[Τα διαλαμβανόμενα ουδεμία σχέση έχουν με την πραγματικότητα. Τυχόν ομοιότητες δεν αποτελούν παρά ευτυχισμένες ή τραγικές συμπτώσεις. Το μόνο αληθινό, ζωντανό και υπαρκτό πρόσωπο στα κείμενα: ΤΟ ΚΤΗΡΙΟ ΤΩΝ ΠΡΟΣΚΟΠΩΝ! ]
5.
Οι πολύχρωμες τέσσαρες συν
μία εποχές μου (β)
(συνέχεια
από το προηγούμενο)
ΕΠΟΧΗ ΤΡΙΤΗ: Η Μουσική
Μια
μέρα ήρτανε άλλα παιδιά κι ο κόσμος γέμισε μουσική. Στα σκαλοπάτια μου κυλούσαν
οι νότες, απ’ τα παράθυρά μου έφευγαν κι έρκονταν τα ντο και τα ρε και τα μι.
Στην ταράτσα μου κάθε βράδυ βιολιστές έπαιζαν το τραγούδι των άστρων και το
φεγγάρι σταματούσε να ακούει τα ωραία γενόμενα. Ταξίδευα με τις νότες του
Μότσαρτ και του Βιβάλντι στα μεγάλα του κόσμου σαλόνια. Με τσου ήχους της μουσικής
του Μέρμηγκα και του Διβαράτικου και του Μπάλου ταξίδευα σε εποχές αθώες αλλά
και σε εποχές δύσκολες ετούτου του τόπου.
Να σας τα πω όμως εξαρχής: Τι ένιωσα μια μέρα που οι ψιχάλες με δρόσιζαν! Ένας
γλυκός άνθρωπος ανέβηκε στη μεγάλη μου αίθουσα. Ήταν μαζί μου και αθρώποι του Συλλόγου
τση περιοχής αλλά κι ένας από το Σύλλογο τση Αθήνας. Καινούργιοι τώρα, όχι
εκείνοι οι έξι. Δεν ξέρω γιατί, εκείνοι φύγανε!… Στους νέους αθρώπους του Συλλόγου ήτανε και
γυναίκες. Τι καλά, σκεφτόμουν. «Εδώ,
κύριε Γεράσιμε, θα στελιάσουμε τη Μαντολινάτα». «Α! πολύ ωραία», έκανε εκείνος και γελούσε ολόκληρος. «Θα κάνουμε θαύματα με τα παιδιά τση Σάμης».
Ω!, φώναξα, θάρτουνε παιδιά κι άλλα παιδιά. Η μοίρα μου το έχει. Μια μοίρα
καλότυχη. Να με δένει με ό,τι καλύτερο έχει ο κόσμος: τα νέα παιδιά.
Η τύχη μου στους
τοίχους μου δεμένη με τα παιδιά. Με τη ζωή. Να γιατί εγώ, δεν πεθαίνω. Παίρνω
δύναμη από τη νεότητα. «Ω! νεότητα,
πληρωμή του χρόνου που αχρηστεύει το θάνατο», γράφει ο Ελύτης.
Κι
όπως θα εκαταλάβετε, εγώ, εκουρλάθηκα από τη χαρά μου. Τόσες απανωτές χαρές
μπορώ να τσι αντέξω; Έκαμα την καρδιά μου σίδερο, τι σίδερο, αλιάδα έγινε.
Δάκρυσα, τόσο που η ψιχάλα σταμάτησε. Κι έπειτα το βιολί μου, που το ξέρετε: εσάρτισα ώσμε την κορφή του Αυγού κι
αμά μ’ ένα γλάκιο σκαπέτισα ως τον Αίνο κι έκαμα δέηση στον Αινήσιο Δία κι αμά
έδωσα ένα πήδο ώσμε τα Γρίλα κι άναψα ένα κερί στην Παναγία κι έπειτα έδωσα μια
βουτιά κάτου στην Κουτσουπιά και λάου λάου να μη με καταλάβουνε γύρισα πίσω να
υποδεχτώ τα παιδιά.
