Εκιά τα έτη που ήμουνα μόμολο όπως κλοντίρι, πετσός,κόβαμε κάνα βελιούρι ν’ αγλείψουμε με το κολαούζο μου το Μεμά που ήτονε κοίλαρης κι εγουργούραε ο πρικιλός του, όλο ένα στη παλάμη εκράτιε από ένα μελμιντζέλι, κάνα παστέλι, ή μια κόρα από σταρένιο με λάδι. Εγώ εμήλαα κι εκιός εμασούλαε. Η ιστορία τση αδερφοσύνης μου με το Μεμά αρκινά από στου παππούληδές μας που εγεννηθήκανε και οι δυο τσου το 1882. Ήτονε οι πατεράδε τσου (οι προπαππούληδές μας) σέμπροι των Ενετών και όταν επήανε στο καλό οι ευεργέτες, αφήκανε στο γλυφολόι τσου τα χωροπατημένα.
Οι παππούδες μας το λοιπόν ήτονε καλοστεκάμενοι με το κολέτο τσου, τα λούσα τσου, όλο ντεστρέτσα, κόμηδες. Και τα κρασάμπελα, τα μποστάνια, τα περιβόλια, τα σκάβανε, εργάτες πια, εκείνοι που κάποτες τα ‘χανε δικά τσου… Δε βαριέσαι ο χωρικός ξεχνά γοργά, Θεού θέλοντας!
Οι γιοί τσου το λοιπόν, δηλαδή οι παππούδες μας, εγεννηθήκανε ιλλούστροι, ολίγα χρόνια μετά τη ρέψη τση Βρετανικής προστασίας. Ήτονε από τα γεννητάτα τσου κολέηδες, καλή ώρα όπως εγώ κι ο Μεμάς -νάου-. Είχανε το ίδιο όνομα, τα ίδια μυαλά, την ίδια τύχη… Εδιαφέρανε μόνο, όπως κι εμείς τα ‘γγόνια τσου (εγώ με το Μεμά - νάου-) στα κιλά και το παρατσούκλι. Ο παππούλης του Μεμά ήτο κοίλαρης και τονε κράζανε Μπαμπούσκο η Φλαφλά… Ο πάππους μου ήταν όπως βδέλα και τον ελέανε Σπιγούνη. Εγώ επίστευα πως μας λένε Σπιγουνέους λόγω που στο σόι ειμάστενε ούλοι στέκες, τούτη η παρόλα όμως ήτο από τη σπιγουνία που είναι η ρουφιανιά… Ότα μου το ‘πε η μάνα μου έπαθα σπαλιάρα, έπεσα του θανάτου. Έκαμα το λοιπό βόλτα-φάτσα κι είπα, μεσαθέ μου "δε βαριέσαι ο χωρικός λησμονά γοργά, Θεού θέλοντας".
Οι πατεράδες μας, εμέ και του Μεμά εγεννηθήκανε το 1912 ο ένας και κάπου εδε κι μέσα κι ο άλλος, δε ψιλοκλώθω! Οι πατεράδες μας δεν ήτο φίλοι, παρί στον πόλεμο με τσου Γερμανούς εμαθευτήκανε και γείνανε κολεάτζες, αφού είχανε τριανταρίσει στο μαγγελιό του πολέμου. Ο πατέρας του Μεμά ήτονε γραμμένος σε μια οργάνωση, τη Π.Ο.Κ. που βοηθούσε το ΕΘΝΟΣ μας στη Κεφαλονιά να πλυθεί από τα λοβά, τσου μαγαρισμένους και τσου άγριους… Ο πατέρας μου δεν ήτο γραμμένος πουθενά, τον είχανε γραμμένο, λέγει η μάνα διότι δύο τρις βολές τον είχανε τσοι απόκριες οι Γερμανοί στα Λυκιαρδοπουλάτα με κουκούλα και μπαρμπούτα να τσου δείξει κάτι αιμοβόρους που είχανε λυσοκούκκι και δεν εβαστιόντανε… Εκειές τσι μπαρμπούτες τσι βάνανε σε πολλούς Έλληνες που είχανε το ταπεραμέντο του σπιγούνη που ήθελε απά στη πίνα του πολέμου να είναι μπαμπούσκος… Κι έπειτα… Δε βαριέσαι, ο χωρικός λησμονά γοργά… Θεού θέλοντας!
