Τα λόγια σου με χόρτασαν, μα μ’ έχεις για ξεπέτα
έφεδρε κλόουν του μηδέν μιας χώρας οπερέτας.
Δεν έχω τι να φοβηθώ και πλάθω γλίσχρους στίχους
ανήθικους, ανήκουστους, ίσως σκληρούς μα ευήχους.
Έχω συμμάχους τα πουλιά, τους ζήτουλες του δρόμου,
το χαμογέλιο των παιδιών, το ύφος άλλου νόμου.
Βάζεις παντού υπογραφές μ’ ένα μεγάλο πάθος
και φούνταρες την άγκυρα στης άβυσσου το βάθος.
Βρίσκεσαι δω, βρίσκεσαι κει κι απόκτησες τη φήμη
να λογαριάζεις και εμέ και να μιλάς ερήμην,
με πλάι σου περίλυπο πλήθος αυλοκολάκων,
σε μια μεγάλη αγορά, σε χώρες βρικολάκων
που απομυζούν το αίμα μου κι εσύ το μετατρέπεις
σε άρωμα «Sasséssossa» και μου μηνάς: «Σου πρέπει».
Βάζεις φερέφωνα παντού κι όλο φωνάζουν «δώσ’ μου»
στέλνεις μιλιούνια Έλληνες στις γειτονιές του κόσμου
ποδοπατείς καθημερνά σε πτώματα ανέργων
μας έπνιξες την άνοιξη, μιαν άνοιξη των έργων.
Κι έφερες κατσικώθηκαν ανθρώπινα κομπιούτερ
«οι Γερμανοί ξανάρχονται», το σκέφτηκες; μπα, ούτε!
Με την ψιλή τη μηχανή δεν άφησαν …καπέτα
χειροκροτείς και μοιάζεις πια άυλη μαριονέτα.
Και …προχωρείς σα νικητής στης δόξας μονοπάτι,
του …θριάμβου σου ο απόηχος βγάζει και τ’ άλλο μάτι.
Περίλυπος ποζάρεις, λες, λατρεύεις μια πατρίδα
που ’χει την ιστορία της, μα εγώ προχτές την είδα
ρακένδυτη, τρισάθλια, τα βράδια παραπαίει
και που για την εικόνα της, μόνο ο λαός, δε φταίει.
Μου ζήτησε λίγο ψωμί, μου άπλωσε το χέρι
και μόλις πισωγύρισα μου ’μπηξε ένα μαχαίρι.
Θα σου θυμίσω μοναχά και πέσ’ το δίχως δόλους
εκείνον πού ’λεγε, παλιά, «καλύτερα απ’ όλους
θα ήμασταν αν ζούσαμε» και φώναζε «αρνούμαι
παρά προστάτας να ’χωμεν, ψωμάκι να ζητούμε»!
Μα το άρωμα που έφτιαξες με μια ορδή χαχόλων
να, το σημάδι των καιρών κι είν΄ η αλλαγή των ρόλων
εκείνων που στεντόρεια, μηνύουν στις πλατείες
«ξεκουμπιστείτε από δω, δεν είμαστε παρίες».
Σου το ’δειξαν, δεν το ’πιασες κι ακολουθείς να στέλνεις
το άρωμα επάνω μας με μπόχα που πια …δέρνει!
Μα η ιστορία κάποτε, σκέψου, το βλέπω τώρα
θε να μιλεί για ένα Λαό που πάγωσε στην Μπόρα.
Τα ονόματά σας θα ριγούν σαν κόρακες του ανέμου
και τ’ άρωμά σου τ’ ακριβό στον πάτο του μπιντέ μου.
Δικέλης Βλιχός
έφεδρε κλόουν του μηδέν μιας χώρας οπερέτας.
Δεν έχω τι να φοβηθώ και πλάθω γλίσχρους στίχους
ανήθικους, ανήκουστους, ίσως σκληρούς μα ευήχους.
Έχω συμμάχους τα πουλιά, τους ζήτουλες του δρόμου,
το χαμογέλιο των παιδιών, το ύφος άλλου νόμου.
Βάζεις παντού υπογραφές μ’ ένα μεγάλο πάθος
και φούνταρες την άγκυρα στης άβυσσου το βάθος.
Βρίσκεσαι δω, βρίσκεσαι κει κι απόκτησες τη φήμη
να λογαριάζεις και εμέ και να μιλάς ερήμην,
με πλάι σου περίλυπο πλήθος αυλοκολάκων,
σε μια μεγάλη αγορά, σε χώρες βρικολάκων
που απομυζούν το αίμα μου κι εσύ το μετατρέπεις
σε άρωμα «Sasséssossa» και μου μηνάς: «Σου πρέπει».
