ΔΙΚΕΛΗΣ ΒΛΙΧΟΣ
Εις την ταβέρνα του Αγά
ή
Για μια γουλιάστρα* κι ένα χοιρομέρι
(*το πρώτο πηχτό γάλα μετά τη γέννα)
Εις την ταβέρνα του Αγά πα στα γερμανοχώρια
δύο θέριακλοι στραπέλωναν και μπουρδοσφυριζόνταν..
Από τη μια ο Βαγγελής μπουχεσοτουμπερλέκιας
κι από την άλλη ο Σαμαρής, σωτηροπαρλαπίπας.
«Ν’ αγκαλιαστούμε σύδαυλοι, Σαμαροκωλοτούμπα»
με μιας βρουχήθη ο Βαγγελής ο χοντροκωλαράκης.
συμφωνηζάντως έφτυσε ο άλλος χοροτούμπας
και του άπλωσε τη χέρα του τη χαϊδοκουμπαράτη.
Πάνε οι καιροί, διαβήκασι που οι δυο τσου, τι μπουνίδι
αλληλορίχνασι μεμιάς και αλληλοφασκελώναν
τι γκουντριές που κάμασι απάνου στα πιτόνια
ποιος απ’ τσου δυο θε ν’ άρπαζε το μεγαλοκομμάτι!
Και τώρα τα καμώματα που κάνουσι αμανάτι
και τσι ερωτοχτυπιές που ομορφοκωλαρίζουν
που πιτοφτιάνουμε μαζί, παρεοαλιαρίζουν
πατριδοκαπηλόμαγκες, αγάλια αλληθωρίζουν.
Τηράν ζερβά, τηράν δεξιά μα ούλοι τσου εχέσαν
και ζαλομπέρδαγκες αλί, άδουν «ζωή μπαμπέσα».
Κι εκεί που ούλα χάθηκαν, κόρη πανώρια βγήκε
με κωλομέρια δυο βουνά που τσου χαυλιοδοντίζει:
«Ελάτε παλικάρια μου, κουμπήστε στα βυζιά μου
έχω το γάλα τσ’ αλεπούς και τα λεφτά τσ’ αρκούδας
κοπιάστε να σας δώκω ευρώ, Μερκέλα τ’ όνομά μου».
Κι αγάλια οι Βάγγος Σαμαρής εχώθηκαν με ασπούδα
μέσα στην τρίχινη αγκαλιά τση όμορφης παρθένας
μοσκοβολούσε σκορδαλιά, λουκάνικο ξυγκέρι
άρμη, κανέλα, ωμό κιμά κι άψητο χοιρομέρι.
Κι όντας οι δυο τσου χαίρονταν τα πλούσια τα κάλλη
και μ’ανεμοσουρίσματα καθείς τσου παρακάλει:
«Δώκε Μερκέλα και σ’ εμέ δυο τρία χοιρομέρια
να τα μοιράσω σε εκειούς περήφανα για να ‘βγω
να κυβερνήσω παρευτύς με τ’ αποφάγια του άλλου»,
εκείνη τσου ετήραε, τσου μαύλιζε ως αφέντης,
σαλιαριζόντανε κι οι δυο κι ένας ψηλός ταμίας
από τα μέρη τα ψηλά τση Νότιας Βαυαρίας
άλειφε τσι κεφάλες τσου γουλιάστρα και αψέντι..
Κι αφότου εξυπνήσανε κι επορδοτανυζόνταν
απά στα άγρια βουνά ξίδι χολή τσου εκέρνα
η κόρη η χοντροκόκκαλη στη βρωμερή.ταβέρνα,
ούτε που καταλάβανε, μπορεί, μια νέα γέννα…
πως ένα σύγνεφο βροχής έπλυνε τα εμετά τσου
πως πέρα απ’ την Ανατολή έν’ άστρο ίσως λαγκέψει
κι ένα Τσιπρί, μικροτσιπρί έρχεται να μονέψει…
ΔΙΚΕΛΗΣ ΒΛΙΧΟΣ
Ωρε Δικέλη ξέχασες να πείς ακόμα κάτι,
ΑπάντησηΔιαγραφήπως είναι κι αριστερά κι ας έμεινε αμανάτι...
Ευκείνη είναι που φοβούνται μην μας βγάλει απ' το μαντρί και για δαύτο θέλουνε ούλοι το τσιπρί...
Αγαπητέ Ανώνυμε, με διάβασες λαθάτος
ΑπάντησηΔιαγραφήκαι δεν το διάβασες καλά το ποίημα στον πάτο.
Λέω, λοιπό, πως ίσως, ναι, ίσως μπορεί, ίσως όχι
γιατί αλλιώς θα ψάχνουμε το μούστο στο ποδόχι.
Άμα προλάβει το τσιπρί, τσ΄Ανατολής τα μέρη
και δε ζητήσει και αυτός Μερκέλας ...χοιρομέρι…
Και όπως θα κατάλαβες, δεν είμαι τσιπρομπαίχτης
μα των αχρείων στίχων μου είμαι μεγάλος ρέχτης.