Εγώ το λοιπό κι Μεμάς εγεννηθήκαμε μετά τον πόλεμο με διαφορά ένα φάσκελο ημέρες. Από βερβελίθρες μικρά παίζαμε στρόμπο, καλικούτσα, και σκαμπίλια. Το 1953, η τρεματούρα τση γης μας άλλαξε τον ανανία! Εγώ κι ο Μεμάς με τσου σεισμούς είμασταν 7 χρονώνε. Εκειά τα χρόνια τση συφοράς ήτονε τα καλύτερά μας. Η γης έκανε όπως κατσαρούλα με ραδικοβλάσταρα να μπουρμπουλίζουνε! Την ώρα τση στράκας έπερνα το μπουρμπουλά μου, κι άκουσα τσου ρόχτους… Άνοιξε το σπίτι όπως σκόρδο προς τα όξου! Ελάγκευα τον ουρανό, ακρουμενώμουνα τσοι σκουξιές κι είπα μεσαθέμου, κοιμήσου πάλε Γερασιμάκι να γδεις τη θάλασσα! Ο Μεμάς εγκρεμίστηκε από τα πάνου στο κατώι απά σε κάτι τυριά και μυτζήθρες. Τον εβγάλανε απ’ τα κοτρόνια ύστερα απ’ ώρα γεμάτωνε τυρί σκόνες και σκατά διότι είχε βγεί το στομάχι του από τη σκιάξει.
Εκειό το καλοκαίρι που δεν έμεινε ρέπεδο είχαμε κουρλαθεί στα σκρεμυδέματα, εμμέναμε τα σούρουπα στ’ αντίσκηνα και τσι μέρες εψαχουλεύαμε τα ερείπια κι ό,τι λιγουρευόμασταν το βαστάγαμε… Τ’ αερόπλανα πετούσανε ρούχα, ψωμί. Τσοι πρώτες μέρες οι χωροφυλάκοι που ήρτανε να μας φυλάξουνε, ό,τι είχε αξία στα ερείπια τα πέρνανε για αναμνηστικά και αφήνανε τα λιμά για εμάς.
Ο πατέρας μου εκειά τα χρόνια εχαϊδολόγαε το σιόρο Λεωνίδα και το Σπυράκη που είχε τη μπάνκα και σε 3 έτη μας σιάξανε δύο σπίτια για το ένα που είχαμε (που έγινε σπρούχνι), επήραμε ένα στο όνομα του πατέρα μου (του Σπιγούνι) κι ένα στο όνομα του παππούλη μου (του γκραν Σπιγούνι), στο περίπου όπως γένετε τώρα με τσοι πίτσες! Ήτονε τότες στα υπουργία του Παπάγου ο ΦΑΜΙΛΙΑΣ κι εμοίραζε τα όβολα που τσου στέρνανε οι Ολλανδοί και οι Σκοτσέζοι, αφού μπρι τα κοσκινίζανε στη σάλα τσου…(μπορδόμυλος).
Η αφεντιά μου ήτανε νιάνιαρο και δε λογάω περι Τσαλδάρη, Σοφούλη, μήτε και το Σοφοκλή το Βενιζέλο. Από κυβέρνηση Ε.Π.Ε.Κ. και μετά θαμποθυμάμε, από τότε που η πρώτη πολιτική άρια που έβαλα στο κούτελό μου ήτονε το "Τι Παπάγος, τι Πλαστήρας" που την είπε ο άλλος ΦΑΜΙΛΙΑΣ, που τσου παράτησε στο ΣΥΝΑΓΕΡΜΟ και επήε στου Παπάγου…
Από τότενες οι σαρταδόροι γλυκαίνουνε το δόντι τσου. Οι ΦΑΜΕΛΕΟΙ που εφάανε τον άμπακο, που δεν ηξεύρανε πούθε πέφτει το Κατάκολο, που πουλήσανε τη Κύπρο, την ελλάδα την ερπίδα τον ελλήνωνε, οι παραμυθάδες μετεξεταστέοι του Καραμπουνιώτη, οι λαϊκόδερτοι που εφέρανε τη χλέμπα και εκάμανε τσου περήφανους Αρκαίους του κόσμου, κομπάρσους του σύμπαντος και τη χώρα μας περιφτερού τση Ευρώπης…
Σε μια διαρκείας ΒΑΣΙΛΕΥΤΙΚΗ ΔΗΜΟΠΡΑΣΙΑ , να κάθουντε στο θρόνο οι τεμπέληδες και μετέπειτα τα παιδιά τσου, τα ανιψούδια τσου, τα αγγόνια τσου και οι παραδουλεύτρες τσου… Α! Δε βαριέσαι ο χωρικός ξεχνά γοργά… Θεού θέλοντας!
Μια τριπιντάρα ξέχειλη στο ψέμα στην αμασχάλη , όλο τρούφα και παρμενία… ΦΑΜΕΛΕΟΙ από ΦΑΜΕΛΙΤΕΣ ανθέλληνες. Μπαγλαμάδες όπου κάθε Πάσκα βγαίνανε πασαπόρτι για ξένες χώρες αυτοεξόριστοι σε ταβερνία και χλιμιντράδικα, κι αμά γυρίζανε στην Ελλαδίτσα διότι έδε κι όξου ήτονε εφκιό που έπρεπε …
ΤΙΠΟΤΣΙ! Κι ερκόντουνε ρεφούδοι από τα γκομενίκια τσου στα εξωτερικά , εδε πά
να πιθώσουνε τα γεννητσάρια τσου και τα περιττώματά τσου. Κι εμείς οι απόγονοι του Κολοκοτρώνη , του Διάκου… αλλά και του Σπιγούνη και του Φλάφλα, μαζεύαμε συλίντρεχοι τα κουράδια τσου να τα κάμουμε λαϊκό προσκύνημα.
-Σιώπα! πετιέται σα το ράπανο ο Μεμάς. Πόρκα μιζέρια! Το κερατό σου το δίφορο… Ορέ τι διάουλο σε βρήκε; Εσύ ορέ δε βάνεις πέτο, τη μία να ΄βγει ο ένας ΦΑΜΕΛΙΤΗΣ την άλλη να μην έβγει ο άλλος …
Και λέγω: Ναι ορέ Φλάφλα… Μπαμπούσκε μου… Δύο είναι οι τραγουδιάρες στην Ελλάδα, δύο οι ομάδες και δύο τα κόματα… τι να κάμω;… και τα λυμπά μου δύο είναι και κάλιο να ήτο ένα να μην επήαινα και τρία έτη φανταρικό, τότενες !
Το λοιπό… ψήφα και ψόφα, έτσι κι άλλος δεν έχουμε άλλα σοβράκια να δώκουμε! Ας βαστήξουμε το ΘΡΟΝΟ. Είναι ό,τι μας απέμεινε. Δε βαριέσαι , ο χωρικός λησμονά γοργά…Θεού θέλοντας.
