MAJOR ARX
Εγώ, το Κτήριο των Προσκόπων – 8
[Τα διαλαμβανόμενα
ουδεμία σχέση έχουν με την πραγματικότητα. Τυχόν ομοιότητες δεν
αποτελούν παρά ευτυχισμένες ή τραγικές συμπτώσεις. Το μόνο αληθινό,
ζωντανό και υπαρκτό πρόσωπο στα κείμενα: ΤΟ ΚΤΗΡΙΟ ΤΩΝ
ΠΡΟΣΚΟΠΩΝ! ]
8. Τα βιβλία μέσα μου ή Υπάρχω για την τελευταία ελπίδα
(συνέχεια από το προηγούμενο)
ΤΙΠΟΤΑ ΑΠΟ ΕΜΕΝΑ ΔΕ ΦΑΙΝΕΤΑΙ! Πια ταξιδεύω στα νέφη. Κάνω
παρέα με τα αγαπημένα μου κάστρα, με την Κύατιδα, τον αρχαίο Σαμαίο Νοβοτιάδη
το ρήτορα, τον Πατροκοσμά, τον Ηλία Ζερβό. Δεν έχω όρεξη ν’ ανεβαίνω
συλίντρεχος στην κορφή του Αυγού, στις πλαγιές της Σέλας, στο Μεγάλο Βουνό και
στο Ρούδι, στην Αγιά Δυνατή και στο Νήριτο, απέναντι. Δηλαδή, στα όριά μου.
Δεν έχω οίστρο. Μ’ εγκατέλειψαν όλοι και όλα. Με μια ανάσα
σας λέω πως είδα εκείνους τους δύο, πάντα μαζί βαδίζαμε, μια μέρα να κουβαλάνε
βιβλία. Εβδομήντα κιβώτια μέτρησα. Άκουσα να λένε πως είναι βιβλία για παιδιά
και για εφήβους.
«Θα φέρουμε και άλλα»,
είπαν, «…αν…». Μια ελπίδα άναψε μέσα μου. Έσβησε όμως, γιατί μια άλλη μέρα που
ήρθαν, τους είδα στενοχωρημένους.
Είπε ο ένας: «Μπα δε γίνεται τίποτα. Όλοι
έχουν παραιτηθεί. Δεν είναι τόπος ετούτος. Δεν έχουν σχέση με τον πολιτισμό.
Δυο-τρεις που είναι, έχουν παραιτηθεί».
Κι είπε ο άλλος: «Το βλέπω. Κανείς δεν
μπορεί να εμπνεύσει κανέναν. Τι να κάμουμε τώρα; τα βιβλία θα σαπίσουν. Να τα
πάρω πίσω;»
Τους είδα δίχως όρεξη, παρατημένους κι εκείνους. Αλλά ούτε κι εγώ δεν είχα τη δύναμη να παρουσιαστώ και να τους πω: «Αγαπημένοι, βαδίζαμε τόσα χρόνια μαζί. Μη με αφήνετε. Μην αφήνετε τα βιβλία να σαπίσουν. Τα παιδιά της περιοχής τα έχουν ανάγκη».
Δεν μπόρεσα όμως. Ένα «Μη…» μπόρεσα να αρθρώσω.
Και
ω! του θαύματος! Φεύγοντας, γύρισαν τα κεφάλια τους πίσω και με μια φωνή,
φώναξαν, σχεδόν ούρλιαξαν: «Όχι, σε πείσμα των καιρών τα βιβλία θα μείνουν. Θα
γυρίσουμε γη και ουρανό. Δε θα τους περάσει. Η ΠΑΙΔΙΚΗ ΚΑΙ ΕΦΗΒΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
ΣΑΜΗΣ θα γίνει!! Θα γίνει οπωσδήποτε ή οπουδήποτε. Οπουδήποτε, ακούς»;
Δε σας πιστεύω. Δεν πιστεύω κανέναν πια. Αποχωρώ. Η πόλη κι
εσείς, όλοι σας, θα κοιμάστε για πολύ καιρό ακόμα. Ίσως, ίσως μια θρυαλλίδα τη
φλόγα ν’ ανάψει. Μ’ αυτή την ελπίδα, φεύγω, ταξιδεύω στα νέφη , ΕΓΩ, ο νέος που
ποτέ του δε γέρασε κι ας έχω στο σώμα και στην ψυχή μου ρωγμές.
