* τα
διαλαμβανόμενα ουδεμία σχέση έχουν με
την πραγματικότητα. Τυχόν ομοιότητες δεν αποτελούν παρά ευτυχισμένες ή τραγικές
συμπτώσεις. Το μόνο αληθινό και υπαρκτό πρόσωπο
στα κείμενα: ΤΟ ΚΤΗΡΙΟ ΤΩΝ ΠΡΟΣΚΟΠΩΝ!
Ι
Ι Ι. Ιδανικές κι ευτυχισμένες μέρες
(συνέχεια
από το προηγούμενο)
Έξι
νοματαίοι με τριγυρίζανε. Ένας ψηλός, ένας κοντός με τραγιάσκα, ένας άλλος με ποδήλατο, ένας άλλος εύσωμος και δύο
νεότεροι. Ω! είπα, θα με ξαναβγάλουν ακατάλληλο. Θα φέρουν γερανούς να με
γκρεμίσουν! Μήπως μ’ ακούσανε κείνη τη μέρα που φώναζα υπερφίαλα ΕΓΩ, ΕΙΜΑΙ Ο
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΤΣΗ ΣΑΜΗΣ; Καλά να πάθω! Δεν καθόμουνα στ’ αυγά μου; Αλλά όχι, είπα.
Αφού μ’ έχουνε έτσι, καλύτερα να με γκρεμίσουνε. Θα ‘χω έναν ένδοξο θάνατο. Θα
μείνω στην ιστορία με το όνομα ΤΟ ΑΚΤΙΣΤΟ ΚΤΗΡΙΟ ή ΤΟ ΑΧΡΕΙΑΣΤΟ ΚΤΗΡΙΟ-ΦΑΝΤΑΣΜΑ
ΠΟΥ ΧΑΘΗΚΕ. Τέτοιες μαύρες κι άραχνες σκέψεις έκανα, κολέηδές μου μέσα σε
κλάσματα του δευτερολέπτου. Αφού άκουσα τον ανατριχιαστικό γδούπο που θα έκανα
όταν θα με γκρεμίζανε! Φτου, γαμώτο, σκέψεις μακάβριες! Κάτσε, ρε, είπα στον
εαυτό μου. Σκάσε και άκουσε! Το λοιπό, έστησα τ’ αυτιά ούλωνε των τοίχων μου
και ω! αφέντες μου, ω! μοσκιές και τζατζαμινιές μου, ακούτε τι άκουσα:
Λέει ο νεώτερος απ’ ούλους:
« Όπως είπαμε, επήα εψές στ’ Αργοστόλι,
υπόγραψα και από αύριο θα έχουμε ρεύμα. Έχουμε και το χαρτί που έφερα από την
Αθήνα, από τσι Οδηγίνες. Όλα εντάξει». Και ο άλλος ο λίγο μεγαλύτερος: «Οπότε
αρχίζουμε τσι εργασίες. Βέβαια ο Σύλλογος έχει λίγα λεφτά, και με το χαρτί που
υπογράψαμε πρέπει να το κάμουμε παλάτι, αλλά θα δούμε». «Όλα ωραία», είπανε κι
οι αποδέλοιποι. «Τούτες τσι μέρες θάρτει η Πετροχείλου να δούμε τα σπήλαια, το
Φιτίδι και την Άγια Ελεούσα!» Και κείνος με την τραγιάσκα, με μια φωνή θριάμβου
ανέκραξε: «Ω, μωρές, δεν το πιστεύω. Θα κάμουμε βιβλιοθήκες, θα κάμουμε Μουσεία
ένα αρχαιολογικό και ένα λαογραφικό κι ένα παλαιολιθικό και μαζί σπηλαιολογικό
και…!» «Κάνε κράτει, μωρέ!», απάντησε καλόκαρδα κείνος ο εύσωμος.
Σας άφησα άναυδους, ε! Γιατί, εγώ; Μπας
και μπορώ να βγάλω μια λέξη; Πέτε μου!
Να το πιστέψω ή να μην το πιστέψω; Μού ‘ρκεται να πάρω φόρα και να φουντάρω στη
θάλασσα, να δροσιστώ κι ας κάνει κρύο κι ύστερα να ανέβω ώσμε τσου Άγιους
Φανέντες κι ακόμα ψηλότερα, ώσμε στον Αυγό κι αμά να δώσω έναν κλώτσο να φτάσω
τα σύγνεφα κι αμά να σκαπετήσω ώσμε στην κορφή του Ρουδιού. Όχι του Αίνου,
γιατί κείνη τη μέρα είχε χιονίσει και να σας πω την αμαρτία μου, είμαι
κρυογάτσουλο. Σπάσανε κι ούλα μου τα τζάμια κι ο αγέρας με περονιάζει!
