Ένα blog στο Ρουπάκι - Ίσκιος επικοινωνίας!

Στον ηλεκτρονικό του ίσκιο δημιουργησαμε μαζί έναν ανοιχτό χώρο ενημέρωσης, σκέψης και προβληματισμού για την ζωή μας σε όλες της τις εκφάνσεις. Για πράγματα που αγαπάμε αλλά και που μας ενοχλούν.

Φιλόξενος τόπος για ενημέρωση, προβληματισμό και δραστηριοποίηση για τα τοπικά πράγματα αλλά και για θέματα από αυτά που συμβαίνουν γύρω μας, ανοιχτός ακόμα και σε "θυμωμένες" απόψεις με ευπρέπεια και σεβασμό.

Στη δύσκολη συγκυρία θα προσπαθήσουμε να κάνουμε τον ίσκιο μας σημείο συνάντησης και επικοινωνίας για τους συμπολίτες μας και να προτείνουμε λύσεις και διεξόδους για τον τόπο μας που μοιάζει να μην μιλάει με τους ανθρώπους του.

Ξεκινώντας από απλά και μικρά που θα μας επιτρέψουν να ξαναγνωριστούμε και να μάθουμε να συζητάμε και να συνεργαζόμαστε, να λύνουμε προβλήματα.

Major Arx: Εγώ, το Κτήριο των Προσκόπων – 5



[Τα διαλαμβανόμενα  ουδεμία σχέση έχουν με την πραγματικότητα. Τυχόν ομοιότητες δεν αποτελούν παρά ευτυχισμένες ή τραγικές συμπτώσεις. Το μόνο αληθινό, ζωντανό  και υπαρκτό  πρόσωπο στα κείμενα: ΤΟ ΚΤΗΡΙΟ ΤΩΝ ΠΡΟΣΚΟΠΩΝ! ]


5. Οι πολύχρωμες τέσσαρες συν μία εποχές μου (β)

(συνέχεια από το προηγούμενο)

ΕΠΟΧΗ ΤΡΙΤΗ: Η Μουσική

Μια μέρα ήρτανε άλλα παιδιά κι ο κόσμος γέμισε μουσική. Στα σκαλοπάτια μου κυλούσαν οι νότες, απ’ τα παράθυρά μου έφευγαν κι έρκονταν τα ντο και τα ρε και τα μι. Στην ταράτσα μου κάθε βράδυ βιολιστές έπαιζαν το τραγούδι των άστρων και το φεγγάρι σταματούσε να ακούει τα ωραία γενόμενα. Ταξίδευα με τις νότες του Μότσαρτ και του Βιβάλντι στα μεγάλα του κόσμου σαλόνια. Με τσου ήχους της μουσικής του Μέρμηγκα και του Διβαράτικου και του Μπάλου ταξίδευα σε εποχές αθώες αλλά και σε εποχές δύσκολες ετούτου του τόπου.

Να σας τα πω όμως εξαρχής: Τι ένιωσα μια μέρα που οι ψιχάλες με δρόσιζαν! Ένας γλυκός άνθρωπος ανέβηκε στη μεγάλη μου αίθουσα. Ήταν μαζί μου και αθρώποι του Συλλόγου τση περιοχής αλλά κι ένας από το Σύλλογο τση Αθήνας. Καινούργιοι τώρα, όχι εκείνοι οι έξι. Δεν ξέρω γιατί, εκείνοι φύγανε!…  Στους νέους αθρώπους του Συλλόγου ήτανε και γυναίκες. Τι καλά, σκεφτόμουν. «Εδώ, κύριε Γεράσιμε, θα στελιάσουμε τη Μαντολινάτα». «Α! πολύ ωραία», έκανε εκείνος και γελούσε ολόκληρος. «Θα κάνουμε θαύματα με τα παιδιά τση Σάμης». Ω!, φώναξα, θάρτουνε παιδιά κι άλλα παιδιά. Η μοίρα μου το έχει. Μια μοίρα καλότυχη. Να με δένει με ό,τι καλύτερο έχει ο κόσμος: τα νέα παιδιά.

