Ένα blog στο Ρουπάκι - Ίσκιος επικοινωνίας!

Στον ηλεκτρονικό του ίσκιο δημιουργησαμε μαζί έναν ανοιχτό χώρο ενημέρωσης, σκέψης και προβληματισμού για την ζωή μας σε όλες της τις εκφάνσεις. Για πράγματα που αγαπάμε αλλά και που μας ενοχλούν.

Φιλόξενος τόπος για ενημέρωση, προβληματισμό και δραστηριοποίηση για τα τοπικά πράγματα αλλά και για θέματα από αυτά που συμβαίνουν γύρω μας, ανοιχτός ακόμα και σε "θυμωμένες" απόψεις με ευπρέπεια και σεβασμό.

Στη δύσκολη συγκυρία θα προσπαθήσουμε να κάνουμε τον ίσκιο μας σημείο συνάντησης και επικοινωνίας για τους συμπολίτες μας και να προτείνουμε λύσεις και διεξόδους για τον τόπο μας που μοιάζει να μην μιλάει με τους ανθρώπους του.

Ξεκινώντας από απλά και μικρά που θα μας επιτρέψουν να ξαναγνωριστούμε και να μάθουμε να συζητάμε και να συνεργαζόμαστε, να λύνουμε προβλήματα.

Major Arx: Εγώ, το Κτήριο των Προσκόπων - Ι


Ι. Ας πούμε, ευτυχισμένες μέρες

Κάποτε αρχές της δεκαετίας του 1960. Με έκτισαν σε μια Σάμη που άρχισε να παίρνει τα πάνω τση μετά το σοκ των σεισμών του '53. Ήδη, τα σπίτια που έφτιαξαν οι Άγγλοι λειτουργούσαν, φάνταζαν όμορφα, αν και δε μου άρεσε και πολύ η ομοιομορφία. Αλλά τέλος πάντων, μέσα στη φτώχεια τση περιοχής έβλεπα τα πρώτα χαμόγελα.  Με ονόμασαν ΚΤΗΡΙΟ ΤΩΝ ΠΡΟΣΚΟΠΩΝ. Κάτι γυναίκες έβλεπα που έρκονταν από τη μεγάλη πόλη, την Αθήνα και κάτι άντρες που κόπιαζαν από τη μικρή πόλη, το Αργοστόλι και σχεδίαζαν, ανάμεσα σε σοβαρές κουβέντες, σχεδίαζαν… και γω άκουγα ακατάληπτα λόγια. Μάλλον χαρούμενοι ήταν. Παιδιά, άκουγα, πως θα  με κατοικούσαν. Δεν καταλάβαινα,αλλά ας περιμένω, είπα.

Μου άρεσα! Πολύ! Μου άρεσα πάρα πολύ! Μεγάλα δωμάτια στο ισόγειό μου, μια μεγάλη αίθουσα στον όροφό μου, τεράστια τζάμια για να βλέπω τη θάλασσα από τη μια μεριά ώσμε την Αγιά Θημιά και το βουνό απέναντί μου ώσμε του Άγιους Φανέντες. Συγχωρέστε μου και τα τσου αλλά, τι να κάμω; έμαθα και τη γλώσσα των ανθρώπων.

Ένα αθώο κτήριο ήμουν, αγέρωχο, διάφανο και καθαρό και χαρούμενο κι ευτυχισμένο. Ευτυχισμένο; ω,  ναι!

Και μετά ήρθαν τα παιδιά. Η Άνοιξη των εποχών ταυτίστηκε με την άνοιξη της νεότητας. Από δω η χαρά μου. Παιδιά αμούστακα και έφηβοι. γέλια, φωνές, παραγγέλματα, πολύχρωμα ρούχα. Λυκόπουλα και σημαίες. Πιο κει το Γυμνάσιο. Το ‘βλεπα υπό γωνία. Μ’ άλλα λόγια χαιρόμουν τη ζωή μου. Κι άμα έφυγαν οι μηχανές από το διπλανό σπίτι, που έδιναν ηλεκτρικό φως στη Σάμη, που τ’ αυτιά μου τα κούρλαιναν, χαιρόμουν ακόμα πουλιότερο. Ήμουν το πιο ψηλό κτήριο. Κάτι σα δερβέναγας τση περιοχής αιστανόμουνα.

