Βέβαια, η επιστροφή των ιερών λειψάνων εγείρει ερωτήματα ή καλύτερα ευκαιρία απαντήσεως σε καίριες ερωτήσεις όπως αυτές προκύπτουν έπειτα από τους εορτασμούς για την έλευσή τους. Προτίμησα να αναφερθώ σε αυτά τα θέματα που θα μας απασχολήσουν στη συνέχεια, όχι άμεσα, πριν ή μετά από τους εορτασμούς, αλλά τώρα, όπου παρήλθε ελαφρώς τι ο χρόνος και χωρίς συναισθηματισμό θα μπορούσε να γίνει μια ανάλυση αρτιότερη τηρώντας τις βασικές επιστημονικές αρχές της αγιολογικής μεθόδου που ερευνά, εκτός από το βίο της κάθε εκκλησιαστικής προσωπικότητας αλλά αυτό το “sitz im leben” δηλαδή το κοινωνικό, εκκλησιαστικό, ιστορικό και πολιτικό περιβάλλον, μέσα στο οποίο γεννιούνται και αναπτύσσονται οι κατά τόπους παραδόσεις, ιστορίες και θαυματολογίες του εκάστοτε αγίου.
Στο παρόν θα αντιστρέψουμε τους όρους: θα γίνει μια προσπάθεια εύρεσης αυτού του πλαισίου όχι την εποχή που έδρασαν οι άγιοι, αλλά της σημερινής η οποία έζησε αυτό το μεγάλο γεγονός της επιστροφής των ιερών αυτών λειψάνων. Όμως τόσο η ιστορία, όσο και οι λατρευτικές πρακτικές δεν αποτελούν καταστάσεις που γεννιούνται εκ του μη όντος, άλλωστε η θεωρία της σχετικότητας είναι αυτή που απορρίπτει μια ιδεατή γέννηση, τουλάχιστον όταν μιλούμε για υλικό πολιτισμό, από το μηδέν.
Οι πρακτικές της τιμής των αγίων (αρχικά μαρτύρων) αποτελούσαν μέρος της κοινής λατρευτικής ζωής των πρώτων χριστιανών. Όταν μιλάμε για πρώτους χριστιανούς κάνουμε λόγο για τις χριστιανικές κοινότητες που γεννήθηκαν από τους Αποστόλους, των οποίων οι μαθητές και οι αυτών μαθητές ηγήθηκαν (δηλ. οι λεγόμενοι «Αποστολικοί Πατέρες» 1ος-2ος αι. μ. Χ) και βέβαια για την πίστη τους διώχθηκαν έως θανάτου. Πρώτοι όμως χριστιανοί είναι και εκείνοι που έζησαν και την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου και κατά την άποψή μου πρώτοι χριστιανοί μπορούν να θεωρηθούν εκείνοι που ζουν και την εποχή του Ιουστιανιανού, δηλαδή τον 6ο αιώνα.
Αυτοί, λοιπόν, οι πρώτοι χριστιανοί ήσαν εκείνοι που τίμησαν το μέλος της κοινότητας το οποίο ευαρέστησε στο Θεό (είτε δια του μαρτυρίου, είτε δια της αγίας βιοτής, είτε και για τα δύο μαζί). Για την πρώτη χριστιανική κοινότητα η τιμή των αγίων αποτελεί σημείο κομβικό για το οποίο εγείρονται ερωτήματα: από ποιο παρελθόν έθος οι χριστιανοί άρχισαν να τιμούν τον άγιο αλλά πολύ περισσότερο τα λείψανα του; Στη παρούσα ερώτηση έχουν δοθεί αρκετές απαντήσεις, εμείς θα αρκεστούμε σε δύο εναλλακτικές.
