Μια πορδή που δεν έκρουξε!
Μήτε σάλαος, κι έκαμε το σύμπαν σπρούχνη!
Πατριώτες όπου ρουχουνάτε ανοιχτόματοι!
Πατριώτες διαούλοι και Θεοαστράφτωντες!
Η πείνα, η γλίδα, και τα ψόφια είναι έδεκει που είναι το φαγί, το λαδοσάπουνο και τα ζωντανά! Πρέπει για μια βολά να βουτήξουμε ούλοι μας βαθιά στην καρκούτα μας, όπως βουτάμε την κόρα στο γιδόγαλο, όπως βουτάμε τα βούσκα τση γειτόνισσας που μας βούταγε τσι κοντούλες, όπως βουτάμε την ψόλα μας, τση γυναικός τη βλίχα … Κι ότανες κάμουμε την παπάρα ΟYΛΟΙ μαζί να στείλουμε στο διάουλο τσου διαούλους και στο μέγιστο τσου μεγιστάνες να πλέκουνε μαξιλάρια στου παραδείσου τα περιβόλια…
Τσιρλίσανε οι γριές τσου αστραγάλου τσου μη και μας διώξουνε οι Ευρώπες. Δώστε τα κοτέτσια που σιάξατε με τσι επιδοτήσεις στα μούτρα τσου και χαρίστε τα δάνεια και τα όβολα τσου Γιωργάκηδες, τσου Κωστάκηδες και σε ούλους τσου γλόμπους που αντίς να παίζουνε στρόμπο, παίζουνε τσου κυβερνήτες σε χώρα που δεν «υφίσταται». Ένας συφερτός από χορευτάδες, μούλους που τσου κουβαλάμε το κατουροκάνατο τ’ άψιλου.
Δε θέλουμε τα τάλαρα οπίσω ορέ! Να ψοφήσετε δελέγκου δελέγκου θελουμάστε!
Τσινοροβλεφαρίθρα αντι τσινοροβλεφαρίθρας!
Παλιοτεμπέληδες γκαλοπίστες… Εμπόροι οικοπέδωνε και ιδεώνε! Παραμυθάδες, Τριβιζάδες - Αίσωποι, αποβράσματα από κούνια ( μπέλα )… Διαφημιστές δανείων, προαγωγοί επιδοτήσεων! Σκύλοι χωρίς άντερο! Οβραίοι μπάσταρδης κοπής… Πανάθεμάστε ανώτατοι δημόσιοι των τεσσάρων χρόνωνε εναλλάξει, που κολοκάτσατε τσους τρόνου σας για να στακάρετε τα ελληνικά πλούτια, να εμποδίσετε την παραγώγα, να κρύψετε τα χρυσά και τα πετρέλαια… Να κουρκουτιάνετε τσι καρκούτες ενός ολόκληρου λαού που έχασε πλούτια, ψυχή, μούρη, σύνορα, σκέψη, μέσα σε σαράντα χρόνια μαυριδερής μοίρας, μίζας, μίξας! Μαυραγορίτες που κογιονάρατε τσου καλούς και γλωσσογλείφατε τσου διαούλους!
Ωρέ Λαέ… Μη πλερώκετε το φως «σύγκορμοι». Σφουγγίστε τσου πισινούς σας με τα γραμμάτια που σας φόρτωναν οι γκόμενες που διαφημίζανε δάνεια στα γραμμόφωνα και τσι τελεβιζιόνες, όπως γιαούρτια! Τα όβολα δεν επήανε πουθενά! Στην Ευρώπα είναι, και περισσότερα! τόμου και βάλεις τα μαύρα, τα ξέπλυτα, τα πλαστά, παρί να στα δώσουνε δε γουστάρουνε! Κι εσύ μαύρε μου, τσου δίνεις το υστερό σου όπως πουλακίδα. Αφού έκαμες το σκατό σου γαλέτα, κάνεις και τα τσίτσια σου τυρόγαλο!
Τι διάουλο ωρές θέτε; Πρέπει να έχουμε δυνάστες και κατοχέους για να ‘χουμε ψωμί και παιδία;;; Τα μόμολα που σπείρατε κι από τη σακούλα τση μάνας τσου τα έχετε φεσώσει, χωρίς πατρίδα, ένα δράμι ιδανικό, μια ιχιά ορπίδα, μια στάλα ξέθαμπης ζωής, αξιοπρέπεια, ιστορία ολόρτη!
