Δικέλης Βλιχός
ΣΤΟ ΛΑΟ ΜΟΥ ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ
χαίρε ω χειρώνακτα των λέξεων
επαναστάτη αλλοτινών εποχών
εις δέλτους αράχνης χαμένε
να αναθυμάσαι, κάποτες ήμουν
τι ήσουν αλήθεια
θυμήσου
χαίρε ω πάλαι ποτέ των αγρών απελάτη, βοσκοτόπων Ελπήνορα
δειλιάζεις στο ελαφρό αεράκι
μην και κρυώσεις κι ο βήχας σε ρίξει κατάχαμα
και πού να δουλέψεις δεν έχει δουλειά
θυμήσου
χαίρε ω που ξημεροβραδιάζεσαι
στους οίκους της ανοχής εφορείας
σε ταμεία να λες ΔΕΗθώμεν
τον οβολόν σου προσφέρων
ουφ, τη βόλεψα πάλι
ψελλίζεις στο σκύλο σου πλάι
θυμήσου
χαίρε ώ λατρεμένε βουλευτών κι εκλογών
που φωνάζεις μεγάλες φωνές
κι όταν έρθει η ώρα αγάλια λακίζεις
θυμήσου
εκείνες τις δισύλλαβες πυρπολήσεις
των ενετών, σαρακηνών πειρατών και των άλλων
μπουμ μπουμ και πάλι μπουμ μπουμ
στις πλατείες των εγγαστρίμυθων φωνηέντων
συλλογίσου
ότι οι πολεμίστρες του κάστρου
θα κλείσουν ωσεί μπουκαπόρτες πορθμείων
και ελλείποντος οξυγόνου θα φαντάζει η χώρα
θάλαμος αερίων κανονιοφόροι σφηνωμένες
μηδέποτε αρραγείς εις τον αιώνα
ουδέποτε εισηγμένες μιας κυβερνήσεως πόρνης
ανά τους δαιδάλους των ατραπών
ενός κόσμου εφέδρου
ψυχορραγούντων δέντρων
απόντων θυσσανωτών αγρών
και ω του θαύματος δε χάθησαν όλα
εκεί στων αμαξών την καραμπόλα
να ‘σου ο βαγγέλας πιο κει ο τζεφρής
εκεί η άννα εκεί κι ο παντελής
ο χάρης και ο λοβερδής
κι ο οψίμως φωνασκών χρυσοχής
μουγκανίζων ανάρθρως
και ο χέρι-χερής
σωτήρες σωτήρες καλοί
σα μια κουστωδία φρικτή
και τώρα ο παπαδημής
εγκατασταθείς αμανάτι
εις ένλασπον μονοπάτι
ωσεί μεσσίας
προσμένων χρυσόν
μονάχα χρυσόν
τα υπόλοιπα, χέστα, είπε
κι αρχινώ ο τρελός τράγου ωδή
καλοί καλοί αλί τρισαλί
σα μια κουστωδία φρικτή
και πάλι εγώ ο πτωχός, τραγουδώ
ασύλλαβες και παράξενες λέξεις
πρου πρου και πάλι πρου πρου
ένας άλλος μ’ ακούει κοντά και μου γνέφει
πιο κει ένας όνος
πρόδηλος πόρνος
καθόλου παράς
παρα-παρα-παρα-μονεύων
ως χέλι λαγκεύον
ο σαμαρής
ωσάν πετεφρής
με μουτσούνα αγάλι
ως φάντες προβάλλει
της παλλάδος κεφάλι
που άνοιξε πάλι
και να ιαχές
καθόλου αμυχές
και όλα καλά
μονάχα αλλά
ο κοσμάκης στη μούχλα
να γυρεύει μια μπούχλα
τις πταίει; η μούχλα;
ή μήπως η μπούχλα;
μηδέ και η μπούφλα;
ΔΙΚΕΛΗΣ ΒΛΙΧΟΣ
