Δικέλης Βλιχός
ΤΟ ΚΑΡΟΥΜΠΑΛΟ TOY ΠΟΙΗΤΗ
Έλεγε κάποιος ποιητής της εποχής, μεγάλος
Δικέλη, τον ελέανε, δε χόρευε ούτε μπάλο.
« Γράφω εγώ σα μόμολο με ίδρωτα και πάθος
μα αν δε νογάνε ούτε γρι, δικό τσου είναι λάθος.
Στρίβω τσι λέξεις δω κι εκεί, τσι κάνω ώριες κορδέλες
κι άξαφνα ξεπετάγονται γυμνόστηθες κοπέλες!
Κι οι άξεστοι λέν γελαστά: τήρα ωρέ πώς πάνε,
κακούργες, άσκημες, λιανές είναι και στραβοκάνες!»
Και του απάντησε κοφτά ο φίλος του ο Κορέλης
μάγκας, μπερμπάντης, πονηρός και Σαμικό κοπέλι:
« Διαβάζω τα στιχάκια σου και μού ’ρχεται ναυτία
θα σου φεστάρω δυο σκουμπριά στη μούρη σου με βία»…
«Τήρα», ο Δικέλης φώναξε, «φίλος να σου πετύχει
στη θάλασσα και στη φωτιά πού να ’βρεις τέτοια τύχη!»
Κι ο ποιητής μας ο φτωχός πήρε των οματιών του
ανέβηκε σ’ ένα γκρεμό πείσμωσε των οχτρών του.
«Θα κάμω», είπε «μια βουτιά να φύγω από τον κόσμο
αλλά προτού γενεί αυτό να πιω λιγάκι δυόσμο!
Θα πάω στο σπιτάκι μου να πάρω λίγο θάρρος
προτού κινήσω το πρωί για να με πάρει ο Χάρος».
Μπήκε στην καμαρούλα του έπεσε στο κρεβάτι
και ονειρεύτη μια φορά πως πέρα στη Ζερβάτη
μικρό παιδάκι ήτανε κι από μακριά οσμίστη
πως έρχονταν συλίντρεχος ο Ζευς ο γαιοσείστης
και του ’δωσε στο χέρι του χαρτί και καλαμάρι…
Κι αμά, ανέβη στον γκρεμό ο Χάρος να τον πάρει!
«Χαίρεστε», είπε, «άνθρωποι, θα χάσετε, λογάτε
ένα μεγάλο ποιητή, δεν το ’θελα, σκουζάτε»!
Κι έριξε μια κλεφτή ματιά στης άβυσσος τα βάθη
κι ύστερα ερίχτη στο κενό, τονε κατάπιε, εχάθη…
Ω! μέρα πού ’ναι σήμερα μαύρη σαν καλιακούδα
που σέπεται και μύρεται μες στη ζωή τη φρούδα!
Έφυγε ο μέγας ποιητής, ούλοι οι κάμποι κλαίνε
και τα πουλιά και τα βουνά δεν παύουν να το λένε!
«Σήκω, Δικέλη απρόκοφτε», εβρόντηξε μια φρίκη,
ήταν η αμορόζα του, «θα σού ’ρτει μέγα μπρίκι!
χάιντε να τρέξεις στη δουλειά κι άσε τον ύπνο, γροίκα
που ροχαλίζεις όπου βρεις σα να ’σουνα νταλίκα!
Και κοίταξε καημένε μου μην έρτεις δίχως δώρα»!
Λάμπαξε κειός και έφυγε μες στη μεγάλη μπόρα!
Στο δρόμο συλλογίζονταν «καλιό ναι να το ράψω
να έμπει ο διάλος μέσα μου άμα θα ξαναγράψω»…
Χάιδεψε την κουτέλα του, γιατί ένιωσε έναν πόνο
κι έπιασε με το χέρι του καρούμπαλο με τόνο!
Και σας ρωτώ εσάς μωρές, που έχετε και μάτι:
γιατί βρήκε καρούμπαλο; τσακίστη απ’ το κρεβάτι;
μην και το εγκαινιάστηκε στης …άβυσσος τα βάθη;
ή μήπως κούντρισε απά στο μπρίκι κι εμουρλάθη;
Δικέλης Βλιχός
ΤΟ ΚΑΡΟΥΜΠΑΛΟ TOY ΠΟΙΗΤΗ
Έλεγε κάποιος ποιητής της εποχής, μεγάλος
Δικέλη, τον ελέανε, δε χόρευε ούτε μπάλο.