Αλλά
θα είμαι βλάκας. Γίνονται όλα αμέσως;
Δεν αργήσανε όμως. Η απάνου αίθουσα και μετά η μία από τσι κάτου μου για πάνω
από πέντε χρόνια, οχτώ αν θυμούμαι καλά- γιομίσανε τραπέζια, κιθάρες και
μαντολίνα και αναλόγια και με το πράσινο πεντάγραμμο να μαθαίνει στα παιδιά τση
Σάμης μουσικούς δρόμους χαράς. Α! εκείνο το πράσινο πεντάγραμμο! Τα παιδιά κι
εγώ μαζί τους να ταξιδεύουμε πάνου τσι ράγες του! Ώσμε το φεγγάρι, τον ήλιο. Κι
ώσμε στον διπλανό που φαινόταν κοντά, αλλά μπορεί και να ήταν αλάργα. «Η μουσική», λένε «εξημερώνει τα ήθη». Μου άρεσε αυτό από τότε, αλλά είχα πάντα τσι
αμφιβολίες μου. Λοιπόν, το ΠΡΑΣΙΝΟ ΠΕΝΤΑΓΡΑΜΜΟ!
ΝΤΟ, για τα παιδιά
τση Σάμης και των χωριών τση, τα καλύτερα παιδιά του κόσμου..
ΡΕ, για τη
μαντολινάτα που έφκιαξε εκειός ο ταλαντούχος άθρωπος.
ΜΙ, για τσι
χριστουγεννιάτικες γιορτές που παίζανε τα παιδιά μου (ναι, παιδιά Μου) στο
σχολείο τσου και για τα μαθητικά φεστιβάλ.
ΦΑ, για τσι
συναυλίες που εκάνανε στο Αργοστόλι, στη βιβλιοθήκη και στο Ληξούρι, στο
Δημαρχείο με τσου χορωδούς από εκειά τα μέρη.
ΣΟΛ, για εκείνη
τη μαγική βραδιά που στη Σάμη, τα παιδιά τση μαντολινάτας επαίξανε το τροπάριο
τση Κασσιανής που το διασκεύασε ο δάσκαλός τσου.
ΛΑ, για την
τελευταία εκδήλωση τση μαντολινάτας στη Σάμη, ένα καλοκαίρι με τραγούδια
διασκευασμένα από το δάσκαλο πάλε. Και
ΣΙ για τον
άθρωπο που σκόρπισε νότες χαρά τσι καρδιές των παιδιώνε. Το δάσκαλό τους (και
δάσκαλό Μου) Γεράσιμο Αποστολάτο. Καλή του ώρα όπου και να’ναι.
Σε ούλα ευκειά
και σε άλλα ακόμα, εγώ, ήμουν μαζί τσου. Περήφανος ήμουν. Η μαντολινάτα Μου
(ναι, Μου) ήτανε η μοναδική τση Κεφαλονιάς. Άκουγα, πήγαινα, ενημερωνόμουν.
Είναι καταγραμμένα τσου τοίχους μου. Κανένας δεν μπορεί να μου τα πάρει.
Χίλιες φορές θα
το πω, ΕΓΩ, ΤΟ ΚΤΗΡΙΟ ΤΩΝ ΠΡΟΣΚΟΠΩΝ ΕΙΜΑΙ Ο ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΤΣΗ ΣΑΜΗΣ!
Έχει κανένας
αντίρρηση; Να σηκώσει το χέρι! Μήπως εκεί στο βάθος; Κανένας αρνητής μου πριν,
που σκέφτεται να γίνει «φίλος» μου αργότερα; Με συγχωρείτε, παραφέρομαι. Με
πιάνουν και μένα πότε πότε τα μπουρίνια μου!
ΕΠΟΧΗ ΤΕΤΑΡΤΗ: Το Καράτε και
η Λέσχη Σινεμά
Και πού να σας τα λέω. Ελάμπαξα μια
μέρα. Μέσα στην ευτυχία μου έκαμα μια βόρτα ίσαμε την Αντίσα. Εγύρισα κι
αποκοιμήθηκα. Τα παραθύρια μου κλειστά, η απάνω μου αίθουσα άδεια.
Κι έβλεπα ένα
όνειρο. Πως έφερναν, λέει, ούλα τα αρχαιολογικά ευρήματα τση Σάμης στη μεγάλη
μου αίθουσα. Κι έβλεπα αρχαιολόγους να σουλατσάρουν, γυάλινες προθήκες να
φέρνουν. Εκεί, εγώ, το όνειρό μου να γίνω αρχαιολογικό Μουσείο. Εκείνο τον
καιρό. Γιατί έναν άλλο είχα άλλο όνειρο. Να γίνω μια μεγάλη βιβλιοθήκη. Ή να
γίνω ένα σπηλαιολογικό Μουσείο. Οι αθρώποι της Σάμης, έλεα, πρόβες κάνουνε.
