού μου πήραν τα δικά μου παιδιά, πήραν και του Γυμνασίου, απέναντι. Έχτισαν άλλο και πήγαν εκεί τα παιδιά. Ήταν η μόνη παρηγοριά που είχα. Δε θα ξανακούσω λόγια χαρούμενα. Έτσι είναι οι αθρώποι. Άμα χαίρεσαι για κάτι, σου το παίρνουν!
Κι όταν, λέει, έπεσε η δικτατορία, έφυγε κι εκείνος με το παγωμένο νερό. Άρχισα να ανθίζω. Είχα κρυφή χαρά πως κάποιος θα ερχόταν, να με δεί. Να νιώσει την παντοτινή προσμονή μου. Περίμενα. Τίποτα. Κανείς δεν ερχόταν.
Και μια μέρα, τηνε θυμάμαι σαν τώρα, γιατί είχε ήλιο άκουσα ένα μεγάλο θόρυβο. Ένα θεόρατο μηχάνημα ήρτε κι έσκαβε απέναντι!
Ε! είπα! Δεν μπορεί τώρα θα έρθουν. Σκάβοντας στο χώρο του Γυμνασίου για να κάμουνε κάτι άλλο, τον ΟΤΕ άκουσα μια μέρα, βρήκαν ένα αρχαίο άγαλμα και νομίσματα. Γεμάτο χαρά, είπα, φώναξα, ούρλιαξα, βέβαιο ήμουν: «Να, τι θα με κάνουν οι αθρώποι τση Σάμης. Αρχαιολογικό Μουσείο!». Σκεφτόμουν: «Για πολιτισμό χτίστηκα, μονάχα πράματα πολιτισμού θα’ χω να κάνω ονείρατα. Και πώς να το κάμουμε; Είναι ο ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ τση Σάμης»! Τρελό, ε; Ακούγεται φάλτσο, έ; Μη σκοτίζεστε, κολέηδές μου! Έχω τη γνώση… Αλλά, περίμενα…. Φανταζόμουν τον εαυτό μου, περιποιημένο, βαμμένο, με τζάμια κρυστάλλινα, με μαρμάρινα σκαλοπάτια, με φως και το σύρε κι έλα των τουριστών. Φανταζόμουν επιτροπές Σαμικών στην Αθήνα να ζητάνε τα νομίσματα τση αρχαίας Σάμης, στο Αργοστόλι να ζητάνε τον Πάνα με τις Νύμφες που βρήκανε στη Μελισσάνη κι εκείνη την επιγραφή που γράφει «Ιθάκη», σε μουσεία τση Ιταλίας να φέρουνε ούλα εκείνα που είχε αρπάξει τότενες μπρι Χριστού, ο ύπατος Νοβιλίωρ κι έκαμε ρωμαϊκό θρίαμβο, φανταζόμουνα, φανταζόμουνα…. Και περίμενα, περίμενα…
Τίποτα! Αποκοιμιόμουν, ξυπνούσα, μια μέρα ένας αέρας μού ‘σπασε και τα τζάμια, φοβήθηκα, έκλαψα, απογοητεύτηκα κι είπα: «Το τέλος ήρθε. Ένα άδοξο τέλος»!
Και μια μέρα που ο αέρας τση θάλασσας με δρόσιζε και σκεφτόμουν περασμένα μεγαλεία, η ελπίδα ξανάρθε…
(συνεχίζεται)
MAJOR ARX
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια που δεν είναι γραμμένα στα ελληνικά απορρίπτονται.