Ένα blog στο Ρουπάκι - Ίσκιος επικοινωνίας!

Στον ηλεκτρονικό του ίσκιο δημιουργησαμε μαζί έναν ανοιχτό χώρο ενημέρωσης, σκέψης και προβληματισμού για την ζωή μας σε όλες της τις εκφάνσεις. Για πράγματα που αγαπάμε αλλά και που μας ενοχλούν.

Φιλόξενος τόπος για ενημέρωση, προβληματισμό και δραστηριοποίηση για τα τοπικά πράγματα αλλά και για θέματα από αυτά που συμβαίνουν γύρω μας, ανοιχτός ακόμα και σε "θυμωμένες" απόψεις με ευπρέπεια και σεβασμό.

Στη δύσκολη συγκυρία θα προσπαθήσουμε να κάνουμε τον ίσκιο μας σημείο συνάντησης και επικοινωνίας για τους συμπολίτες μας και να προτείνουμε λύσεις και διεξόδους για τον τόπο μας που μοιάζει να μην μιλάει με τους ανθρώπους του.

Ξεκινώντας από απλά και μικρά που θα μας επιτρέψουν να ξαναγνωριστούμε και να μάθουμε να συζητάμε και να συνεργαζόμαστε, να λύνουμε προβλήματα.

Εγώ, το Κτήριο των Προσκόπων – IV


[Τα διαλαμβανόμενα  ουδεμία σχέση έχουν με την πραγματικότητα. Τυχόν ομοιότητες δεν αποτελούν παρά ευτυχισμένες ή τραγικές συμπτώσεις. Το μόνο αληθινό, ζωντανό  και υπαρκτό  πρόσωπο στα κείμενα: ΤΟ ΚΤΗΡΙΟ ΤΩΝ ΠΡΟΣΚΟΠΩΝ! ]


4. Οι πολύχρωμες τέσσαρες συν μία εποχές μου (α)

(συνέχεια από το προηγούμενο)

ΕΠΟΧΗ ΠΡΩΤΗ: Η βιβλιοθήκη

Κι εκεί που μια μέρα, είναι αλήθεια ήμουν ευτυχισμένος, ΕΓΩ, ΤΟ ΚΤΗΡΙΟ ΤΩΝ ΠΡΟΣΚΟΠΩΝ και είχα πάρει τ’ απάνου μου, είδα ξαφνικά δυο νεαρούς να μπαίνουν με φωνές και να δείχνουν και να λένε διάφορα, τόσο που λάμπαξα. «Ω!» είπα, «πάλε θα  με βγάλουνε ακατάλληλο». Αλλά κοίταξα, καλύτερα. Τον ένανε τονε γνώριζα κι ήρτα στα συγκαλά μου. Είχε έρτει με κειους τσου έξι. Θα θυμάστε. Δεν σας το κρύβω, πως παρόλο, που έχω βγει κατάλληλο κτήριο-κι υπάρχουν χαρτιά βεραμέντες για φκειο- ώσμε σήμερα μου έχει μείνει. «Καλύτερα να σου βγει το μάτι, παρά το όνομα!», δε λέει ο λαός; Αλλά, παράξενο, όλες τσι εποχές εγώ έχω πολλά μάτια. Δεκατέσσερα, παρακαλώ!

Το λοιπόν, ακουρμάστηκα: Λέει ο ένας, ο γνωστός μου: «Θα μας έρτουν πολλά βιβλία. γράψαμε τσι εφημερίδες, στείλαμε με το Σύλλογο  γράμματα τσου εκδότες». Κι ο άλλος: «Ω! ρε, βιβλιοθήκη που γένεται εδώ μέσα! Από αύριο κιόλας θ’ αρκινήσω!» Φύγανε κι οι δυο χαμογελώντας. Και να σας πω κολέηδές μου, δεν ξέρω, αλλά εφκειούς τσου δύο τσου εσυμπάθησα. Έχουνε κάτι από εμένανε. Όπως κι εγώ, ποτέ δε θα τα βάλω κάτου, δεν θα σκύψω το κεφάλι, αλλά πάντα ελπίζω πως κάτι θα γίνω, έτσι κι εφτούνοι. Πιστεύουνε σε μένανε. Μ’ αγαπάνε. Κάτι μου λέει, πως πάντα θα τσου έχω συμμάχους μου. Και τώρα και για αργότερα. Κολλήσαμε, ρε παιδί μου, πώς να το πω!

Ε! τσι επόμενες μέρες τι έγινε! Κιβώτια με βιβλία να έρκονται, ράφια να γίνουνται, τα βιβλία να μπαίνουν στα ράφια, μεγάλοι και παιδιά να σεργιανάνε να κάθουνται και να διαβάζουν, μεγάλοι να μπαινοβγαίνουν με τα παιδιά μονάχοι κι άλλοτε με τα παιδιά τσου και να δανείζονται βιβλία. Εχέστηκα από τη χαρά μου. Κουβέντες που άκουγα και τσι θυμούνται οι τοίχοι μου!, ηγού!! Ακούστε τσι: «Διάβασα, ωρέ την Παναγία των Παρισίων, του Ουγκώ. Μου έκανε μεγάλη εντύπωσε εκειός ο στρεπέλιας ο Κουασιμόδος». «Κι εγώ να δείς θαύμασα το γράψιμο του Καζαντζάκη. Ο άτιμος σε κουρλαίνει με τη φαντασία που έχει. Και τι αλήθειες που γράφει, ούλες μέσα από τη ζωή!» Κι εγώ να βουτάω από τη χαρά μου στη θάλασσα, έκανε και κρύο, αλλά, αφού είχα χεστεί τι να κάνω; Και μετά να λιάζομαι απά στο κάστρο κι η τύχη μου να δουλεύει. Ανοιχτές οι πόρτες μου στη μία από τσι κάτω αίθουσές μου, ανοιχτές, όπως ακριβώς τα βιβλία.

«Τα βιβλία, ένα ανοιχτό παράθυρο στον κόσμο», έγραψε ένας ποιητής, ο Βρεττάκος. Το άκουσα μια μέρα από δυο παιδιά του Δημοτικού. Λέει το ένα: «Μας έβαλε ο δάσκαλός μας μια εργασία για το Βρεττάκο. Για κοίτα, τι γράφει σε ένα του ποίημα». Κι απαντάει το άλλο: «Α, ναι, πολύ ωραίο. Έτσι κι εγώ το φαντάζομαι. Με τα βιβλία γνωρίζεις τον κόσμο κι ας μην έχεις πάει πουθενά».

Κι εγώ ακούοντας και τηρώντας ούλα ευκειά τα θάματα και τα μαγικά, ζούσα την αρχή τση νεότης μου. Άρχοντας ήμουν, πατρίκιος των γραμμάτων, ποιητής των κινήσεων και ζωγράφος μαζί των αισθήσεων, δομέστιχος των βιβλιοθηκών, δρουγγάριος των βιβλίων, ε, ναι θα το πω κι ο Μέγας Αναγνώστης τση σοφίας του κόσμου. Έμαθα ιστορίες, φιλοσοφίες και μυθιστορήματα και τα μετέδιδα στην περιοχή τση «όλβιας Σάμης», όπως έγραφε ένας Γάλλος περιηγητής. Η Σάμη μου, σκεφτόμουνα άλλαζε. Μαζί με τα νέα κτήρια και τα νέα καράβια που έρχονταν, άλλαζε και το μέσα του κόσμου. Το έβλεπα κάθε μέρα που τα παιδιά κι οι μεγάλοι έμπαιναν τσι ανοιχτές αγκαλιές των βιβλίων μου.

Κι ένα καλοκαίρι έγινε στην επάνω μου αίθουσα μία έκθεση βιβλίου για παιδιά. Ούλοι οι Σύλλογοι τση Αθήνας, τηνε στελιάσανε. Κι ήρτε ένας συγγραφέας και μίλησε και κόσμος πολύς κι επαίρνανε βιβλία για τα παιδιά τσου. Θυμάμαι που είχε πει: «Ας διαβάζουνε τα παιδιά σας βιβλία. Κάθε βιβλίο ανοίγει μια εποχή, κάθε βιβλίο απομακρύνει τα παιδιά από ό,τι κακό έχει γεννήσει ο κόσμος. Στα μέρη σας είχε έρθει παλιά ο Πατροκοσμάς, που συνέχεια έλεγε: Κάθε που χτίζεται ένα σκολειό, κλείνει μια φυλακή. Αγαπητοί μου, έτσι γίνεται και με τα βιβλία». Δημήτρη Ραβάνη-Ρεντή, ελέανε το συγγραφέα. Να’ ναι καλά εκεί που βρίσκεται τώρα:

Κι εγώ, μέσα μου χόρευα. Εσάρταα ωσάν αγριοκάτσικο τα’ Αγιά-Δυνατής, σας λέω. Είχα ανέβει απάνω στην κορφή του Μεγάλου Βουνού, δεν κρύωνα πια, καλοκαίρι ήταν και να σας μολοήσω ότι έκανα για μια νύχτα παρέα με τσι Μούσες του Απόλλωνα, δίπλα στο ιερό του Αινήσιου Δία, δε θα το πιστέψετε. Αλλά, μα τον Άγιο και μα το Δία, με βλέπω ακόμα. κάτου από μια Πανσέληνο που σελάγιζε τσου ουράνιους δρόμους να κορτάρω με δυο τρεις από δαύτες!!. Ναι! Ναι!

Και τσι επέμενες μέρες, τσου επόμενους μήνες ονειρευόμουν: μια μεγάλη βιβλιοθήκη να γίνω, να απλωθώ και τσι άλλες αίθουσες. Γιατί είχα τόσα βιβλία που δεν εχωρούσαν στη μια μου αίθουσα, τη μικρή του ισογείου. Αλλά γλήγορα κιόλας άλλαζα σχέδια: Καλή είναι η βιβλιοθήκη το πολύ να απλωθεί και στην πλαϊνή αίθουσα. Γιατί, εγώ, είχα κι άλλα σχέδια. Να γίνω στον επάνω όροφο ένα Αρχαιολογικό Μουσείο και ταυτόχρονα αίθουσα συνεδρίων, αίθουσα εκθέσεων εικαστικών τεχνών, αλλά. μετά ήρτανε τα παιδιά και ….


ΕΠΟΧΗ ΔΕΥΤΕΡΗ: Το Νηπιαγωγείο

Ήρτανε τα παιδιά και…. πώς όταν ανθίζει ένα κυκλάμινο και λάμπει ο τόπος; Πώς όταν ρίχνει ο ήλιος κι οι σαύρες χορεύουν τρελά; Πώς όταν γεννιέται ο κόσμος απ’ την αρχή κι όλα ζουν τη γενέθλια εικόνα τσου; Έτσι κι εγώ ένιωσα την πρώτη μέρα που ήρθαν τα κουτσούβελα. Έγινα νήπιο κι εγώ. Ένα νήπιο που αρχίζει να ζει την αρχή των αισθήσεων. Παρακολουθούσα μαθήματα, ζωγράφιζα, χόρευα μπάλο και τσάμικο και διβαράτικο και μέρμηγκα και καλαματιανό. και φοξ αγκλέ με το καθένα από δαύτα κι ας μη μ’ έβλεπε. Άγγιζα τα λουλούδια, τα δέντρα μαζί τσου.  Μυριζόμουν τσι μυρουδιές που έφερνε ο Απηλιώτης απ’ τον Αυγό και τσ’ Άγιους Φανέντες.. Ρίγανη και θυμάρι, πεύκο και δάφνη. Έπαιζα θέατρο, τραγουδούσα με τα νήπια και στο διάλειμμα έπαιρνα το κολατσιό μου. Και παρακαλώ έκανα παρέλαση. Άλλο να τα βλέπεις από κει ψηλά που στεκόμουν κι άλλο να είσαι κι εσύ εκεί.

Ω! με τι χαρά κάθε πρωί περίμενα τσου πατεράδες και τσι μανάδες να φέρουν τα παιδιά στην πίσω αυλή μου. με τι χαμόγελα μισοφέγγαρα μου εμπιστεύονταν ό, τι καλύτερα είχαν: Και να σας πω. Κάθε βράδυ ξαγρυπνούσα. Γινόμουν μεγάλος και κοίταζα όλο το σώμα μου .να ’ναι φρέσκο και δροσερό την Άνοιξη και το Φθινόπωρο, ζεστό το Χειμώνα και δροσερό το Καλοκαίρι για τα μικρά θαύματα τση ζωής.

Τα καλύτερα μαθήματά μου ήταν η μουσική, το διάβασμα βιβλίων, το θέατρο, η ζωγραφική.

Κι ονειρευόμουν:: μια αίθουσα με όργανα μουσικά, μια αίθουσα βιβλιοθήκης κι άλλη μία θεάτρου και εκθέσεις ζωγραφικής στη μεγάλη μου αίθουσα. Πού να το φανταζόμουν ότι όλα όσα ονειρεύτηκα θα γενόντουσαν! Όμως όχι όλα μαζί! Ένα - ένα. Σταματούσε το ένα και άρχιζε τ’ άλλο. Μα γιατί; αναρωτιόμουν, γιατί; μήπως οι αθρώποι δεν αντέχουν πολλά;

Τελικά  ΕΙΜΑΙ Ο ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΤΣΗ ΣΑΜΗΣ. Δεν είναι υπερβολή. Όλες οι αίθουσές μου κάποτε θα γεμίσουν.  Όλα θα έρθουν. Όλα γίνονται σιγά- σιγά. «Όλα μαθαίνονται σιγά-σιγά», είπε μια μέρα η δασκάλα στα μικρά τση παιδιά.

Κι έμεινα να περιμένω. Εγώ ο εραλδικός οραματιστής του μέλλοντος. Ακριβώς όπως η ακρογιαλιά πέρα τση Αννούλας περιμένει το κύμα να τση το στείλει ο μπάτης από την Αγιά-Θημιά. Κι είναι σίγουρη, Όπως εγώ πια. Το πάφλασμα των κυμάτων ενώνεται με αυτό του χρόνου, μέσα από μουσικές συγχορδίες χρωμάτων.  Έτσι απαλά και γλυκόηχα, όπως απαλά και γλυκόηχα μια μέρα ήρτανε άλλα παιδιά και…

(συνεχίζεται)

MAJOR ARX

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σχόλια που δεν είναι γραμμένα στα ελληνικά απορρίπτονται.