Ένα blog στο Ρουπάκι - Ίσκιος επικοινωνίας!

Στον ηλεκτρονικό του ίσκιο δημιουργησαμε μαζί έναν ανοιχτό χώρο ενημέρωσης, σκέψης και προβληματισμού για την ζωή μας σε όλες της τις εκφάνσεις. Για πράγματα που αγαπάμε αλλά και που μας ενοχλούν.

Φιλόξενος τόπος για ενημέρωση, προβληματισμό και δραστηριοποίηση για τα τοπικά πράγματα αλλά και για θέματα από αυτά που συμβαίνουν γύρω μας, ανοιχτός ακόμα και σε "θυμωμένες" απόψεις με ευπρέπεια και σεβασμό.

Στη δύσκολη συγκυρία θα προσπαθήσουμε να κάνουμε τον ίσκιο μας σημείο συνάντησης και επικοινωνίας για τους συμπολίτες μας και να προτείνουμε λύσεις και διεξόδους για τον τόπο μας που μοιάζει να μην μιλάει με τους ανθρώπους του.

Ξεκινώντας από απλά και μικρά που θα μας επιτρέψουν να ξαναγνωριστούμε και να μάθουμε να συζητάμε και να συνεργαζόμαστε, να λύνουμε προβλήματα.

Εγώ, ο Μεμάς Μπρατσέτος καλοσωρίζω τον Κοντραστάρο

Ωρέ! Ωρέ! Επήε να μ’ έβρει φαστίδιο! Τι γλέπουνε  τ’ αυτιά μου και τι ακούνε τα  μάτια μου! Ο Κοντραστάρος είναι αληθινός; Υπάρχει; Έχει σώμα, και κλιτσινάρια;     Μπα, γιε! Κι εμφανίστηκε έτσι ξαφνικά, ωσάν ανεμοβροντή στην αρκή του καλοκαιριού; Απά στα μπάνια; Κι εγώ που πίστευα πως δεν υπάρχει! Πως είναι πλάσμα τση φαντασίας του Ρουπακιού!  Θα κάμω μερόνυχτα να το πιστέψω. Μόλις το είγδα στο Αρουπάκι, τι δηλαδής δεν το είγδα εγώ, η σιόρα Κάτε μού το εφώναξε. 

Ήμουν ανεβασμένος απά στα κεραμίδια να ματίσω ένα,  οπού είχε σπάσει από την τελευταία όστρια. Ετρόμαξα όπως μου το εμπέλαξε η σιόρα, ετρύπησα το δάχτυλό μου με το σκουριασμένο σύρμα και εσκέφτηκα να πάω εδεκεί στο φαρμακείο να μου κάμει ο Μάκης μια ένεση για να μη με πιάσει τέτανος –μόλις θυμάμαι τη λέξη μούρκεται στο μυαλό ο Τιτανικός, εκειό το έργο οπού είχα δει στο σινεμά του Αργοστολιού, με κειους τσου δυο κουρλούς να τηράνε το πέλαο στην πλώρη –αλλά ελυπήθηκα οπού επνίγηκε εκειός κι η μαντενούτα του γλίτωσε-πάντα οι γυναίκες τηνε γλιτώνουνε. 

Ήτανε ένας χειμώνας  οπού δεν είχα κόψει και πολλά ξύλα, αφού είχα- και οπού λέτε αφού σας εκούρλανα με τσι παρόλες μου, τόμου άκουσα την είδηση για τον Κοντραστάρο, εσάρτησα από τα κεραμίδια και ω! τι έπαθα! εστραμπούληξα το ποδάρι μου, εκούντρησα απά σε ένα πατερό –όλο κουντράω τελευταία- που το είχα για να το πριονίσω, για να μην κουντράω, δηλαδή, είχε απάνου και μια σκουριασμένη πρόκα-ω! ξανάπα,  δεν τηνε γλιτώνω την ένεση, θα πάω στον Μάκη και αφού σας εξανακούρλανα –μετά είγδα στο διαδίχτυ ότι οι κουντριές και τα σκουριασμένα σύρματα κάνουνε τον άνθρωπο να παρλάρει ωσάν να τσερλίζεται…Σούμπιτες τρέχουνε οι λέξεις και ο άλλος οπού σ’ακούει, τόρκεται να σου σκάσει ένα σκαμπίλι ανάποδο, αλλά επιτιμάει το διάουλο και σκέφτεται ότι κάνει μπάνιο στην Αντίσα με ναι μαντενούτα από την Αγγλία.