…Ούτε καυλοστέλιαρο δεν έμεινε ολόρτο! Εγείρανε τα καλάμια κι οι ντοματιές σαπίκανε στη γης, τη γης που σ’ άλλα χέρια θα περάσει και τσι σαπιοντόματες θα τσι λένε κέτσαπι. Ούλο κοροϊδία είναι η εξουσιόδουλοι χρηματομαζευτές τραπεζορουφήχτρες που διορίζουνε πρωθυπουργόσκατα, φλώρους μονάρχιδους, σκυλάδες, δικολάγνους, ρέμπελους…
Δεν υπάρκει αδέρφια τίποτσι που έχετε να παρλάρετε με δαύτους και τίποτσι να περιμένετε. Ευκείνοι είναι σιαγμένοι να μπογιατίζουνε το τίποτσι!
Κάψτε τους!
Μαυρίστε τους!
Ό,τι χρωστάτε μην πλερώνετε!
Τα πρέπει μοναχοί σιάξτε !
Να φτωχέψει η πατρίδα… Να μας διώξουν οι Ευρώπηδες! Στα λοιμπά μας!!!
Μη δέχεσάστε τσι επιδοτήσεις, τσι έντοκες ελεημοσύνες για ξεπούλημα, που τσι γράφουνε οι ντεφτέρηδες !
Τσου δημοσιογραφίσκους σοουμάνηδες μη τσου κλαις εκεί που πα να σκύψουν…Με το σουγιά στο κούκαλο!
Καρδούλες μου! Μάτια μου συνάθρωποί μου… Α Ε Ρ Α Α Α Α Α Α!!!
Φλάσι μπάκι
…Η Βερονίκη η φραπαδιασμένη που ήτο αδύνατη κάποτες, όπου είναι ελλήνισσα κι ο παπάκης τση ήτο από τη Σικελία και η γκρα μάνα τση Πόντια. Που τότενες με γαργάλαε να τηνε στεφανωθώ επειδής τση τον ακούμπησα πέντε έξι βολές απά στo σκολειό στα Dihalia. Τώρανες μου είναι γειτόνισσα, θηλυκωμένη με ένανε … ξένο, από κι οπίσω, τα Ληξούρια! Έχει τρεις θηλυκές κι ήθελε τρία αρσενικά. Έχει τον άλλονε, κι ήθελε εμέ! Τση αρέκουνε τα ζώα μιας και μοιάζει με δαύτα, μα είναι αγρότισσα και καταπιάνεται με τα φυτά που δε μοιάζει με ευκειά, παρί είναι!
Βλαστημάει εκειό που ψηφά, μπρι και ακολούθως. Η χαιρετούρα τση είναι «τι κάνεις;» Και την διαφέρει να σου πει ευκούνη τη κάνει και τη δεν κάνει! Κακολογεί την κόρη του παραδίπλα τση, που την άκουε να αγκομαχάει, έλεε, στην Τσέκα και το σκότη τση κολυμπά αβέρτα στη ρομπόλα! Νια κοπέλα! Ενώ τα κορίτσα τση είναι τύπος και υπογραμμός, δε βάνουνε στο στόμα τσου ξύδια, παρί φούντες φουμάρουνε και το πουρνό ανοιχτοματούνε νηφάλιες. Και βεβαία δεν τσου τρώει το πουλί τσου γιατί από την Τσέκα μήτε που περιδιαβαίνουνε!!!
Η Βερόνικα το λοιπόν τόμου και λιμπιστεί στο περιβόλι μου κάνα καλούδι, αντίς να μου το ζητήσει, έρκεται με ότι μπομποφανίες έχει του πεταματού να με τρατάρει.
«Άκουσε Βερόνικα» τση λέγω «εψές μου έδωκες ένα βατσέλι μωρόπουλα που τα έδωκα του γαιδάρου κι εκειός μου γύρισε το κόλο του. Είχανε κάτι κούκες όπως μπαρμπαρόσυκα!»
Κάνει τα μούτρα τση κοκκινιστά και λέγει «Τα κολοκύθια μου γείτονα είναι σκέτοι κουραμπιέδες!»
Εγώ: «Να τρυγάς τσου κουραμπιέδες Βερόνικά μου δέκα μέρες νωρίτερα να μη γίνουνται γουρουνοκολόκυθα!» Καθώς έσκυψε το μουσούδι τση μαλάκωσα και τση λέγω: «Ένα μινούτο να σου δώκω ρη γειτόνισσα λίγα βούσκα και μια τσαντιά φιρίκια.»
Τη γιομίζω το λοιπό με φκιά, βάνει το κούτελο στα σκέλια και τραβάει για το μποστάνι τση.
Βγάνω τα σκαρτσούνια μου κάθουμε στο σκαμνί και βάνω τα ράδια που τραγουδάγαανε τα μνημόνια. Μπρι σκεφτώ κλάνω ασάλαα και συλλογάμαι.
Άγιε μου Νοταρά για να φτάκουμε τα ονείρωττα … Τσι Ευρώπες, ήθελε να πέσουμε τόσο χαμηλά;
Κοντραστάρος.