Και τι δεν άκουγα στο πέρασμα των ανθρώπων μπροστά μου. Λόγια από παιδιά που περνούσαν και με κοιτάζανε με χαρά κι όλο λέανε για ποδόσφαιρο. Είδες ο Παπαϊωάννου; Μεγάλος παίχτης.! Μα κι ο Σιδέρης, δεν πήε πίσω! Γιατί ο Δομάζος; Κι άλλους που περνούσαν κι άκουγα λόγια ευχάριστα και φράσεις όπως, έχω δουλειά, πότισα τον κήπο μου, έσκαψα το περιβόλι, θα πάμε στο πανηγύρι;, απόψε έχουν τα παιδιά πάρτι, έχουμε τσι αποκριές χοροεσπερίδα, είχα καλή ψαριά, έχει πολλές ελιές φέτος, γιόμισα το βουτσί μου ρομπόλα μα και δυσάρεστα όπως α, ρε κειός ο λίβας έκαψε τσι ελιές, το χαλάζι μου ρήμαξε τα κεράσια κι άλλες όπως χούντα δεν έχουμε;, α, ρε το καρφί τι έκαμε, σπιούνος δεν είναι;, είναι αγωνιστής της δημοκρατίας και τον πήγαν εξορία. 

Ακόμα έβλεπα γάμους, βαφτίσια, κηδείες, τα καράβια που ’ρχόντουσαν. Ακούστε ωραία ονόματα: Γλάρος, Κανάρης, Αγγέλικα, Άγιος Γεράσιμος, Άννα-Μαρία, Κεφαλονιά. Αναγάλλιαζα όταν άκουγα που σφυρίζαν. Σαν τους παλιούς θαλασσινούς κι εγώ ονειρευόμουν ταξίδια, μα ταξίδια που δεν πήγα ποτέ. Άκουγα τα παιδιά που μιλούσαν για τα ταξίδια των ναυτικών πατεράδων τους και μάθαινα. και ταξίδευα με τα καράβια τση θάλασσάς μου. Τση θάλασσας των πιο τρελών μου ονείρων…

Και τι φαντάστηκα μια μέρα. Ήτανε 25η Μαρτίου. Παρέλαση των παιδιών. Τύμπανα και σημαίες! Κι εγώ, γαλέρα τρικάταρτη με τα πανιά πρίμα, και σημαία διμούτσουνη, με τα παιδιά επιβάτες μου να ταξιδεύουμε στο Μωριά. Εκεί που ο Παπαφλέσσας κι ο Κολοκοτρώνης ανέμιζαν τα γιαταγάνια τσου, κατάματα τηρώντας την ελευθερία. Α, ρε, τι κουμάσια ήταν οι κοτσαμπάσηδες!

Κι άλλες φορές που το Γυμνάσιο απέναντι έκανε εκδρομές, πάντα ώσμε τη λίμνη του Καραβόμυλου, εγώ, αντιδρούσα. Έπαιρνα τα παιδιά- και τσου δασκάλου τσου με το ζότι- και πού δεν αρμενίζαμε. Μια βολά είχαμε φτάσει μέχρι τη Γη του Πυρός. Α,  κείνες τσι τεράστιες πέτρες ποιος να τσι απίθωσε, εκεί; Α, και μια βολά μας είχε γίνει η γλώσσα γραβάτα που ανεβαίναμε στον Όλυμπο. Ευτυχώς που ο Δίας μεταμορφώθηκε σε αεροπλάνο και μας ανέβασε στην κορφή. Το’ χε ο μπαγάσας. Γινότανε ό, τι ήθελε. Ακόμα και χρυσή βροχή γένηκε μια βολά και μπήκε στη φυλακή  κι έκαμε τη δουλειά τση Δανάης που γέννησε τον Πρωτέα.  Τούτο μας το κάρφωσε η Ήρα. Κι ήτανε πολύ τσαντισμένη. Η άτιμη! Τον κορκοσούρευε σ’ ούλα τα καντούνια. Το έλεε σ’ ούλους τσου τσοπάνηδες. Ε, είπαμε, ούλοι, σκαμπίλια που έφαε ο Νεφελοσυνάχτης!

Τόσο καλά περνούσα!
Εγώ, το ΚΤΗΡΙΟ ΤΩΝ ΠΡΟΣΚΟΠΩΝ!!!
Σας το είπα: το πιο όμορφο κτήριο τση Σάμης. Τι τση Σάμης; Ήμουνα το καμάρι ούλωνε των Κεφαλονίτωνε. Μην πω ούλης τση Ελλάδας. Το λέω, γιατί άμα πω ούλου του κόσμου θα με κογιονάρετε. Σας πήρε το μάτι μου, κιόλας!

Αλλά, ωρέ αδέρφια μου Σαμικοί και αδερφοποιτοί κολέηδές μου σας ερωτάω: γιατί,  σ’ αυτή τη ζωή, ούλα τα ωραία να τελειώνουνε; Ε, αφέντες μου; Ε, μοσκιές μου; Πέτε μου!

(Συνεχίζεται)

MAJOR ARX

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σχόλια που δεν είναι γραμμένα στα ελληνικά απορρίπτονται.