« Γράφω εγώ σα μόμολο με ίδρωτα και πάθος
μα αν δε νογάνε ούτε γρι, δικό τσου είναι λάθος.
Στρίβω τσι λέξεις δω κι εκεί, τσι κάνω ώριες κορδέλες
κι άξαφνα ξεπετάγονται γυμνόστηθες κοπέλες!
Κι οι άξεστοι λέν γελαστά: τήρα ωρέ πώς πάνε,
κακούργες, άσκημες, λιανές είναι και στραβοκάνες!»
Και του απάντησε κοφτά ο φίλος του ο Κορέλης
μάγκας, μπερμπάντης, πονηρός και Σαμικό κοπέλι:
« Διαβάζω τα στιχάκια σου και μού ’ρχεται ναυτία
θα σου φεστάρω δυο σκουμπριά στη μούρη σου με βία»…
«Τήρα», ο Δικέλης φώναξε, «φίλος να σου πετύχει
στη θάλασσα και στη φωτιά πού να ’βρεις τέτοια τύχη!»
Κι ο ποιητής μας ο φτωχός πήρε των οματιών του
ανέβηκε σ’ ένα γκρεμό πείσμωσε των οχτρών του.
«Θα κάμω», είπε «μια βουτιά να φύγω από τον κόσμο
αλλά προτού γενεί αυτό να πιω λιγάκι δυόσμο!
Θα πάω στο σπιτάκι μου να πάρω λίγο θάρρος
προτού κινήσω το πρωί για να με πάρει ο Χάρος».
Μπήκε στην καμαρούλα του έπεσε στο κρεβάτι
και ονειρεύτη μια φορά πως πέρα στη Ζερβάτη
μικρό παιδάκι ήτανε κι από μακριά οσμίστη
πως έρχονταν συλίντρεχος ο Ζευς ο γαιοσείστης
και του ’δωσε στο χέρι του χαρτί και καλαμάρι…
Κι αμά, ανέβη στον γκρεμό ο Χάρος να τον πάρει!
«Χαίρεστε», είπε, «άνθρωποι, θα χάσετε, λογάτε
ένα μεγάλο ποιητή, δεν το ’θελα, σκουζάτε»!
Κι έριξε μια κλεφτή ματιά στης άβυσσος τα βάθη
κι ύστερα ερίχτη στο κενό, τονε κατάπιε, εχάθη…
Ω! μέρα πού ’ναι σήμερα μαύρη σαν καλιακούδα
που σέπεται και μύρεται μες στη ζωή τη φρούδα!
Έφυγε ο μέγας ποιητής, ούλοι οι κάμποι κλαίνε
και τα πουλιά και τα βουνά δεν παύουν να το λένε!
«Σήκω, Δικέλη απρόκοφτε», εβρόντηξε μια φρίκη,
ήταν η αμορόζα του, «θα σού ’ρτει μέγα μπρίκι!
χάιντε να τρέξεις στη δουλειά κι άσε τον ύπνο, γροίκα
που ροχαλίζεις όπου βρεις σα να ’σουνα νταλίκα!
Και κοίταξε καημένε μου μην έρτεις δίχως δώρα»!
Λάμπαξε κειός και έφυγε μες στη μεγάλη μπόρα!
Στο δρόμο συλλογίζονταν «καλιό ναι να το ράψω
να έμπει ο διάλος μέσα μου άμα θα ξαναγράψω»…
Χάιδεψε την κουτέλα του, γιατί ένιωσε έναν πόνο
κι έπιασε με το χέρι του καρούμπαλο με τόνο!
Και σας ρωτώ εσάς μωρές, που έχετε και μάτι:
γιατί βρήκε καρούμπαλο; τσακίστη απ’ το κρεβάτι;
μην και το εγκαινιάστηκε στης …άβυσσος τα βάθη;
ή μήπως κούντρισε απά στο μπρίκι κι εμουρλάθη;
Δικέλης Βλιχός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια που δεν είναι γραμμένα στα ελληνικά απορρίπτονται.