Ονειρεύομαι όμως που να με πάρει και να με σηκώσει! Θα ’ρτω
μια μέρα με ήλιο εκεί, ακόμα κι αν άλλο κτήριο είναι στη θέση μου -είμαι
έτοιμος να νεκραναστηθώ- που στο ισόγειό του θα έχει το εργαστήριο του θεάτρου,
μια βιβλιοθήκη για μεγάλους και μία για παιδιά και μια αίθουσα που θα
συγκεντρώνονται τα νέα παιδιά στον πρώτο
μου όροφο και που θα είναι συνάμα η
αίθουσα εκδηλώσεων και συνεδρίων. Βλέπετε έγινα ρεαλιστής. Το πιστεύω. Δεν
μπορεί. Μια θρυαλλίδα μπορεί να φέρει την άνοιξη. Που θα βγει από την αιώνια
σκόνη των κάστρων. Από τις ιερές πέτρες του ναού του Απόλλωνα.
Πάνε εκείνες οι σκέψεις που έκανα άλλοτε. Άλλωστε τις
έκανα ΕΓΩ. Τώρα δεν είμαι ΕΚΕΙΝΟΣ. Είμαι
ένας αέρας που ονειρεύεται εκείνη τη μέρα με κόσμο και παιδιά και εφήβους που
θα γιορτάσουν τη βιβλιοθήκη τους. Και μου αρκεί μόνο τούτο: να περάσω σαν μια
αύρα ανεπαίσθητη. Να χειροκροτήσω και να εξαφανιστώ.
Κι αν κάποιοι
μπορέσουν να με αναζητήσουν στ’ αλήθεια θα με βρουν στο ναό του Απόλλωνα και
στα κάστρα επάνω, να γυρίζω σαν την άδικη κατάρα, να ψάχνω, να τριβελίζω το
μυαλό μου, να χαϊδεύω τσι πέτρες, ν’ ανασκαλεύω τσι μνήμες μπας και βρω μια
ρίζα που να ενώνει ετούτους τσου ανθρώπους με το παρελθόν. Μια θρυαλλίδα φωτός
θ’ αναζητώ εσαεί. Κι αν τη τη βρω
κάποτε, θα ξανάρθω. Όπως ήμουν πριν. Νέος και δυνατός.
ΕΓΩ, ΝΑΙ ΤΟ ΠΙΟ ΨΗΛΟ, ΤΟ ΠΙΟ ΟΜΟΡΦΟ ΚΤΗΡΙΟ ΤΣΗ ΠΕΡΙΟΧΗΣ.
ΤΕΛΟΣ
(για την αντιγραφή) MAJOR ARX
ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ: Τα έγραψα ακριβώς όπως μου τα έλεγε το Κτήριο
των Προσκόπων. Δεν πρόσθεσα ούτε
αφαίρεσα το παραμικρό. «Δε θα με ξαναδείς», μου είπε. Τον είδα να χάνεται,
κατηφής με σκυμμένο κεφάλι. Τον άφησα με την ελπίδα που φώλιασε μέσα του, πως
τάχατες θα φτιάξουν το κτήριο και θα το παραδώσουν στη νεολαία του τόπου και
δεν του είπα τη γνώμη μου που θα την πω σε εσάς: «Δεν πιστεύω πως θα γίνει
τίποτε. Απολύτως τίποτε. Γιατί εμείς, οι Σαμικοί και δε λέω για τους παντελώς
άσχετους ξένους αρχόντους, αλλά εμείς οι απλοί πολίτες και οι τοπικοί μας
άρχοντες δεν ενδιαφερόμαστε για τον πολιτισμό. Γιατί; Γιατί απλά, είμαστε
απαίδευτοι -ακόμη κι όσοι νομίζουν πως δεν είναι (ας το διαψεύσουν με
έργα…)-, εαυτούληδες, ωχαδερφιστές,
ριψάσπιδες. Με το μπαρδόν!... Μακάρι να διαψευστώ. Θα είμαι τότε, αν δεν είμαι
ήδη, ο τελευταίος των αγραμμάτων. Τελεία και Παύλα».
MAJOR ARX
Δε διαφωνήσω. Είναι έτσι όπως τα λες. Κι ό,τι έγινε στη Σάμη, για τον πολιτισμό, έγινε τυχαία. Αναρωτιέμαι τι έχει γίνει, εθελοντικά, όχι με προγράμματα και κονδύλια-θνησιγενή πράματα, δηλαδή- αλλά με μεράκι, με ζήλο, με πίστη και όραμα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΈχουμε 2013, μ.χ. Μια Σάμη δίχως μουσείο, δίχως βιβλιοθήκη δίχως ένα στέκι πολιτισμού για τη νεολαία. ΑΚΡΙΒΩΣ Η ΙΔΙΑ ΚΑΙ ΑΠΑΡΑΛΛΑΧΤΗ ΕΙΚΟΝΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΤΟΥ 19ου ΑΙΩΝΑ, ΤΟΥ 18ου και πάει πίσω λέγοντας.
ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΑΝΩΝΥΜΟΣ