(Βόρε μάτια μου!Το άρτρο εγράφτει ξανά και ματαξανά λόγο του ιού...Σκουζάτε και τσ' αγάπες μου!)
Είμαι ένα γουρούνι και κάποτες κορδωνόμουνα για εφκειό. Τώρανες οι σύγχρονοι Ευρώπηδες μελετάνε με ντισπρέτσο τ’ όνομά μου και κογιονάρουνε αναμεταξύ τσου: «Μη μασουλάς, ωρέ σα γουρούνι», «Πήαινε πλύσου ωρέ που βρωμάς σα γουρούνι», «Μη σκούζεις σα γουρούνι», «Μη πασαλείβεσαι σα γουρούνι»… Ετούτο το άττο, εφκειά τα μελέτια, εφαντάζανε στο είδος μου όπως μπάμπαλα και μας ερκόντανε γελόκλαψα, γιατί του λόγου μας τα γουρούνια εκάναμε τ’ ανάποδα…Ελέαμε: «Μη ωρέ μινάρεις σαν άνθρωπος», «Μην τρως ό, τι ορμόνες σε σερβίρουνε όπως τσ’ ανθρώπους», «Μη σέρνεσει τσι λάσπες όπως άνθρωπος», «Μην κορκοσουρεύεις ωρέ όπως οι άνθρωποι», «Τόμου σε ζώσουνε οι πείνες μη μασουλάς το διπλανό σου όπως κάνουνε οι άνθρωποι» κι άλλα τέτοια…
Πράματι, μοιάζουμε εμείς οι χοίροι με τον αρχιστράτηγο, τρομάρα του, των ζώων, μόνο που δε βαστάμε καπίττουλα, δε φοράμε κούδα και δεν ψηφίζουμε. Μ’ έχει πιάσει το γλυκύ μου με τ’ αφεντικά. Δε δικάει που με φουσκώνουνε για να με μασουλήσουνε, μου πετούνε στη μουσούδα αποφάγια και τσιτσιμίδια, βαστούνε τη μυτόγκα τσου σα με γλέπουνε, λες και οι μασκάλες τσου κι ο απατός τσου μοσκοβολούνε μπαζαούλι. Παρί βεραμέντε, λένε και παπαρδέλες, όπως ότι τσου κόλλησα γρίπες και οστρακιές.
ΑΝΘΡΩΠΕ ΨΕΥΤΗ, ΠΑΡΕ ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΜΟΥ ΓΙΑ ΡΟΓΑ. Και τήρα, ωρέ, βάλε το όπου θέλεις!
Μακριά κι αλάργα άνθρωπε, σου μοιάζω και το ξεύρω.
Είμαι ζόρκος κι ανάλλαγος στη στάνη μου υποφέρω.
Στάζει η μύτη μου ρονιά, μου κόλλησες τη γρίπη,
ζιφτάρι το μουσούδι μου και το φαΐ μου λύπη.
Κάθε πρωΐ τσι σκόνες σου προς πάχυνση για λόρδες
μπαλότσα με κατάντησες, ψάχνω να βρω τσι κόρδες.
Φταρνίστηκες στο μούτρο μου και μού ’δωκες τη θέρμη
κι ένα παπόρο στο γιαλό μούφα εμβόλια φέρνει.
Φωτιά να ζώσει τη φυλή και τα εργοστάσιά σου
μάσκες, εμβόλια, λεφτά που να παρτεί η μιλιά σου.
Τα όπλα είναι φτηνότερα και τα βαστούν’ ολίγοι
τα φάρμακα είναι τση μοδός κι ελέγχουν ποιος να φύγει.
Του γουρουνιού απέναντι μην του μιλάτε τώρα
εσκέφτηκε όπως άνθρωπος πριν από λίγη ώρα.
Δεν είν’ οι Εγγλέζοι οι κακοί μήτε οι Αμερικάνοι
παρί ένα βόι στο μαντρί που όποτες θέλει κλάνει.
Τόμου και σου ’ρτει ανάσβολος ο θρόνος σου ανθρωπάκι
το σύμπαν θα θαραπαεί στο καθαρό νεράκι.
Όταν χαθεί το είδος σου μαγκούφη ανθρωπάκο
Με ευρώ, χρυσάφια, φάρμακα θα σ’ εύρω μες στο λάκκο.
Κι αν σου μυρίζω στα χωριά μη μ’ έχεις, πια, κλεισμένο
χρόνια εκατό μ’ είχες ορέ πατόκορφα χεσμένο.
Τώρα που το ρουθούνι σου μύρισε ναφταλίνη
τ’ ανάσκελα σταυρώνεσαι να ιδείς τι θε να γίνει.
Και μέσα στο ντελίριο και την υποκρισιά σου
ΜΕΝΩ ΓΟΥΡΟΥΝΙ όσο μπορώ, στο ξώφεγγο, μακριά σου…
Άρθρο Αναγνώστη
roupaki: Μας μπέρδεψε αυτή τη φορά ο Κοντραστάρος, μας έστειλε το ίδιο σχόλιο σε 3-4 διαφορετικά άρθρα. Τον εχτύπησε λέει ο ιός, δύσκολες εποχές για τα συμπαθή τετράποδα. Στο τέλος καταλάβαμε ότι ήθελε να είναι άρθρο, όχι σχόλιο, νάτο λοιπόν!
Οι χαρές του χοίρου
ΑπάντησηΔιαγραφήΝα είστε καλά, να με καλά που μιά βολά όπως τώρα,
Μαντέψατε τι σκέψη μου που μπρι ολίγην ώρα ,
Έψαχνα να ΄βρω το άρτρο μου το κακομοιριασμένο
Και ξάφνου φανερώθηκε μέσα , εδε πά ,κλεισμένο
Χαίρομαι που δε διαψεύστηκα όταν έγραφα ότι ο Κοντραστάρος συνεχίζει τη μεγάλη παράδοση του κεφαλονίτικου πνεύματος και της σάτιρας. Με τούτο το σημείωμα και βέβαια με το ποίημα του χοίρου που είναι κόλαφος για τον άνθρωπο και τα "σέστα" του περίτρανα το αποδεικνύει. Χαίρε, λοιπόν, Κοντραστάρε!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή"major arx" το αστερόεν