Οι εβραίοι θεωρούσαν το νεκρικό σώμα ως αιτία τελετουργικού μολυσμού ενώ τους τάφους (οι οποίοι ήσαν σαν μικρές οικίες) μέρη στα οποία απαγορεύονταν η είσοδος. Το ίδιο ίσχυε και για τους τάφους των διακεκριμένων εβραίων, όπως των πατριαρχών Αβραάμ, Ισαάκ και Ιακώβ ή των προφητών. Για αυτό το λόγο αλλά και για οικονομικούς (ενίσχυση των προσκυνηματικών ταξιδιών) δημιούργησαν ένα είδος προσκτίσματος επί του τάφου, το οποίο επέτρεπε τη θέα του νεκρικού θαλάμου αλλά δεν άπτονταν αυτού με αποτέλεσμα να μην δημιουργείται νομικό πρόβλημα ως προς τον τελετουργικό μολυσμό. Ο τάφος όμως του Κυρίου ήταν κενός, αφού Αυτός ανέστη κι έτσι η πρώτη χριστιανική κοινότητα των Ιεροσολύμων, που εκ των πραγμάτων είχε εβραϊκές καταβολές, μπορούσε ανενόχλητα να ασκεί τις θρησκευτικές της πρακτικές. Οπότε, η μια άποψη, η λεγόμενη και «κλασική» βρίσκει ως ρίζα της τιμής των τάφων των αγίων και των λειψάνων τους, την εβραϊκή τιμή όπως αυτή εκχριστιανίζεται μέσω του τάφου του Κυρίου.
Η δεύτερη άποψη, προέρχεται από το γερμανικό προτεσταντικό χώρο και έλκει τη καταγωγή της στη κριτική που άσκησαν οι γερμανοί θεολόγοι προς τη ρωμαιοκαθολική Εκκλησία κατά τον 17ο αιώνα. Σύμφωνα με αυτούς, η έννοια του Χριστιανισμού «αλλοτριώθηκε» από πολύ νωρίς, δηλαδή από τον 3ο αιώνα, όταν το κήρυγμα του Χριστού ήρθε σε επαφή με τους Έλληνες και «αναμείχτηκαν» οι δύο πίστεις, η παγανιστική και η χριστιανική. Έτσι, η τιμή των αγίων, που κατ’ αυτούς δεν πρέπει να τιμώνται, προέρχεται από την τιμή των ηρώων της ελληνορωμαϊκής εποχής. Κατ’ αυτούς, τα μαρτύρια (οι χώροι τιμής των μαρτύρων) δημιουργούνται κατ’ απομίμηση των «ηρώων» (των μικρών παγανιστικών ναών, προς τιμή κάποιου ήρωα) ενώ το πλήθος των παγανιστικών θεοτήτων αντικαθίσταται από τους αγίους. Έτσι, οι Γερμανοί ήσαν εκείνοι που μίλησαν για «μολυσμό» της χριστιανικής πίστης από τα ελληνικά ήθη, που «κατέστρεψαν» την ακεραιότητα του χριστιανισμού.
Ήδη από τον 2ο μ. Χ αιώνα, μιλούμε για την τιμή των ιερών λειψάνων. Οι πηγές της εποχής μας μεταφέρουν στη Μ. Ασία και συγκεκριμένα στη Σμύρνη όπου τα λείψανα του αγίου Πολυκάρπου, του τοπικού Επισκόπου, μετά το μαρτύριό του, περισυλλέγονται από την κοινότητα, θάπτονται με τιμή, και κατ’ έτος διατηρείται άσβεστη η μνήμη του μαρτυρίου η οποία σιγά- σιγά γίνεται καθολική. Αυτή είναι η πρώτη φορά στη χριστιανική αρχαιότητα και ιστορία εν γένει κατοχυρωμένης κατ’ έτος μνήμης αγίου.
Αλλά για ποιό λόγο η κοινότητα καταφεύγει σε αυτή τη πρακτική; Πρωτίστως, ο άγιος αποτελεί σύμβολο της ακεραιότητας της πίστης, εξ'ολοκλήρου μιμητή του Χριστού και αυτά τον καθιστούν ως κατεξοχήν πρότυπο προς μίμηση από πλευράς της χριστιανικής κοινότητας.
