ΣΤΗΝ ΝΤΙΑΝΑ ΑΝΤΩΝΑΚΑΤΟΥ
Οδοιπόρος εσύ της ζωής και της τέχνης
τις ξυπόλητες παίρνεις ανησυχίες μας
για πορείες μακρινές μα δικές μας.
Σε κάστρα μας πας και ξωκλήσια,
μες στις ασφάκες μπερδεύεις τα πόδια μας•
κι οι μνήμες βηματίζουν μετέωρες,
χρώματα γίνονται και χρώματα μόνο.
Καμπαναριά υψώνεις στο νου μας,
τον ορθρινό ν’ ακούσουμε ψαλμό
πίσω απ’ της ζωγραφιάς σου το κέντημα.
Τις φωνές των προγόνων που αγγίζεις
σε ιριδισμούς τις προσφέρεις εξαίσιους.
Μα και του έρωτα μαζί και της νιότης
τα ψιθυρίσματα όλα που νιώθεις
τ’ αφήνεις να ομορφαίνουν τα έργα σου.
Καθισμένη πλάι στη θάλασσα
με το χρωστήρα σε είδα ξανά
τραγούδια κυμάτων, χρωμάτων κι ανθρώπων
ν’ ανασταίνεις.
Και τ’ Αλωνάρη ο ήλιος από πάνω σου
το δικό του ιχνογραφούσε τον πίνακα.
Την ακρογιαλιά των χρωμάτων
μας έδειξες
και μυριάδες τα βότσαλα γέλασαν,
πέταξαν, ψήλωσαν,
μέσα μας φώλιασαν.
Οδοιπόρος εσύ της τέχνης και της ζωής
ζωγραφίζεις μαγικά
τις φυλλωσιές της δροσιάς
και την άπλα της θάλασσας,
τ’ απανέμι της λύπης
και την ξεγνοιασιά της χαράς,
του κάμπου το πείσμα
και του βουνού τον αέρα,
τ’ αγρότη τον κάματο,
της κυράς την αρχοντιά,
τη φρεσκάδα της νιότης.
Πίνακα τον πίνακα –
έργα ζωής –
ξεδιπλώνεις γύρω μας
χρώματα κι ονόματα,
ελπίδες και όνειρα.
Χρόνο το χρόνο,
μέρα τη μέρα
σταλάζεις μέσα μας
ό,τι λάτρεψες πολύ:
του Ανθρώπου τη δύναμη,
τη φωτεινότητα της Πλάσης.
Ιούλιος 1997 ΠΕΤΡΟΣ ΠΕΤΡΑΤΟΣ
Οδοιπόρος εσύ της ζωής και της τέχνης
τις ξυπόλητες παίρνεις ανησυχίες μας
για πορείες μακρινές μα δικές μας.
Σε κάστρα μας πας και ξωκλήσια,
μες στις ασφάκες μπερδεύεις τα πόδια μας•
κι οι μνήμες βηματίζουν μετέωρες,
χρώματα γίνονται και χρώματα μόνο.
Καμπαναριά υψώνεις στο νου μας,
τον ορθρινό ν’ ακούσουμε ψαλμό
πίσω απ’ της ζωγραφιάς σου το κέντημα.
Τις φωνές των προγόνων που αγγίζεις
σε ιριδισμούς τις προσφέρεις εξαίσιους.
Μα και του έρωτα μαζί και της νιότης
τα ψιθυρίσματα όλα που νιώθεις
τ’ αφήνεις να ομορφαίνουν τα έργα σου.
Καθισμένη πλάι στη θάλασσα
με το χρωστήρα σε είδα ξανά
τραγούδια κυμάτων, χρωμάτων κι ανθρώπων
ν’ ανασταίνεις.
Και τ’ Αλωνάρη ο ήλιος από πάνω σου
το δικό του ιχνογραφούσε τον πίνακα.
Την ακρογιαλιά των χρωμάτων
μας έδειξες
και μυριάδες τα βότσαλα γέλασαν,
πέταξαν, ψήλωσαν,
μέσα μας φώλιασαν.
Οδοιπόρος εσύ της τέχνης και της ζωής
ζωγραφίζεις μαγικά
τις φυλλωσιές της δροσιάς
και την άπλα της θάλασσας,
τ’ απανέμι της λύπης
και την ξεγνοιασιά της χαράς,
του κάμπου το πείσμα
και του βουνού τον αέρα,
τ’ αγρότη τον κάματο,
της κυράς την αρχοντιά,
τη φρεσκάδα της νιότης.
Πίνακα τον πίνακα –
έργα ζωής –
ξεδιπλώνεις γύρω μας
χρώματα κι ονόματα,
ελπίδες και όνειρα.
Χρόνο το χρόνο,
μέρα τη μέρα
σταλάζεις μέσα μας
ό,τι λάτρεψες πολύ:
του Ανθρώπου τη δύναμη,
τη φωτεινότητα της Πλάσης.
Ιούλιος 1997 ΠΕΤΡΟΣ ΠΕΤΡΑΤΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια που δεν είναι γραμμένα στα ελληνικά απορρίπτονται.