Η τύχη μου στους τοίχους μου δεμένη με τα παιδιά. Με τη ζωή. Να γιατί εγώ, δεν πεθαίνω. Παίρνω δύναμη από τη νεότητα. «Ω! νεότητα, πληρωμή του χρόνου που αχρηστεύει το θάνατο», γράφει ο  Ελύτης.

Κι όπως θα εκαταλάβετε, εγώ, εκουρλάθηκα από τη χαρά μου. Τόσες απανωτές χαρές μπορώ να τσι αντέξω; Έκαμα την καρδιά μου σίδερο, τι σίδερο, αλιάδα έγινε. Δάκρυσα, τόσο που η ψιχάλα σταμάτησε. Κι έπειτα το βιολί μου, που το ξέρετε: εσάρτισα ώσμε την κορφή του Αυγού κι αμά μ’ ένα γλάκιο σκαπέτισα ως τον Αίνο κι έκαμα δέηση στον Αινήσιο Δία κι αμά έδωσα ένα πήδο ώσμε τα Γρίλα κι άναψα ένα κερί στην Παναγία κι έπειτα έδωσα μια βουτιά κάτου στην Κουτσουπιά και λάου λάου να μη με καταλάβουνε γύρισα πίσω να υποδεχτώ τα παιδιά.

Αλλά θα είμαι βλάκας. Γίνονται όλα αμέσως; Δεν αργήσανε όμως. Η απάνου αίθουσα και μετά η μία από τσι κάτου μου για πάνω από πέντε χρόνια, οχτώ αν θυμούμαι καλά- γιομίσανε τραπέζια, κιθάρες και μαντολίνα και αναλόγια και με το πράσινο πεντάγραμμο να μαθαίνει στα παιδιά τση Σάμης μουσικούς δρόμους χαράς. Α! εκείνο το πράσινο πεντάγραμμο! Τα παιδιά κι εγώ μαζί τους να ταξιδεύουμε πάνου τσι ράγες του! Ώσμε το φεγγάρι, τον ήλιο. Κι ώσμε στον διπλανό που φαινόταν κοντά, αλλά μπορεί και να ήταν αλάργα. «Η μουσική», λένε «εξημερώνει τα ήθη». Μου άρεσε αυτό από τότε, αλλά είχα πάντα τσι αμφιβολίες μου. Λοιπόν, το ΠΡΑΣΙΝΟ ΠΕΝΤΑΓΡΑΜΜΟ!

ΝΤΟ, για τα παιδιά τση Σάμης και των χωριών τση, τα καλύτερα παιδιά του κόσμου..

ΡΕ, για τη μαντολινάτα που έφκιαξε εκειός ο ταλαντούχος άθρωπος.

ΜΙ, για τσι χριστουγεννιάτικες γιορτές που παίζανε τα παιδιά μου (ναι, παιδιά Μου) στο σχολείο τσου και για τα μαθητικά φεστιβάλ.

ΦΑ, για τσι συναυλίες που εκάνανε στο Αργοστόλι, στη βιβλιοθήκη και στο Ληξούρι, στο Δημαρχείο με τσου χορωδούς από εκειά τα μέρη.

ΣΟΛ, για εκείνη τη μαγική βραδιά που στη Σάμη, τα παιδιά τση μαντολινάτας επαίξανε το τροπάριο τση Κασσιανής που το διασκεύασε ο δάσκαλός τσου.

ΛΑ, για την τελευταία εκδήλωση τση μαντολινάτας στη Σάμη, ένα καλοκαίρι με τραγούδια διασκευασμένα από το δάσκαλο πάλε. Και

ΣΙ για τον άθρωπο που σκόρπισε νότες χαρά τσι καρδιές των παιδιώνε. Το δάσκαλό τους (και δάσκαλό Μου) Γεράσιμο Αποστολάτο. Καλή του ώρα όπου και να’ναι.

Σε ούλα ευκειά και σε άλλα ακόμα, εγώ, ήμουν μαζί τσου. Περήφανος ήμουν. Η μαντολινάτα Μου (ναι, Μου) ήτανε η μοναδική τση Κεφαλονιάς. Άκουγα, πήγαινα, ενημερωνόμουν. Είναι καταγραμμένα τσου τοίχους μου. Κανένας δεν μπορεί να μου τα πάρει.