Ο πατέρας μου επήενε στο Γροστόλι κάθε ΄βδομάδα με το μουλάρι μας το Ντίνο, να πουλήσει κεράσια, φιρίκια και άλλα διάφορα από τα περιβόλια μας… Εγώ δεν έτρωα ποτές φρούτα από τα δικά μας, η μάνα μου λεε να ρίχνω ένα μπήδουλο απ’ τα ξερόκλαδα του γείτονα και να τρώγω τα δικά του, και σωστά! Διότι τα δικά μας τα πουλούσαμε… Μια βολά ο γείτονας μ’ έκανε τσακωτό που έτρωα βούσκα απά στη κλάρα, βαρώ ένα σάρτο απά σε κάτι στουβιές καθότι εκιός δαιμονισμένος έσκουζε πως θα το πει στη μάνα μου… εκεινής… που μ’ έστειλε! Το πατέρα μου τον έπιασε το γλυκύ του (όχι που λήστεψα… που με τσάκωσε) και μου κοκκίνισε το μαγουλόκολο με μια φυλλαδέλα. Έβαλα τότε το Μεμά το φλάφλα και μου φύσιε τη κοκκινίλα να μη πονή…
Το χάραμα ο πατέρας με πήρε στο Γροστόλι να πουλήσουμε τα βάρδασα, μπρακανέλες και πέντε γαλόνια λάδι δηλαδί τόμου και καλοθυμούμε ογδοϊντα πίντες προπέρσινο, ρεγκεμένο. Μου έφυγε ο τάκος ποδαράτο. Πολύς ο κοσμάκης φωνές σάλαοι… Εδε ΄κει που πάτια κάτι λυγγόνια άκουσα ένα σμπάρο και βλαστήμιες… κάτι κουστουμοτοί επλακώνανε
τσοι ξυλιές κάτι νέους ασκημόντιτους… Ο πατέρας μου είπε πως ήτο κάτι κωλόπαιδα από κι οπήσω που ήταν ακόμα ανταρτωμένοι και δε λογούσαν ότι ο πόλεμος είχε τελέψει, ο ποιό βαρύχερος ήτο ο Νωματάρχης… Ο πατέρας λέει ότι οι οικογενιάρχες δε κάνουνε τέτοια πράματα… Κι ότα τον ρώτηξα τι κάμανε, ο πατερούλης μου πέταξε το άδειο κοφίνι στο καύκαλο… Μα τι έκαμα; Ακόμη και τώρα που γέρασα δεν έμαθα τι κάμανε τότες
Και τι σκατά σχέση μπορούσε να είχα εγώ να τη πλερώσω !!! Δε βαριέσαι ο χωρικός λησμονά γοργά …Θεού θέλοντας...
Μ’ έπιασε η χλίψη… Τι παπαρώνω το μυαλό μου στα παλιά… Τι βγαίνει; Μήπως αλλάζει η βαβήλα ρούχα;;; Πιάνω το γερομπαμπούσκο από το χέρι και τηρώ τα χέρια που θα σκατοπράξουνε στη κάρπη άλλη μια βολά και του λέγω -Αδερφικέ μου Φλάφλα, μούρτε μια ποθυμιά να σου αφιδευτό κάτι… Έτσι, τώρα σα σβηλάδα ήρτε στο καύκαλό μου και θέλω με το στανιό να στο πω! Να, τότες… για πολλά έτοι, δε… δεν είχα έρτει στη γιορτή σου ποτές… Ανασκούμπωσα τη ρεμπάρτα μου και έκαμα το φινάλε. Δεν είχα σένσο πως το βαφτιστικό σου… ήταν …απαράλαχτο με το δικό μου… δε λόγαα ότι γιόρταζες του ΆΓΙΟΥ. Έλεα άλλο Μεμάς κι άλλο Γερασιμάκης…
ΕΙΜΑΣΤΕ ΟΛΟΪΔΙΟΙ Φλάφλα μου… και τήρα τώρα μη το κάμεις βούκινο για θα σου σπάσω τσοι σπιέρες. Κι ο γεροΜπαμπούσκος γελαστός και μασουλώντας ένα παραδοσιακό χοντόκι δύσκολολέει όπως χάχας -παλαμίζω το ευαγγέλιο, σκληρόν εστί και λέγειν… μα …και να μας κρεμάσουνε κουδουνέλια που είμαστε στάμπα, δε βαριέσαι ο χωρικός λησμονά γοργά
…Θεού θέλοντας.