ΣΤΟ ΛΑΟ ΜΟΥ ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ
χαίρε ω χειρώνακτα των λέξεων
επαναστάτη αλλοτινών εποχών
εις δέλτους αράχνης χαμένε
να αναθυμάσαι, κάποτες ήμουν
τι ήσουν αλήθεια
θυμήσου
χαίρε ω πάλαι ποτέ των αγρών απελάτη, βοσκοτόπων Ελπήνορα
δειλιάζεις στο ελαφρό αεράκι
μην και κρυώσεις κι ο βήχας σε ρίξει κατάχαμα
και πού να δουλέψεις δεν έχει δουλειά
θυμήσου
χαίρε ω που ξημεροβραδιάζεσαι
στους οίκους της ανοχής εφορείας
σε ταμεία να λες ΔΕΗθώμεν
τον οβολόν σου προσφέρων
ουφ, τη βόλεψα πάλι
ψελλίζεις στο σκύλο σου πλάι
θυμήσου
χαίρε ώ λατρεμένε βουλευτών κι εκλογών
που φωνάζεις μεγάλες φωνές
κι όταν έρθει η ώρα αγάλια λακίζεις
θυμήσου
εκείνες τις δισύλλαβες πυρπολήσεις
των ενετών, σαρακηνών πειρατών και των άλλων
μπουμ μπουμ και πάλι μπουμ μπουμ
στις πλατείες των εγγαστρίμυθων φωνηέντων
συλλογίσου
ότι οι πολεμίστρες του κάστρου
θα κλείσουν ωσεί μπουκαπόρτες πορθμείων
και ελλείποντος οξυγόνου θα φαντάζει η χώρα
θάλαμος αερίων κανονιοφόροι σφηνωμένες
μηδέποτε αρραγείς εις τον αιώνα
ουδέποτε εισηγμένες μιας κυβερνήσεως πόρνης
ανά τους δαιδάλους των ατραπών
ενός κόσμου εφέδρου
ψυχορραγούντων δέντρων
απόντων θυσσανωτών αγρών
και ω του θαύματος δε χάθησαν όλα
εκεί στων αμαξών την καραμπόλα
να ‘σου ο βαγγέλας πιο κει ο τζεφρής
εκεί η άννα εκεί κι ο παντελής
ο χάρης και ο λοβερδής
κι ο οψίμως φωνασκών χρυσοχής
μουγκανίζων ανάρθρως
και ο χέρι-χερής
σωτήρες σωτήρες καλοί
σα μια κουστωδία φρικτή
και τώρα ο παπαδημής
εγκατασταθείς αμανάτι
εις ένλασπον μονοπάτι
ωσεί μεσσίας
προσμένων χρυσόν
μονάχα χρυσόν
τα υπόλοιπα, χέστα, είπε
κι αρχινώ ο τρελός τράγου ωδή
καλοί καλοί αλί τρισαλί
σα μια κουστωδία φρικτή
και πάλι εγώ ο πτωχός, τραγουδώ
ασύλλαβες και παράξενες λέξεις
πρου πρου και πάλι πρου πρου
ένας άλλος μ’ ακούει κοντά και μου γνέφει
πιο κει ένας όνος
πρόδηλος πόρνος
καθόλου παράς
παρα-παρα-παρα-μονεύων
ως χέλι λαγκεύον
ο σαμαρής
ωσάν πετεφρής
με μουτσούνα αγάλι
ως φάντες προβάλλει
της παλλάδος κεφάλι
που άνοιξε πάλι
και να ιαχές
καθόλου αμυχές
και όλα καλά
μονάχα αλλά
ο κοσμάκης στη μούχλα
να γυρεύει μια μπούχλα
τις πταίει; η μούχλα;
ή μήπως η μπούχλα;
μηδέ και η μπούφλα;
ΔΙΚΕΛΗΣ ΒΛΙΧΟΣ
Χαιρε ω Δικελη Βλιχε!
ΑπάντησηΔιαγραφή