Κουρλάθηκα, δηλαδή! Τι θέλουνε να πούνε τούτοι οι καλοί αθρώποι; Κογιονάρουνε
εμένανε ή παίζουνε κάνα θέατρο για να ξεφύγουνε από την Αδιαφορία τση περιοχής;
Έμεινα κάμποσες μέρες να σκέφτουμαι.
Πλάκα θα μου κάνανε, τελικά, έβγαλα την απόφαση. Ναι, είναι σίγουρο. Αλλά κι
έτσι να ‘ναι, είπα, δε με νοιάζει. Μου δώσανε μια ελπίδα έστω για μια στιγμή.
Άλλωστε κι οι αθρώποι, με ελπίδες δε ζούνε; Η ελπίδα πεθαίνει τελευταία, λένε.
Και το ‘καμα σλόγκαν μου. Αλλά, παράξενο. Δεν επερίμενα τίποτα. Γιατί ούλα ετούτα
τα χρόνια, ένα πράμα έμαθα: να μην περιμένω τίποτα κι από κανέναν. Είχα
διαβάσει μια μέρα σ’ ένα χαρτί, σκατοσφόγκι, δηλαδή: «Να περιμένεις κάτι δεν
είναι τίποτα:! Να περιμένεις τίποτα είναι το παν!»
Κι η ελπίδα δεν πέθανε! Γιατί μια μέρα
που ο ήλιος ξεμύτισε από το Μεγάλο Κάστρο, ήρθανε κάποιοι με μικρά μηχανήματα
και με δοχεία και με πινέλα. Δε φοβήθηκα. Μου άνοιξαν κάτι τρύπες, μου φτιάξανε
κλειδωνιές, μου βάψανε τσι πόρτες και μου βάλανε τζάμια. Κι ύστερα ήρτανε
κάποιοι άλλοι κι εκείνοι οι έξι μαζί και με καθαρίσανε. Μου φέρανε και ηλεκτρικό
ρεύμα και νερό. Δεν το πιστεύω! Κυκλοφόρησε στις φλέβες μου νερό. Έπινα, έπινα
αχόρταγα. Με το ηλεκτρικό ζεστάθηκα. Ο
αέρας σταμάτησε να με τρυπάει και μια γλυκιά θαλπωρή με αγκάλιασε. Σας τα λέω
έτσι γλήγορα, για να το πιστέψω. Δε με νοιάζει, αν δεν τα πιστεύετε εσείς,
γιατί, μωρέ κακομοίρηδές μου, σας εμπάφιασα με ούλα τα δεινά που μου τύχανε.
Άλλαξα και η γνώμη μου για τσου αθρώπους τση Σάμης, άλλαξε άρδην, που λένε. Δεν
είναι αδιάφοροι, είπα. Τσου αδίκησα. Γκρεμίστηκε μέσα μου ο Ναός τση Αδιαφορίας
των αθρώπωνε τση περιοχής. Τι καλά! Υπέροχα!
Αλλά ακριβώς εκείνη την εποχή, ένα άλλος
ναός μου πήρε τα πρωτεία. Απέναντί μου,
ακριβώς άρχιζε να χτίζεται η εκκλησιά τση Σάμης. Πελώρια, ψηλή και πλατιά, ναι,
όμορφη. Δε μ’ ένοιαξε αν μου πήρε, τα πρωτεία. Άλλωστε κι άλλα κτήρια άρχιζαν
αργότερα να υψώνονται. Και του ΟΤΕ παραδίπλα. Δε μ’ένοιαζε, το ξαναλέω. Η σοφή,
ναι το πιστεύω, η σοφή ρήση μου «ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ Ο ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΤΣΗ ΣΑΜΗΣ», που δεν
είναι υπερφίαλη, ξαναφούντωνε. Είμαι σίγουρο, τώρα Έχω να παίξω σπουδαίους ρόλους, εγώ, για την
περιοχή, έλεγα και ξανάλεγα. Να’ ναι καλά εκείνοι οι αθρώποι κι ο Σύλλογός
τσου.
Κι η γη από εκείνες τσι μέρες έκαμε πολλούς κύκλους γύρω από τον ήλιο. Κι
εγώ θριάμβευα. Όλο άνθιζα κι όλο πρωταγωνιστούσα. ΕΓΩ, Ο ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΤΣΗ ΣΑΜΗΣ είχα
πολλά πρόσωπα. Φωτεινά, μουσικά, πρόσωπα αφήγησης, πρόσωπα διδασκαλίας, πρόσωπα
θεάτρου. Γιόμισα καρέκλες στα δωμάτιά μου από κάτου, στη μεγάλη μου αίθουσα.
Και να σας το πω με απλά και ποιητικά λόγια: Έγινα όλο μια Άνοιξη. Άνοιξη λέξεων,
άνοιξη μουσικής, άνοιξη παιδιών, άνοιξη βιβλίων, άνοιξη παντοειδών φώτων και
φωτισμών. Δεν είχα πια νοσταλγία για τίποτα. Η νοσταλγία είναι ασθένεια τση
γεροντικής ηλικίας κι εγώ ήμουν νέος.