Χίλιες φορές θα το πω, ΕΓΩ, ΤΟ ΚΤΗΡΙΟ ΤΩΝ ΠΡΟΣΚΟΠΩΝ ΕΙΜΑΙ Ο ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΤΣΗ ΣΑΜΗΣ!

Έχει κανένας αντίρρηση; Να σηκώσει το χέρι! Μήπως εκεί στο βάθος; Κανένας αρνητής μου πριν, που σκέφτεται να γίνει «φίλος» μου αργότερα; Με συγχωρείτε, παραφέρομαι. Με πιάνουν και μένα πότε πότε τα μπουρίνια μου!

ΕΠΟΧΗ ΤΕΤΑΡΤΗ: Το Καράτε και η Λέσχη Σινεμά
 
Και πού να σας τα λέω. Ελάμπαξα μια μέρα. Μέσα στην ευτυχία μου έκαμα μια βόρτα ίσαμε την Αντίσα. Εγύρισα κι αποκοιμήθηκα. Τα παραθύρια μου κλειστά, η απάνω μου αίθουσα άδεια.

Κι έβλεπα ένα όνειρο. Πως έφερναν, λέει, ούλα τα αρχαιολογικά ευρήματα τση Σάμης στη μεγάλη μου αίθουσα. Κι έβλεπα αρχαιολόγους να σουλατσάρουν, γυάλινες προθήκες να φέρνουν. Εκεί, εγώ, το όνειρό μου να γίνω αρχαιολογικό Μουσείο. Εκείνο τον καιρό. Γιατί έναν άλλο είχα άλλο όνειρο. Να γίνω μια μεγάλη βιβλιοθήκη. Ή να γίνω ένα σπηλαιολογικό Μουσείο. Οι αθρώποι της Σάμης, έλεα, πρόβες κάνουνε. Πότε με κάνουνε νηπιαγωγείο, πότε μικρή βιβλιοθήκη, πότε αίθουσα  πού χορεύουνε, πότε αίθουσα καράτε.

Α, για το τελευταίο να σας πω, δε μου άρεσε και πολύ. Δεν ήμουν εγώ των πολεμικών τεχνών. Είμαι κτήριο τση ειρήνης. Αν και η φιλοσοφία του καράτε είναι βαθιά, ξεκινάει από την εσωτερική ειρήνη του ανθρώπου και τη συνεχή αναζήτηση της αρετής. Κι έτσι, το δέχτηκα αγόγγυστα. Και δε στενοχωριόμουν, γιατί έβλεπα παιδιά να μπαινοβγαίνουν, να διασκεδάζουν και να αθλούνται.  Αλλά να σας πω την αμαρτία μου: δεν μπορώ να σας κρύψω πως δε χάρηκα, όταν έπαψα να χρησιμοποιούμαι ως αίθουσα καράτε.

Αλλά, ωρές, εξεχάστηκα.

Ελάμπαξα, σας είπα, μετά τη βόρτα μου ώσμε στην Αντίσα. Άκουα συνομιλίες, όπως: «Αδερφέ μου, οι αθρώποι χρειάζονται την αγάπη μας». Αυτό πιστεύω κι εγώ, σκέφτηκα μεταξύ ύπνου και ξύπνιου. Άκουσα όμως και μια στριγγιά φωνή: «Εμείς είμαστε ο λαός που θα ελευθερώσει τον κόσμο». Αμάν, είπα και ξύπνησα για τα καλά. Ποιος λαός θα μας ελευθερώσει; Ποιος κουρλός τα λέει εφκειά; Καταϊδρωμένος άνοιξα τα μάτια μου…

«Τα φτερά του έρωτα», λέγεται η ταινία κι ο σκηνοθέτης τση είναι ο Βιμ Βέντερς. Δυο άγγελοι κατέβηκαν στη γης, γίνανε αθρώποι και ονειρεύτηκαν μια αθρώπινη γη δίχως πολέμους και μίση. Προσγειώθηκαν ακριβώς στην πλατεία τση Ανατολικής τότε Γερμανίας, τση χωρισμένης Γερμανίας. Α! κι αυτή η χώρα. Πόσο εύκολα ξεχνάει. Δυο φορές «ξέχασε» στο παρελθόν κι αρκινήσανε δυο παγκόσμιοι πόλεμοι. Τι να σας πω. Τηνε βλέπω τσι μέρες μας να ξεχνάει και τρίτη φορά…

Αλλά, ας πάμε στο τότε να σας πω τι έγινε: Ο Σύλλογος πάλε με μια ομάδα νέων από τη Σάμη έφερνε από το Αργοστόλι κινηματογραφικές ταινίες και τσι εδείχνανε στον κόσμο. Κι ένας καλός άθρωπος από ένα διπλανό χωριό έφερνε τη μηχανή του, τη μουβιόλα του δηλαδή και έδειχνε τσι ταινίες.