Μπήκα στο Ρουπάκι και είγδα τη ρετσέτα του Κοντραστάρου. Η σιόρα Βιτώρια, εχασκογέλαε «Σιγά» , εμπέλαξε, «ποτέ εγώ δεν τον επήγαινα τον Κοντραστάρο», τι λες μωρή», επήρε το λόγο η  σιόρα Κάτε: «ευκειός είναι μάγκας, είναι συγγραφέας, είναι ποιητής, είναι φιλόσοφος. Τήρα μωρή πώς τα γράφει. Σενιαρισμένες λέξες, ατάκες μόρτικες, εικόνες σιλεντσιόζες μα μπουμπουνάτες, σχήματα λόγου τζετζιλιαρισμένα, ιδέες σέριες….»! Κι εγώ, ο Μεμάς ο Μπρατσέτος, εσυφωνούσα με τη σιόρα Κάτε. Τση έκλεισα όμως το στόμα με νια χεριά άχερο για να σταματήσει τσου ύμνους. Οι πολλοί δεν κάνουνε καλό. Αλλά, ημπορεί να μην εκατάλαβε τον αγώνα του «ΓΑΛΑ ΚΑΙ ΠΑΛΕ ΓΑΛΑ» για να μη βγώ σα να έβγαινα πρώτος, αλλά εκατάλαβε τον φαμόζο  Κοντραστάρο. Τον αρχιγραφιά, εκείνονε που μόνε το όνομά του να μελετήσεις τρέμει σύγκορμη η φύση, οι θάλασσες αγριεύουνε, τα λιγκόνια τραγουδάνε και χορεύουνε, οι μπάμπουρες κάνουνε μέλι θυμαρίσιο, τα πουλιά τρυπάνε τσου αέρηδες φκιάνοντας τουνέλια χαράς, οι γλάροι κοτσιλάνε  απά στο μύτο των ψαράδωνε και τα γουρούνια γρούζουνε για νόστιμα απίδια. Ναι, τον φαμόζο Κοντραστάρο!  Για τσι ιδέες του, τσι εξυπνάδες του, τσι παρωδίες του και τσι σατυρικές του αρλούμπες, τσι λύσες που έχει για ούλα τα προβλήματα, τσι κανούργιες λέξεις οπού φκιάνει και τσι σκορπίζει στο πόπολο, τσι παρόλες που αραδιάζει κι αμά κάθεσαι να τσι ξεμπλέξεις, ω! το θάμα, ανακαλύφτεις πως είναι σοφές και μαγκιόρες και τα λεπά και τα λεπά... Κι  ό,τι με πιάνει στην μπένα του και   δεν μπειράζει. Άμα με πιάσει το γλυκύ μου θα του απαντήσω, αλλά τώρανες, μόνε δόξες του πρέπουνε.

Σήμερις, μετά το κάμα τση μερός, κι αφού έκαμα ζόρκος ένα μπάνιο στο Λουτρό, πασαλειμμένος με λάδι κορόνι, περσινό για να μαυρίσω τω όντι, ήρτε ένα βράδυ ολόγλυκο κι εγώ κι οι σιόρες μου μετά την ένεση οπού έκαμα απά στο αριστερό κωλομέρι, καθισμένος με προσοχή απά στο δεξί,  μπαντάροντας βεραμέντες, με την κιθάρα μου –γιατί δε σας το έχω πει, είμαι κιθαρωδός, τηνε γριτζουνάω καλύτερα και από τον Χιώτη- εσκαρώσαμε κάτι στιχάκια και σας τα φεστάρουμε στη μάπα. Έντανε αποκάτου:

Ο Κοντραστά- Ο Κοντραστάρος  ήντουνε πλάσμα τση φαντασίας
Μα να που φανερώθηκε δεν είναι οφτασία
Για να μας πει τι έκαμε, πού πήγε τόσους μήνες
Κι εκόντεψε η περιοχή να τηνε πιάσουν πείνες
Τση λείψανε τα όβολα μα πιο πολύ οι ιδέες
Του Κοντραστάρου βασιλιά που τον υμνούν παρέες
Απά στην κόψη του ουρανού εκύλαε τσι λέξεις
Πάρτες παιδάκι μου κι εσύ για να μπορείς να παίξεις

(ΡΕΦΡΑΙΝ)
Ο Κοντραστάρος φάνηκε εσύ, Κάτε μου, πήδα
Κι ας έριξε η Βιτώρια μας στη γη την κατακλείδα
Ο Κοντραστάρος θα φανεί κει κάτου στην πλατέα
Κι όλοι μαζί θα τρέχουμε θε να γενεί  κολέας
Και τσι καινούργιες εκλογές θα κατεβούμε αντάμα
Για να μην έβγουμε ποτές θα τόχουμε και τάμα