Ένας νέος, ούτε καν είκοσι χρόνων.
Έφηβοι άνεμοι χαίδευαν την γκρίζα φορεσιά μου. Κι ένας ήλιος «θηρίο ελπίδας» με
αγκάλιαζε και με ζέσταινε. Κι ένα νήπιο αεράκι που κατηφόριζε από τσου Άγιους
Φανέντες με δρόσιζε απαλά κάθε μέρα.
Επιτέλους, επιτελούσα το ρόλο μου. Το
ρόλο που μου είχε αναθέσει ο γεννήτοράς μου. Να είμαι, εγώ, παρών σε όλες τις
εποχές του χρόνου. Τόσο, που πια, οι
εποχές φωλιάσανε μέσα μου. Όλες στην πρώτη τους μέρα ήμουν εγώ, η άνοιξη,
αρχηγός, δραγουμάνος, ιππότης του παλιού καιρού, Μέγας Λογοθέτης των Βιβλίων,
καβαλάρης των δημοτικών τραγουδιών, πρέσβης στα μεγάλα σαλόνια να κουβεντιάζω
με κτήρια μεγάλα της Κεντρικής Ευρώπης. Με μεγάλες βιβλιοθήκες. Έχω κρατήσει
μέσα μου μυρουδιά από τη βιβλιοθήκη τση Αλεξάντρειας. Μου την είχε αφηγηθεί ένα
βιβλίο στη μεγάλη βιβλιοθήκη του Βατικανού. Γιατί, ναι κι εκεί μπήκα. Να
κουβεντιάζω και με μεγαλόσχημους αρχηγούς κρατών. Να κουβεντιάζω με
παιδαγωγούς, συγγραφείς, σκηνοθέτες κινηματογράφου, θεατράνθρωπους, αρχαιολόγους.
Κρατούσα τα λόγια τσου. Κουβέντιαζα όμως και με τσου απλούς αθρώπους. Σοφά
λόγια άκουγα απ’ αυτούς κι εγώ προσπαθούσα να τσου μεταφέρω την πείρα μου ούλη.
Πιστεύω πως με άκουγαν.
Μου είπε κάποτε ένας: «Μη χαίρεσαι
κακομοίρη μου!» Τον αποπήρα: «Εφκειά θα λέμε τώρα; Δε γλέπεις που χαίρομαι; Δεν
ακούς τσι φωνές των παιδιώνε; των μεγάλωνε, που με δοξολογούνε;». Δεν είχα
λόγους να πιστέψω τίποτ’ άλλο.
Οι εποχές, λοιπόν, φωλιάσανε μέσα μου.
Εποχές με φως τα τοπία του Ρενουάρ, του Σεζάν και του Μονέ. Εποχές με μορφές και
συναίσθημα του Μποτιτσέλι, του Τσαρούχη και του Μοντιλιάνι. Εποχές με ιδανικές οπτασίες
του Παρθένη. Εποχές με πολύχρωμες πελώριες αισθήσεις του Καντίνσκυ και του Βαν
Γκογκ. Εποχές με ονειρικά τοπία και τη ρευστότητα του χρόνου του Νταλί και
απόλυτα δικές μου κυβιστικές φιγούρες –είχα κλίση σε αυτές- του Πικάσο. Α! εκείνες οι «Δεσποινίδες της Αβινιόν»!
Και κείνη «Η ρευστότητα του χρόνου» του
Νταλί, πόσο μου πάει! Λες κι ο Νταλί, εκείνον τον πίνακα με το χυμένο ρολόι,
τον έφτιαξε για μένα. Που έχω με το χρόνο συνάψει συμφωνία, αλλά πάντα μου
ξεφεύγει ο άτιμος! Εκεί που λέω πως μ’ έχει ξεχάσει, έρκεται και με βρίσκει,
ανέλπιστα. Ο πανούργος! Ο αδηφάγος! Τον έχω νιώσει στο κορμί μου! Πού θα μου
πάει, όμως…Δεν έχει δει ότι αντέχω; Που από ιδανικός; μύστης της νοσταλγίας
έγινα ιδανικός παραχαράκτης του παρόντος και εραλδικός οραματιστής του
μέλλοντος! «Θα ’ρτει, λέω μια μέρα που….!»
Και κολέηδές μου, ορίστε οι εποχές μου.
Θα σας τσι πω με τη σειρά ή και τη μία πάνω στην άλλη, σαν εικόνες πολύχρωμες
ενός κάδρου πιασμένου στην απόχη του Νταλί….συγνώμη του χρόνου. Θα σας τσι
αφηγηθώ από τότενες, από κείνη τη μέρα του 1979 που θέριεψε μέσα μου η ελπίδα
ώσμε τα σήμερα. Ναι, ώσμε σήμερα, μέρες του 2012!
(συνεχίζεται)
MAJOR
ARX