Πολύ καλή γνώση για την τιμή των αγίων σε όλο τον τότε χριστιανικό κόσμο μπορούμε να λάβουμε από το μαρτυρολόγιο του Αγίου Ιερωνύμου (αρχή 6ου αι.) : εκεί, σαν σημερινό ημερολόγιο, αναφέρεται πρωτίστως το όνομα του Αγίου, ο τόπος που τιμάται, και η ημερομηνία της μνήμης του. Δηλαδή, μιλάμε για μια πρώτη ενοποίηση του ευρωπαϊκού χώρου (όπου είναι διαιρεμένος, σε ανατολή και δύση αλλά πλήγεται επίσης από τις γοτθικές επιδρομές, προδρομικές καταστάσεις των σημερινών, δηλαδή, κρατών) μέσα από τη κοινή πίστη και πεποίθηση. Το χριστιανικό ημερολόγιο ήταν αυτό το οποίο ένωσε, τρόπον τινά, την Ευρώπη και ζωογόνησε τον ευρωπαϊκό χρόνο.
Στις αρχές του 6ο αιώνα, πάλι, επί αρχιερατείας στο θρόνο της Ρώμης, του Αγίου Γρηγορίου του Μεγάλου, ένας πρεσβύτερος ονόματι Ιωάννης έρχεται από τη Λομβαρδία (σημερινή επαρχία του Μιλάνο) - όπου είχε κατακτηθεί από τους Γότθους - φέροντας επιστολή στον Επίσκοπο Ρώμης από τη βάρβαρη βασίλισσα Θεοδολίνδα, και ζητά να του παραχωρηθούν τεμάχια των ιερών λειψάνων των αγίων μαρτύρων της Ρώμης ώστε να τοποθετηθούν στη Λομβαρδία προς αγιασμό των εκεί χριστιανών. Η απάντηση του Γρηγορίου είναι αρνητική: τότε ο Ιωάννης, επισκεπτόμενος τους τάφους των αγίων λαμβάνει σε μικρά δοχεία έλαιο από τις κανδήλες και σε κάθε δοχείο επισυνάπτει τεμάχιο παπύρου στο οποίο με αύξοντα αριθμό αναφέρει το όνομα του αγίου από τον οποίο έλαβε το αγιασμένο έλαιο. Έτσι, άθελά του, δημιουργεί έναν προσκυνηματικό χάρτη, ο οποίος έγινε ευρέως γνωστός υπό την ονομασία “Tambula Eleorum” ή πάπυροι της Monza.
H απαίτηση της βάρβαρης βασίλισσας δεικνύει ωστόσο μια πραγματικότητα: τη σημαντικότητα της παρουσίας αγιογραφικής παράδοσης για τις κατά τόπους εκκλησίες. Τόσο ο μάρτυρας αλλά και ο σοφός άγιος ασκητής (δηλαδή ο «μάρτυς άνευ μαστίγων και δαρμών» κατά τον Μέγα Βασίλειο), ο άγιος εν γένει, αποτελεί σημαντικό στοιχείο για τις τοπικές εκκλησίες καθ’ όλη τη διάρκεια της χριστιανικής εκκλησίας ακόμη και σήμερα. Τούτο, δεν έγινε μονάχα για λόγους πίστεως. Οι λόγοι ακόμα ήσαν πολιτικοί. Και θα φέρω διάφορα παραδείγματα: στην αρχαία εκκλησία πρωτίστως, ήταν πολύ σημαντικό μια κοινότητα να έλκει τον εκχριστιανισμό της από κάποιον Απόστολο. Έτσι γεννιούνται διάφοροι θρύλοι οι οποίοι πρέπει πρωτίστως να κριθούν κοινωνικο-πολιτικά, όπως επί παραδείγματι, ο θρύλος που θέλει ιδρυτή της Αγγλικής Εκκλησίας τον Απόστολο Ανδρέα, ο οποίος αμφιβάλλω αν γνώριζε την ύπαρξη της γηραιάς Αλβιώνος. Όμως, η παράδοση αυτή γεννήθηκε την περίοδο της γέννησης της Αγγλικής Μοναρχίας, δηλαδή τον 7ο -8ο αιώνα, και η στήριξη ενός καθεστώτος δεικνύει ακριβώς την ανάγκη για την ύπαρξη συμβόλων, πόσο μάλλον μιας παραδόσεως που τοποθετεί τον πρωτόκλητο Απόστολο, κήρυκα του χριστιανισμού στην τότε δύσβατη Αγγλία.