Ο Κοντραστά- Ο Κοντραστάρος ήντουνε πλάσμα τση φαντασίας (τρις)
…………
Κι αμά, διάουλε, πάλε το ίδιο βιολί ……

Ετραγουδάαμε ίσαμε τα μεσάνυχτα και τόμου επήαμε να πέσουμε έπεσε νια βροντή, μα νια βροντή  οπού ελαμπάξαμε κι αρκίνησε νια βροχή να πέφτει με χαλάζι, ωσάν καρύδια. Οι αστροπές στη συνέχεια επέφτανε απά στην κορφή του Αυγού και εκυλάανε ίσαμε τα Βλαχάτα κι ετρυπώνανε μέσα στη Μελισσάνη. Κι αμά άκουες ένα βουητό που έλεες, σεισμός είναι, σεισμός είναι. Οι σιόρες μου ελαμπάξανε τόσο οπού εμπελάζανε ρυθμικά κι εμένανε μου εφάνηκε πως το μπέλαγμά τσου  ανακατεμένο με το μπουμπουνητό και τσι αστροπές έλεε: «Ο – ΚΟ- ΝΤΡΑ –ΣΤΑ- ΡΟΣ – ΦΑ- ΝΗ- ΚΕ– Ο  -ΚΟ- ΝΤΡΑ –ΣΤΑ- ΡΟΣ –ΦΑ-ΝΗ-ΚΕ…..«Άγιε μου», είπα, «τι σημάδι είναι ευκειό;» Και αναρίτσιασα. Έτριζε το κατακλείδι μου και η μουσούδα μου είχε νια κατεβασιά, ωσάν την κατηφόρα των Άη-Φανέντωνε…. Εχώθηκα κάτου από τα σεντόνια μου κι εμέτραα πρόβατα  για να κοιμηθώ κι απά στο 85.678 εκυνήγαα ένα αρνάκι να το τσακώσω και  μου κρύφτηκε μέσα σε μια μάζα από ασβελαχτούς. Ψάχνοντάς το, χρρρρρ…


ΜΕΜΑΣ ΜΠΡΑΤΣΕΤΟΣ

6 σχόλια:

  1. Κοινοποιώ από το "ΡΟΥΠΑΚΙ" Σάμης αυτό το κείμενο του «Μεμά Μπρατσέτου» και το άλλο του «Κοντραστάρου» στον τοίχο μου στο FB. Είναι δύο καταπληκτικά και αχόρταγα κείμενα.
    Ελπίζω να υπάρξει συνέχεια.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Εγώ, ο Μεμάς Μπρατσέτος και οι δυο κοντεσίνες μου, η Κάτε και η Βιτώρια, σιορ Γαβρίλη Μανωλάτε, σ'ευχαριστούμε, που μας ασήκωσες στο φεϊσμπούκι σου. Κι οι τρεις μας, βεραμέντες, σαρτάμε από τη χαρά μας, που ένας φαμόζος Σαμικός λέει τέτοια πράματα για εμάς. Εμείς, εδώ θα ειμάστενε ακόμα κι αν ο Κοντραστάρος δε μας δίνει σημασία. Να είσαι καλά σαν τον Αυγό κι ακόμα πιο ψηλά. Και να σου πούμε πως στο άλλο μας σημείωμα θα γράψουμε τσι εντύπωσές μας από νια βόρτα που εκάμαμε απά στο Κάστρο. Να δεις εποιούς απαντήσαμε και τι μας είπανε! Σε νια στρφή εσυναντήσαμε ....αλλά άσε θα τα πούμε τσι επόμενες μέρες. Σε χαιρετούμε μεγάλως!