Πότε με κάνουνε νηπιαγωγείο, πότε μικρή βιβλιοθήκη, πότε αίθουσα πού χορεύουνε, πότε αίθουσα καράτε.
Α, για το
τελευταίο να σας πω, δε μου άρεσε και πολύ. Δεν ήμουν εγώ των πολεμικών τεχνών.
Είμαι κτήριο τση ειρήνης. Αν και η φιλοσοφία του καράτε είναι βαθιά, ξεκινάει
από την εσωτερική ειρήνη του ανθρώπου και τη συνεχή αναζήτηση της αρετής. Κι
έτσι, το δέχτηκα αγόγγυστα. Και δε στενοχωριόμουν, γιατί έβλεπα παιδιά να
μπαινοβγαίνουν, να διασκεδάζουν και να αθλούνται. Αλλά να σας πω την αμαρτία μου: δεν μπορώ να σας κρύψω πως δε χάρηκα,
όταν έπαψα να χρησιμοποιούμαι ως αίθουσα καράτε.
Αλλά, ωρές,
εξεχάστηκα.
Ελάμπαξα, σας
είπα, μετά τη βόρτα μου ώσμε στην Αντίσα. Άκουα συνομιλίες, όπως: «Αδερφέ μου, οι αθρώποι χρειάζονται την αγάπη
μας». Αυτό πιστεύω κι εγώ, σκέφτηκα μεταξύ ύπνου και ξύπνιου. Άκουσα όμως
και μια στριγγιά φωνή: «Εμείς είμαστε ο
λαός που θα ελευθερώσει τον κόσμο». Αμάν, είπα και ξύπνησα για τα καλά.
Ποιος λαός θα μας ελευθερώσει; Ποιος κουρλός τα λέει εφκειά; Καταϊδρωμένος
άνοιξα τα μάτια μου…
«Τα φτερά του
έρωτα», λέγεται η ταινία κι ο σκηνοθέτης τση είναι ο Βιμ Βέντερς. Δυο άγγελοι
κατέβηκαν στη γης, γίνανε αθρώποι και ονειρεύτηκαν μια αθρώπινη γη δίχως
πολέμους και μίση. Προσγειώθηκαν ακριβώς στην πλατεία τση Ανατολικής τότε
Γερμανίας, τση χωρισμένης Γερμανίας. Α! κι αυτή η χώρα. Πόσο εύκολα ξεχνάει.
Δυο φορές «ξέχασε» στο παρελθόν κι αρκινήσανε δυο παγκόσμιοι πόλεμοι. Τι να σας
πω. Τηνε βλέπω τσι μέρες μας να ξεχνάει και τρίτη φορά…
Αλλά, ας πάμε
στο τότε να σας πω τι έγινε: Ο Σύλλογος πάλε με μια ομάδα νέων από τη Σάμη
έφερνε από το Αργοστόλι κινηματογραφικές ταινίες και τσι εδείχνανε στον κόσμο.
Κι ένας καλός άθρωπος από ένα διπλανό χωριό έφερνε τη μηχανή του, τη μουβιόλα
του δηλαδή και έδειχνε τσι ταινίες.
Χαρά που έκανα!
Βέβαια δεν επήρα χαμπάρι τσι καρέκλες που εκουβαλήσανε. Και τι μ’ αυτό. Ο
κόσμος χαιρόταν και ειδικά τα νέα παιδιά. Θυμάμαι τον «Κλέφτη των ποδηλάτων»,
που έπαιζε ο Μαρτσέλο Μαστρογιάννι. Έβλεπα την άθλια ζωή τση φτωχής ιταλικής
κοινωνίας της δεκαετίας του ‘40 και των αρχών της δεκαετίας του ’50 το πόσο
έμοιαζε με τη δική μας.
Ούτως ή άλλως,
που λένε κι οι γραμματιζούμενοι, περνούσα τον καιρό μου. Πότε με τσι ταινίες, πότε με τα
παιδιά του Νηπιαγωγείου, πότε με τα παιδιά τσι Μουσικής, έλεα πως επιτελούσα
επιτέλους το ρόλο μου. Αλλά κάθε τόσο μου έρκονταν σα σβιλάδες οι ιδέες για
Μουσεία και Μεγάλες Βιβλιοθήκες. Ακόμα και για Μέγαρο Μουσικής μου ήρτε η
κουρλή ιδέα. Κι έλεα. Δεν πειράζει κάποτες ούλα θα γίνουν.
Ώσπου μια μέρα
κολέηδές μου …. Ώσπου μια μέρα…
(συνεχίζεται)
MAJOR
ARX