Σε συμβουλεύω όμως δα, πως κάποιοι δεν πιστεύουν
πως τ’ όνομα τσ’ αριστεράς πολλοί το καπηλεύουν,
αλλ’ ας το δείξουν με μαγκιά κι όχι με γλώσσα ξύλου
και ας μην πάνε μοναχοί για να πηδάν τ’ αψήλου,
γιατί θα πέσουν μονομιάς και θα γενούν ψημένοι,
ούλοι μαζί είν’ η αριστερά για νάν’ αδερφωμένοι..
Δ.Β.
Εκειός που θέλει μαγαζί, θέλει και πελατεία πολλή
ΑπάντησηΔιαγραφήκαι ούλη νύχτα ούλη μέρα στα αυτιά του κόσμου κάνει αέρα
και με λόγια και φτιασίδια του χαϊδεύει και τα …φρίδια.
Για να πιάσει τα στασίδια μαζεύει ούλα τα σκουπίδια
που ο χοντρός ο Μπενιζέλος τσου ΄πε: μάσα τώρα τέλος!
Το λοιπό αδερφωμένοι δε μπορεί μάτια μου νά ΄ναι
βολεμένοι και κυνηγημένοι.
Και δεν είναι αριστερά των αφεντικώνε τα σκυλιά
και ούτε τόσοι χορτασμένοι
που όλημέρα σκούζουνε τάχατες αγανακτισμένοι.
Μπορεί ευκείνη η κοντή γριά που πηγαίνει με τσι πάντες
να μη ξέρει να λαλεί και να χάνει τσου πελάτες,
Όμως δες την ιστορία τι έγινε και στη Γαλλία
και θα ιδείς πως τέλος ψήνεται εκειός που πάει με τα θηρία.
Κι επειδή εμέ πολύ μ΄ αρέσει η καλοπέραση
και ΄χω να πάω σε πορεία απότα έμπαινα στα λωφορεία
κάποιος πρέπει να φυλάει των αλλουνώνε να μη κουτάει
να μας πάρουν τον παρά κι ούλα τα’ άλλα τα καλά,
θέλω να σαρτάνε άλλοι για να ‘χω ήσυχο κεφάλι
και ας σαρτάνε και μονάχοι αφού ΔΕΝ είναι σαλτιμπάγκοι.
Φτάνει να υπάρχουνε, την υγειά τσου νάχουνε…
Ανώνυμος 6 Ιουν 2012 3:19:00 μ.μ.
Με φώτισες Ανώνυμε, με ούλα ευκειά τα ωραία
ΑπάντησηΔιαγραφήθα μείνω ήσυχος που λες με μια καλή παρέα.
Τα σκύλο μου και το γατί κι ένα καλό γαϊδούρι
που θα του μοιάσω ως φαίνεται, πάρα πολύ στη μούρη.
Αλλά επίσης θα μετρώ και θα τα βγάζω πέρα
με λιγουλάκι τσ’ εκατό θα κάνω μια ….φοβέρα
που θα κουνώ τα τέτοια τσου κι εκείνοι θα θριαμβεύουν
και τσου πιθήκους κατ’ αυτούς συνέχεια θα ιππεύουν.
Θα κάθουμαι και θα τηρώ φκειούς τσου επαναστάτες
που θα φυλάν την τσέπη μου, θάναι καλοί προστάτες
μόλις οι αστοί φωνάξουνε και παν να με στραγγίξουν
θάρτουν ευκείνοι οι καλοί με βιά να τσου προγγίξουν.
Θε να τσου κάνουν, το ‘πα πριν, τα τρία και εξήντα
η τσέπη μου θε να σωθεί, μα με καμία πίντα.
Και θα γελώ περήφανα πως είμαι επαναστάτης
γιατί θα πάρω και εγώ μια λάμψη φανοστάτη.
Δ.Β.
ORE ESI ORE EISE IDIOFIHA EPERASES KAI TON KOSTH KAPLAMA AKOMA KAI TON KARAGIOZH PTERARXO ME THN POIHTIKI SOU IDIOFIIA.ORE EISE O NEOS PIHTHS TIS ELLADOS ORE
ΑπάντησηΔιαγραφήLENE OTI OTAN KAPIOS PINI POLLH BOSTILIDI AFTO PATHENEI.GRAPSE KIALLA OREA OREA.XAXAXAXAXAXAXAXAXA
Ανώνυμε, σε χαιρετώ, μ' όσα ωραία γράφεις
ΑπάντησηΔιαγραφήγια ...Καπλαμά και πτέραρχο,μα θέλω να το μάθεις
πως μα τον Άγιο Ρομπολή δεν είμ΄ ιδιοφυϊα
το μόνο που έχω απάνω μου είν' η τριχοφυϊα
τριχοφυϊα λέξεων, εικόνων και μπαρκάδος
σε καραβιώνε τ' άρμπουρα σηκώνομαι και άδω
για βαγγελούς και σάμαρους που μας τα πήραν ούλα
ακόμα και τα σώβρακα μηδέ και τα μπαούλα
κι οι βάθρακες νομίζουνε πως πάλε θα τους φέξει
μα οι στίχοι* μας δεν είπανε την τελευταία λέξη.
Δ.Β.
*στίχοι=ψήφοι