      ΜΕΜΑΣ ΜΠΡΑΤΣΕΤΟΣ

      Διαγραφή
  2. Ωρέ μάτια μου, μού 'ρκεται να ανεβώ απά στο Ρούδι κι αμά συλίντρεχος να σκαπετίσω ίσαμε τον Αυγό κι αμά να πρεβατίσω στην κορυφογραμμή του Αυγού και να σαρτίσω ώσμε στην Αντίσα, να κάνω σαν κουρλός, μπας και δεν είμαι; κι αμά να βουτήξω εδεκεί αποκάτου από το βράχια τση άκρης κι άμα να βγω να κάνω 50 τούμπουλες και να ξαναμπώ στη θάλασσα να κάνω απλωτές ίσαμε τσι σημαδούρες κι έπειτα να σας πω γιατί. Γιατί εγώ, που δεν κάνω λάθη, που έμαθα να γράφω ακλουθώντας τα ονιθοσκαλίσματα και τσου μπαμπαφίους που κάνανε οι κότες μου στην αυλή μου, έγραψα ΚΑΛΟΣΩΡΙΖΩ αντίς να γράψω ΚΑΛΩΣΟΡΙΖΩ. Ωρέ, ΡΟΥΠΑΚΙ μου διόρτωσέ το, γιατί θα μ' έβρει φαστίδιο. Κι άμα δεν το κάμεις όσοι το διαβάσετε πάρτε εδεκεί το πρώτο Ο και βάρτε το στην άκρη. Κι αμά πάρτε το δεύτερο Ω και βάρτε το στη θέση του πρώτου Ο. Κι αμά, εκειό το Ο που είχετε βάλει στην άκρη πιθώστε το στη θέση του Ω. Ίσα ίσα που θα χωρέσει. Ι γιε, διάουλε τι έπαθα! Μπορεί ο ΚΟΝΤΡΑΣΤΑΡΟΣ να κατεβάζει σένιες ιδέες και νάγινε φαμόζος για φκειό, αλλά εγώ, είμαο ορτογράφος. Ό,τι γράφω το γράφω ορτός, εκειαϊπάνου στο χαλέπεδο που ξέρετε, παρέα με τσι σιόρες μου. Και να σας μολοήσω, εκείνη η σιόρα Κάτε, ημπορεί να μη τση κόβει και πολύ, αλλά όταν κάνω κάποιο λάθος με διορτώνει. Είναι ορτογράφος από γεννησιμιού τση. Έμφυτο το έχει, μας είχε πει ο δάσκαλός τση. Πώς με διορτώνει; να: άμα τα γράφω σωστά, μπελάζει (είναι σα να μου λέει "μπράβο"), άμα κάνω κάποιο λάθος αμολάει νια βερβελήθρα, εγώ καταλαβαίνω και διορτώνω. Επροψές όμως που το έκαμα το λάθος του τίτλου, δεν είχα πάρει μαζί μου τη σιόρα Κάτε. Ήθελε να μείνει, λέει για να διαβάσει, να μορφωθεί. "Γιατί, λέει, να περνάς, ωρέ Μεμά μου, τη Βιτώρια, για πουλιό έξυπνη;" Την άφησα οπού λέτε και πήα στο χαλέπεδο με τη σιόρα Βιτώρια. Ευκείνη, είναι διαβασμένη κι αφού επήρε το φτυχίο τση στη Φιλοσοφική, τα φόρτωσε στον κόκκορα, τον Ωρεξύπνα, του γείτονά μας του Μιχαλάκη του Φουρκέτου. Τόμου εγυρίσαμε, δε θα το πιστέψετε, η σιόρα Κάτε μας, εβγήκε όξου ανέβηκε απά στο λαβαμά τση αυλής και αρκίνησε να διαβάζει Λασκαράτο, ένα κομμάτι από τα "Μυστήρια τση Κεφαλονιάς". Κι εκεί οπού διάβαζε επετάχτηκε η Βιτώρια και τση είπε: "Και ποιος είναι ο Λασκαράτος;" Τσιμουδιά η Κάτε. Να σου πω εγώ, εγέλασε ειρωνικά η Βιτώρια. Είναι ο ξάδερφος του Μεμά μας, από κειο πίσω από το Ληξούρι. Η καημένη η Κάτε δεν εκατάλαβε το κογιονάρισμα κι εσυνέχισε το παρλάρισμα. Τση είπα ένα μεγάλο ΜΠΡΑΒΟ μι αμά εστραβοτήραξα τη Βιτώρια. "Θα σε κανονίσω, εγώ, κακομοίρα μου", τση είπα. "Δεν την αφήνεις να μορφωθεί. Όταν εσύ εσπούδαζες, κακομοίρα μου, η σιόρα Κάτε, ξέρεις τι έκανε;". Κι η απόκρεση τση σιόρας Βιτώριας: "Δεν εσπούδαζε". "Κακομοίρα μου", τση είπα και τση εγιόμισα το στόμα με ένα μαρουλάκι οπού τση αρέσει, για να μη μου πετάξει κανιά άλλη εξυπνάδα και με πιάσει το γλυκύ μου.