Αλλά και τούτο συμβαίνει ακόμα και σήμερα: ο άθλος του νέου μεγαλομάρτυρα Ευγενίου του Ρώσου (+1996) ο οποίος αρνούμενος να βγάλει τον βαπτιστικό σταυρό του, αποκεφαλίστηκε βάναυσα από ομάδα Τσετσένων ισλαμιστών κατά τη διάρκεια του πολέμου της Τσετσενίας, έγινε σύμβολο της ρωσικής στρατιωτικής συνείδησης και πρωτοστατεί η μορφή του σε λάβαρα του ρωσικού στρατού. Αυτό δεν διαφέρει απολύτως σε τίποτε όταν οι στρατιωτικοί άγιοι στο Βυζάντιο γίνονταν σύμβολο του αυτοκρατορικού στρατού` ή ακόμη και σήμερα όπου άγιοι είναι αυτοί που τοποθετήθηκαν ως προστάτες των στρατιωτικών σωμάτων της χώρας μας.
Ο «άγιος» έχει το χαρακτηριστικό ότι μπορεί εύκολα να μεταποιηθεί σε «σύμβολο». Και το χαρακτηριστικό κάθε ιστορικής περιόδου ή καλύτερα το χαρακτηριστικό του ανθρώπινου πολιτισμού έχει να κάνει σε άμεση συνάρτηση με την αναζήτηση συμβόλων. Το ίδιο και οι άγιοι των Επτανήσων: ο άγιος Σπυρίδων είναι αυτός που αποτρέπει τους φοβερούς λοιμούς στη Κέρκυρα, ο Άγιος Γεράσιμος αυτός που καθίσταται σύμβολο των Ορθοδόξων στη Βενετοκρατούμενη Κεφαλονιά, ο άγιος Διονύσιος που προστατεύει τη Ζάκυνθο από τους φοβερούς σεισμούς. Και σιγά- σιγά ερχόμαστε στα καθ’ ημάς.
Εορτάσαμε τη έλευση των ιερών λειψάνων των αγίων (και δεν θα κάνω τη χρήση της κτητικής αντωνυμίας «μας» -βλ. «των αγίων μας»- διότι οι άγιοι αποτελούν κτήμα και κόσμημα, προϊόν της καθολικότητας της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, κατά την οποία «οι πάντες και τα πάντα, Χριστός») και μετά δεούσης τιμής τοποθετήθηκαν στον ενοριακό ναό της Σάμης, προς αγιασμό των πιστών. Όμως, μιλώντας για την έντονη συμβολολογία της παρουσίας των αγίων, πιστεύω ότι έπρεπε να γίνει μια διαφορετική προσέγγιση του θέματος και θα καταστώ σαφέστερος στη συνέχεια.
Εκτός από προστάτες και έφοροι της επαρχίας μας, οι Άγιοι Φανέντες είναι αυτοί που ανακαλούν τη τοπική κοινωνία στις αρχαίες χριστιανικές της ρίζες. Είναι αυτοί, που εκτός από πρόσωπα του αγιολογικού ημερολογίου, που εκτός αν θέλετε από «άγιοι», υπήρξαν άνθρωποι οι οποίοι κατά μίμηση του Δεσπότου Χριστού, έδρασαν και δια της ζωής τους κήρυξαν το μεγάλο γεγονός της Αναστάσεως του Χριστού και – αν και εν μονώσει - αποτέλεσαν μέρος της κοινωνίας. Και δεν είναι διόλου τυχαίο ότι η δράση τους χρονολογείται τα πρώτα χριστιανικά χρόνια, περίοδο κατά την οποία οι έννοιες της «αποστολής» και της «θέσης» μέσα στην Εκκλησία αποτελούσαν έννοιες ρευστές και όχι ξεκάθαρα παγιωμένες. Το ότι ήσαν πρόσωπα ιστορικά που έδρασαν στον συγκεκριμένο τόπο και χρόνο, είναι έννοιες οι οποίες δεν μπορούν να αμφισβητηθούν, έπειτα από τις επιστάμενες έρευνες του π. Γεωργίου Αντζουλάτου. Ωστόσο, κατά την άποψη μου, η σεπτή τους παρουσία θα έπρεπε να κριθεί μέσα σε ένα «καθολικό» κλίμα, ερευνώντας τη θέση τους τόσο στα θρησκευτικά κιτάπια, αλλά εξίσου στα ιστορικά και κοινωνικά.