Βάζεις φερέφωνα παντού κι όλο φωνάζουν «δώσ’ μου»
στέλνεις μιλιούνια Έλληνες στις γειτονιές του κόσμου
ποδοπατείς καθημερνά σε πτώματα ανέργων
μας έπνιξες την άνοιξη, μιαν άνοιξη των έργων.
Κι έφερες κατσικώθηκαν ανθρώπινα κομπιούτερ
«οι Γερμανοί ξανάρχονται», το σκέφτηκες; μπα, ούτε!
Με την ψιλή τη μηχανή δεν άφησαν …καπέτα
χειροκροτείς και μοιάζεις πια άυλη μαριονέτα.
Και …προχωρείς σα νικητής στης δόξας μονοπάτι,
του …θριάμβου σου ο απόηχος βγάζει και τ’ άλλο μάτι.
Περίλυπος ποζάρεις, λες, λατρεύεις μια πατρίδα
που ’χει την ιστορία της, μα εγώ προχτές την είδα
ρακένδυτη, τρισάθλια, τα βράδια παραπαίει
και που για την εικόνα της, μόνο ο λαός, δε φταίει.
Μου ζήτησε λίγο ψωμί, μου άπλωσε το χέρι
και μόλις πισωγύρισα μου ’μπηξε ένα μαχαίρι.
Θα σου θυμίσω μοναχά και πέσ’ το δίχως δόλους
εκείνον πού ’λεγε, παλιά, «καλύτερα απ’ όλους
θα ήμασταν αν ζούσαμε» και φώναζε «αρνούμαι
παρά προστάτας να ’χωμεν, ψωμάκι να ζητούμε»!
Μα το άρωμα που έφτιαξες με μια ορδή χαχόλων
να, το σημάδι των καιρών κι είν΄ η αλλαγή των ρόλων
εκείνων που στεντόρεια, μηνύουν στις πλατείες
«ξεκουμπιστείτε από δω, δεν είμαστε παρίες».
Σου το ’δειξαν, δεν το ’πιασες κι ακολουθείς να στέλνεις
το άρωμα επάνω μας με μπόχα που πια …δέρνει!
Μα η ιστορία κάποτε, σκέψου, το βλέπω τώρα
θε να μιλεί για ένα Λαό που πάγωσε στην Μπόρα.
Τα ονόματά σας θα ριγούν σαν κόρακες του ανέμου
και τ’ άρωμά σου τ’ ακριβό στον πάτο του μπιντέ μου.
Δικέλης Βλιχός
Όταν γεννιέται ζωντανό μέσα στη φωλιά του
ΑπάντησηΔιαγραφήευθύνη η φύση του ΄δωσε δια την αφεντιά του
κι όταν αυτό τεμπέλικο ούτε καν συλλογιέται
μεσ΄τα σκατά που έκαμε του μένει να κυλιέται.
Υ.Γ.
Πως με βλέπεις σα μαθητή ορέ Βλιχέ;
Πολύ καλός, Σταράτε μου, οι στίχοι σου είναι φλόγες
ΑπάντησηΔιαγραφήγια κειόνε που ανέμελα σουρίζει στην αυλή του
και τονε νοιάζει μοναχά το λάγνο το καβλί του
κι ας ξεθωριάζουν οι καιροί σταφύλια απά σε ρώγες.
Μα μη φοβάσαι, έχω γι' αυτόν κάτι ωραίες λέξεις
που οσονούπω θε να βγουν και θε να τον χτυπάνε αλύπητα μες στο μυαλό κι αμά θα τον ρωτάνε:
"γιατί ωρέ, ξεχάστηκες εκεί που πας να χέσεις;
Δε συλλογίστηκες λωλέ, πως σε καμπόσους μήνες δε θα μπορείς ν' αποπατείς, θε να σε τρων οι πείνες;"
Μα ναι, το νιώθω, θα μου πεις, "απάντηση θα πάρω
αν δυο τρυγόνια πέσουνε μονάχα με ένα σμπάρο"
και πού καιροί για τουφεκιές για σκάγια και μπαρούτι
που τα μυαλά μας έγιναν αλιάδα και κουρκούτι!
ΑΛλά πού ξέρεις, κάποτε ανάβει μία σπίθα
από το πούπετα και απέ νά τα τα "κουτορνίθια"
πως καταλυούν τσι φυλακές του άλλου εαυτού τσου
και γλέπουνε, πώς, χάσανε τον πάτο του καρτούτσου.
Δ.Β.