Χαρά που έκανα! Βέβαια δεν επήρα χαμπάρι τσι καρέκλες που εκουβαλήσανε. Και τι μ’ αυτό. Ο κόσμος χαιρόταν και ειδικά τα νέα παιδιά. Θυμάμαι τον «Κλέφτη των ποδηλάτων», που έπαιζε ο Μαρτσέλο Μαστρογιάννι. Έβλεπα την άθλια ζωή τση φτωχής ιταλικής κοινωνίας της δεκαετίας του ‘40 και των αρχών της δεκαετίας του ’50 το πόσο έμοιαζε με τη δική μας.

Ούτως ή άλλως, που λένε κι οι γραμματιζούμενοι, περνούσα  τον καιρό μου. Πότε με τσι ταινίες, πότε με τα παιδιά του Νηπιαγωγείου, πότε με τα παιδιά τσι Μουσικής, έλεα πως επιτελούσα επιτέλους το ρόλο μου. Αλλά κάθε τόσο μου έρκονταν σα σβιλάδες οι ιδέες για Μουσεία και Μεγάλες Βιβλιοθήκες. Ακόμα και για Μέγαρο Μουσικής μου ήρτε η κουρλή ιδέα. Κι έλεα. Δεν πειράζει κάποτες ούλα θα γίνουν.

Ώσπου μια μέρα κολέηδές μου …. Ώσπου μια μέρα…


(συνεχίζεται)

MAJOR ARX

8 σχόλια:

  1. Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από έναν διαχειριστή ιστολογίου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Αγαπητοί φίλοι, ανοίξαμε τα σχόλια για να διευκολύνουμε τον σχολιασμό κατα τη διάρκεια της αναδιοργάνωσης του ιστολογίου αλλά οι κανόνες παραμένουν.

      Διαγραφή
  2. Θα πρέπει τα 5 κείμενα του Major Arx με θέμα -ΕΓΩ ΤΟ ΚΤΗΡΙΟ ΤΩΝ ΠΡΟΣΚΟΠΩΝ- να μπουν σε μια συνεχεια.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Ευχαριστούμε για την ιδέα. Είναι στο σχεδιασμό μας η δημιουργία ενός ενιαίου κειμένου με τις 6 ενότητες (σας χρωστάμε την τελευταία) και η ανάρτησή του. Θα το κάνουμε μόλις ολοκληρώσουμε την αναδιοργάνωση του ιστολογίου.

      Διαγραφή


  3. Μα ήταν το καλύτερο σχόλιο. Το κτήριο των προσκόπων, το επαναλαμβανόμενο -υ- σίγουρα θα το εξελάμβανε ως προστατευτική χοάνη που μέσα της φωλιάζει πολλές φορές η αγάπη των ανθρώπων. Όχι βέβαια όλων. Μια αγάπη που τη χρειάζεται. Γιατί διαφορετικά θα το έβλεπε ως αναρθογραφία. Επειδή το -υ- γράφεται και με ...-ι-, με -η-,με -οι-, με -ει- και βάλε...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. ΚΤΙΡΙΟ ΠΡΟΣΚΟΠΩΝ