Ναι! Λέω στο αδέρφι μου… εκιό που έκαμε τσοι Φαμελιές μας να μην πεθάνουν από ντροπή…είναι ακριβώς ευκιό! Ότι ο χωρικός ξεχνά πολύ γρήγορα …Θεού θέλοντας!
Κοντραστάρος
Άρθρο Αναγνώστη
Να σου αφiδευτώ κάτι ρε Κοντράσταρε; Το λοιπόν εδώ και 5-6 χρόνια με είχε πιάσει xλίψη γιατί σε μια ξαφνική σβελάδα του μυαλού μου, έτσι σα να είδα θείο όραμα διερωτήθηκα: Ρε μπάς και ο Γερασιμάκης είναι περισσότερο λακαμάς απ΄το Μεμά, ή τα΄ανάποδο: Εσύ τόσο άργησες ορέ να βρεις τον κολέα σου;
ΑπάντησηΔιαγραφήΠάντα «ωραίος» μπράβω.
Ευκαριστώ Σταράτε και καλόνε ψήφο …αν και
ΑπάντησηΔιαγραφήΌπως και να γύρεις το πιθάρι είναι τρούπιο στη στέγνη του.
Τσοι ευχές μου και τσου αναγνωστέους και τ’ αφεντικά στο
ΡΟΥΠΑΚΙ, που με τσοι ευλογίε τσου ανταμώνουμε…
Να μη φοβούμαστε οροί που ειμαστένε λίγοι, με τσου πολλούς χανόμαστε…
Οι ολίγοι δεν γίνοντε ποτές μιλιούνια, παρί μόνο ψηλώνουνε και γλέπουνε
Τσου άλλους τσου τριπίθαμους. Και τα πρωγιά τσου φωνάζουνε ---Ε! Τι κάνετε μωρές κι κάτου στο τριφύλλι και τι βλίχα;;; ΕΕΕ! Μη ντρεπεσάστε, είστε όμορφοι … Σηκώστε τη μουσούδα σας οροί,
Για μια βολά …μα τον Άγιο…Μη φοβισάστε… για μια βολά !
ΚΟΝΤΡΑΣΤΑΡΕ ΜΟΥ έλεες άλλο Μεμάς και άλλο Γερασιμάκης.Ξέρεις πόσο πόπολο νομίζει ότι είναι άλλο ό Κωστάκης και άλλο ο Γιωργάκης.Και έχει δίκιο αφού έχουν άλλα ονόματα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚοντραστάρε,γειά σου. Είχες χαθεί για πολύ καιρό. Αν και βέβαια με τη δύναμη τού γλωσσικού σου εργαλείου μάλλον μας τηράς αφ' υψηλού (από κεια πάνου, βεραμέντες). Συνέχισε όμως. Έτσι κι αλλιώς οι θέσεις σου είναι πάντα εύστοχες και σοφές. Εγώ δεν έχω τσίποτσι άλλο να πω -για τη Σάμη και τα αρχαία τση- παρί για άλλη μια φορά λέω "φωνή βοώντος εν τη ερήμω". Όπως θα κατάλαβες δηλαδή, σε προκαλώ να γράψεις κάτι, μιας και τα κείμενά σου έχουνε πάντα μοναδικό ενδιαφέρον. Έλεγε κάποτε ένας φιλόσοφος: "Αφού χάσαμε τα έργα τουλάχιστο μας έμεινε ο λόγος.Να δούμε όμως τι θα κάμουμε και μ' αυτόν..."
ΑπάντησηΔιαγραφή"major arx" το αστερόεν