Υπόσχομαι στη διαδικτυακή μας κοινότητα, να επανέλθω ερευνώντας καλύτερα τα δεδομένα με σκοπό την αναδόμηση του προναφερθέντος “Sitz im leben” των αγίων Φανέντων. Παρά ταύτα, σε τούτο που θα εμείνω είναι η σημαντικότητα, της ανάκλησης των αρχαίων μνημών της τοπικής εκκλησίας. Αλλά κάτι τέτοιο πρέπει να κρίνεται όχι μονομερώς με μιαν αντίληψη που πάσχει από τον κακαίσθητο τοπικισμό. Κανένας άγιος, ή καλύτερα – και κάνοντας χρήση του όρου της κοινωνικής ψυχολογίας - κανένα σύμβολο δεν μπορεί να περιορίζεται σε κλειστά τοπικιστικά όρια. Αν η τοπική κοινότητα, πέσει σε αυτό το λάθος, πίπτει άθελα σε μια παρέκκλιση, σε ένα σφάλμα. Το όλο σύνολο της χριστιανικής ιστορίας (και αν με τα πολλά ιστορικά στοιχεία που παρέθεσα, δεν έγινα σαφής, ζητώ ταπεινά συγνώμη) αποδεικνύουν ότι τόσο το ανεξιχνίαστο της αγιότητας όσο και το μη πεπερασμένο της θεότητας, όπως αποκαλύπτονται μέσα στη χριστιανική σκέψη, είναι ανίκανα να εσωκλείσουν σε στενά τοπικά πλαίσια τη τιμή αλλά κυρίως τη μίμηση του αγίου. Και από αυτή τη σκοπιά, θα δω και την παράνομη μεταφορά των λειψάνων των ανατολικών αγίων από τη Νέα Ρώμη στη Δύση με την Άλωση του 1204: η παρουσία αυτών των σεπτών μνημείων της χριστιανικής αλήθειας ήταν αυτή που τροφοδότησε την ευρωπαϊκή ενότητα πολύ πριν ο ουμανιστής Έρασμος μιλήσει για αυτήν. Η παρουσία των ανατολικών αγίων στη Δύση, ήταν αυτή που τροφοδότησε το αίσθημα της ενότητα προς δυσμάς, δημιουργώντας την «Οδό των λειψάνων» (Via Reliquiorum) που για πρώτη φορά στην ιστορία έπειτα από της βαρβαρικές επιδρομές που διαίρεσαν την Ευρώπη, τοποθέτησαν τον Φράγκο, τον Ισπανό, τον Άγγλο και τον Σλάβο προσκυνητή στον ίδιο προσκυνηματικό ναό με έναν κοινό στόχο και μια κοινή πεποίθηση. Στόχος, λοιπόν, δεν είναι ούτε η αναζήτηση καμίας κτήσης, εκεί που κτητικά στους αγίους δεν χωρούν, αλλά η αναζήτηση της κοινής ρίζας, που βρίσκεται στην άμπελο της κοινής πίστης, που οδήγησε σε αυτή τη κοινή ευρωπαϊκή συνείδηση.
Εν πλώ, Σάμη- Πάτρα, 21- 8-2009
Συράκος Ιωάννης Κέσεν Δανάλης, Αρχαιολόγος, Ποντιφικιανό Ινστιτούτο Χριστιανικής Αρχαιολογίας
Συράκος Ιωάννης Κέσεν Δανάλης, Αρχαιολόγος, Ποντιφικιανό Ινστιτούτο Χριστιανικής Αρχαιολογίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια που δεν είναι γραμμένα στα ελληνικά απορρίπτονται.