    Τις πρώτες μέρες του Αυγούστου ήμουν στη Σάμη. Ήταν φορές όλα φωτισμένα κι άλλες ο αέρας γεμάτος μουσικές. Όλα όμως φτωχά. Γκρινιάζαμε με τα εόρτια σαμικής προέλευσης μα τα αποζητήσαμε. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο ο αέρας ήταν γεμάτος, αλλά η ανέχεια έκανε τη βόλτα της στους δρόμους και στα τραπέζια των μαγαζιών. Πέρα όμως από όλα αυτά,ίσως για πρώτη φορά και λόγω των κειμένων που διαβάζω στο ΡΟΥΠΑΚΙ για το κτίριο των προσκόπων, θα πω δυο λόγια. Εκεί,αφώτιστο, άβαφο και πληγωμένο να στέκει άναυδο. Κανείς δεν το προσέχει και δεν μπορεί να καταλάβει τη δύναμη που κρύβει μέσα του. Μια δύναμη που αναρωτιέμαι γιατί οι προύχοντες της Σάμης δεν την εκμεταλλεύονται. Λόγω της δουλειάς μου να περιφέρομαι από πόλη σε πόλη στην ελληνική ύπαιθρο, έχω δυο τρία παραδείγματα κωμωπόλεων που έχουν εκμεταλλευθεί όλα τα παλιά κτιρια και τα έχουν μετατρέψει σε αίθουσες πολιτισμού. Να πω τη Λειβαδιά. Ένα παλιό κτίριο 150 τετραγωνικών, ισόγειο, το έκαμαν αίσθουσα διαρκών εκθέσεων και συνεδρίων. Κι εμείς να έχουμε ένα τέτοιο κτίριο και να το αφήνουμε έτσι. Σε λίγα χρόνια θα γκρεμιστεί από μόνο του. Γι' αυτό το ανάγνωσμα που αναρτά το ΡΟΥΠΑΚΙ, με έκανε να δω διαφορετικά το κτίριο. Κάτι σαν άνθρωπο, όπως ακριβώς βγαίνει από τα κείμενα, που στενοχωριέται κι ενώ μπορεί να βοηθήσει, εμείς δεν του δίνουμε την πρέπουσα σημασία. Γιατί; Δε θέλω να μου απαντήσει κανένας. Την απάντηση ας τη δώσει ο καθένας στον εαυτό του. Ελπίζω και οι προύχοντας της περιοχής να αισθανθούν το ίδιο. Και να απαντήσουν. Όχι όμως μόνο στο εαυτό τους αλλά με έργα.

    ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΑΝΩΝΥΜΟΣ

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. To αγώι ξυπνάει τον αγωγιάτη. Άλλες πόλεις παραλαμβάνουν παλιά κτήρια και τους αλλάζουν χρήση διότι ακριβώς έχουν να στεγάσουν εκθέσεις και συνέδρια. Μήπως εδώ στη Σάμη δεν έχουμε τελικά να στεγάσουμε τίποτε;

    Έχουμε δώσει χρήση στο κτήριο των Προσκόπων: αναπληρώνει την έλλειψη δημοτικής τουαλέτας και προσφέρει λουτήρες σε επισκέπτες - πολύ σημαντικές υπηρεσίες κατα τα άλλα.

    Επίσης, το κτήριο των Προσκόπων δεν είναι μόνο του: του κάνει παρέα το κτήριο του Γηροκομείου. Αυτό του κάνει παρέα, αφώτιστο, βαμμένο και άναυδο. Παλιά ήταν αποθήκη του Δήμου. Σε όλα αυτά κάνει παρέα και η έκταση που αγοράστηκε από το Δήμο για αθλητικό κέντρο - ομοίως άναυδο. Αν πιάσουμε τα αφώτιστα να βάλουμε και τα αρχαιολογικά ευρήματα:

    Το Ελληνορωμαϊκό Νεκροταφείο κάτω από τον ΟΤΕ
    Το Ρακόσπιτο
    Το λιμάνι που ήρθε στην επιφάνεια προς το Λουτρό
    και άλλα...

    Τι να λέμε συμπολίτες, πόσο ακόμη να γκρινιάξει κανείς. Δεν θέλουμε ρε αδερφέ πολιτιστικό κέντρο, δεν εχουμε τι να το κάνουμε....

    Πάραλος

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Επομένως έχουμε ένα κτίριο παλιό για τους νέους της περιοχής κι ένα κτίριο νέο για τους γέρους της περιοχής. Οπότε δεν έχει κανένας να παραπονεθεί. Άνθρωπος, δηλαδή. Γιατί τα κτίρια, ποτέ δεν ξέρεις...
    Στην εξουσία της Σάμης αφιερώνω το παρακάτω ποίημα του Σεφέρη. Που δε θα το διαβάσει βέβαια.

    ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΚΟΝΤΑ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ

    Τὰ σπίτια ποὺ εἶχα μου τὰ πῆραν. Ἔτυχε
    νά᾿ ναι τὰ χρόνια δίσεχτα πόλεμοι χαλασμοὶ ξενιτεμοὶ
    κάποτε ὁ κυνηγὸς βρίσκει τὰ διαβατάρικα πουλιὰ
    κάποτε δὲν τὰ βρίσκει- τὸ κυνήγι
    ἦταν καλὸ στὰ χρόνια μου, πῆραν πολλοὺς τὰ σκάγια-
    οἱ ἄλλοι γυρίζουν ἢ τρελαίνουνται στὰ καταφύγια.
    Μὴ μοῦ μιλᾶς γιὰ τ᾿ ἀηδόνι μήτε γιὰ τὸν κορυδαλλὸ
    μήτε γιὰ τὴ μικρούλα σουσουράδα
    ποὺ γράφει νούμερα στὸ φῶς μὲ τὴν οὐρά της-
    δὲν ξέρω πολλὰ πράγματα ἀπὸ σπίτια
    ξέρω πὼς ἔχουν τὴ φυλή τους, τίποτε ἄλλο.
    Καινούργια στὴν ἀρχή, σὰν τὰ μωρὰ
    ποὺ παίζουν στὰ περβόλια μὲ τὰ κρόσσια τοῦ ἥλιου,
    κεντοῦν παραθυρόφυλλα χρωματιστὰ καὶ πόρτες
    γυαλιστερὲς πάνω στὴ μέρα-
    ὅταν τελειώσει ὁ ἀρχιτέκτονας ἀλλάζουν,
    ζαρώνουν ἢ χαμογελοῦν ἢ ἀκόμη πεισματώνουν
    μ᾿ ἐκείνους ποὺ ἔμειναν μ᾿ ἐκείνους ποὺ ἔφυγαν
    μ᾿ ἄλλους ποὺ θὰ γυρίζανε ἂν μποροῦσαν
    ἢ ποὺ χάθηκαν, τώρα ποὺ ἔγινε
    ὁ κόσμος ἕνα ἀπέραντο ξενοδοχεῖο.

    Δὲν ξέρω πολλὰ πράγματα ἀπὸ σπίτια,
    θυμᾶμαι τὴ χαρά τους καὶ τὴ λύπη τους
    καμιὰ φορά, σὰ σταματήσω-
    ἀκόμη
    καμιὰ φορά, κοντὰ στὴ θάλασσα, σὲ κάμαρες γυμνὲς
    μ᾿ ἕνα κρεβάτι σιδερένιο χωρὶς τίποτε δικό μου
    κοιτάζοντας τὴ βραδινὴν ἀράχνη συλλογιέμαι
    πὼς κάποιος ἑτοιμάζεται νὰ ῾ρθεῖ, πὼς τὸν στολίζουν
    μ᾿ ἄσπρα καὶ μαῦρα ροῦχα μὲ πολύχρωμα κοσμήματα
    καὶ γύρω του μιλοῦν σιγὰ σεβάσμιες δέσποινες
    γκρίζα μαλλιὰ καὶ σκοτεινὲς δαντέλες,
    πὼς ἑτοιμάζεται νὰ ᾿ ρθει νὰ μ᾿ ἀποχαιρετήσει-

    ἤ, μιὰ γυναίκα ἐλικοβλέφαρη βαθύζωνη
    γυρίζοντας ἀπὸ λιμάνια μεσημβρινά,
    Σμύρνη Ρόδο Συρακοῦσες Ἀλεξάντρεια,
    ἀπὸ κλειστὲς πολιτεῖες σὰν τὰ ζεστὰ παραθυρόφυλλα,
    μὲ ἀρώματα χρυσῶν καρπῶν καὶ βότανα,
    πὼς ἀνεβαίνει τὰ σκαλιὰ χωρὶς νὰ βλέπει
    ἐκείνους ποὺ κοιμήθηκαν κάτω ἀπ᾿ τὴ σκάλα.

    Ξέρεις τὰ σπίτια πεισματώνουν εὔκολα, σὰν τὰ γυμνώσεις.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Σχόλια που δεν είναι γραμμένα στα ελληνικά απορρίπτονται.