    ΜΕΜΑΣ ΜΠΡΑΤΣΕΤΟΣ

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. ΕΚΔΡΟΜΗ ΣΤΑ ΑΡΧΑΙΑ

    Αφέντες μου, εψές ύστερα από αίτημα τση σιόρας Κάτε και στο πρόγραμμα οπού έβαλε για να μορφωθεί, επήαμε και επισκεφτήκαμε ούλα τα αρχαία τση περιοχής. Ήτανε η πρώτη βολά που και η σιόρα Βιτώρια τση είπε: "Εντάξει, μωρή, θα σου κάμουμε το χατήρι. Αρκεί να με αφήκεις εμένανε να τα περιγράψω και να τα στείλουμε στο Ρουπάκι". Η Κάτε, μασουλώντας ένα μαρουλάκι τση αποκρέθηκε: "Εντάξει, αλλά οι γνώσες θα εί ναι εδικές μου.Ούλο το Θεριστή εξεσκόνισα Μοσχόπουλο, Παρτς, Μηλιαράκη, την προϊστορική αρχαιολογία του Καββαδία και άλλα κιτάπια του Μεμά που τάχει χώσει σε κειο το μπαούλο τση κάμαράς του, ετήραξα και τσι εκθέσεις των τελευταίων χρόνωνε από το σάιτ τση Αρχαιολογικής Υπηρεσίας και εκατάλαβες, μη μου κάνεις την έξυπνη". Η Βιτώρια, εχαμήλωσε το κεφάλι, δεν είπε τίποτις, γιατί δεν είχε τι να πεί. Επήαμε οπού λέτε και τώρα δυο μέρες κάθουνται απά στον υπολογιστή και τα γράφουνε. Το τι γένεται δεν ημπορώ να σας το μολοήσω. "Ωρή σπασίκλω", φώναζε σήμερα μπονόρα, μπονόρα η Κάτε, εσύ ημπορεί να τέλειωσες τη Φιλοσοφική και να περνάς για σπουδαία, αλλά εγώ, ναι ωρή, εγώ, ξέρω για τα αρχαία". "Ναι, αλλά εγώ θα τα σενιάρω", εμπέλαξε η Βιτώρια. Έφυγα για να μη τσι ακούω. Οπότε αναγνώστες του Ρουπακιού μεδά ξέρω πότε θα διαβάσετε τσι εντύπωσές μας;


    ΜΕΜΑΣ ΜΠΡΑΤΣΕΤΟΣ

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Ανανογιέμαι ωροί άθρωποί μου, πως σας έχει πιάσει μαλιγκουνία και με βλαστημάτε για τη ρετσέτα περί των αρχαίων που περιμένετε κι εγώ αργοποράω. Αλλά ευκειές οι μουρλοκακομοίρες, λογάτε η σιόρα Κάτε και η σιόρα Βιτώρια μαλλιοτραβιούνται ακόμα. Εψές εβρήκανε άλλο για να τσακώνουνται. Καθώς εγράφανε τσι εντύπωσές μας, επέρασε ένα καράβι πέρα μακριά από το Θιάκι και εσούριζε. "Ιιιι, γιε που διαλέπαρέτο", έκαμε η σιόρα Βιτώρια. "Γιατί, μωρή βουρλισμένη; δε θέλεις το καράβι;" τση εφώναξε η σιόρα Κάτε. Κι ω, εμένανε το Μεμά τον Μπρατσέτο, που δε σας το έχω πει, αλλά ο προ-προ-προ νόνος μου, ο Μεμάς ο Μπρατσέτος κι εκειός, ήταν στελιασμένος στο λίμπρο ντ' όρο, συφορά που με εβρήκε! Άλλα θα έχω τώρα, δηλαδής; Η μία θα θέλει το καράβι κι η άλλη όχι; Κι εκειός ο μουρλοκαπετάνιος γιατί δεν επέρασε το καράβι του από πίσω από το Θιάκι; Διάουλε, λείψε με, άλλα θα έχω τώρα; Αλλά άλλη φταίει. Εκείνη η κόρη του Μαρκουλή του Λιάμπουρα, με το μεγάλο κοτσίδι, οπού εψές εβγήκε βόρτα με την Κάτε μου και τση επήρε τα μυαλά για το καράβι και τη χρεία που έχουμε εμείς οι Σαμικοί. Οπού να έμπει ο διάουλος μες στο κοτσίδι τση!


    ΜΕΜΑΣ ΜΠΡΑΤΣΕΤΟΣ

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. ΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΕΡΧΟΝΤΑΙ

    Έτοιμες οι σιόρες μου.Η ρετσέτα για τα αρχαία βρίσκεται στα τελειώματά τση. Τόμου ετοιμαστεί θα τηνε στείλουμε στο ΡΟΥΠΑΚΙ. Νια διαφωνία έχουνε οι σιόρες μου. Η σιόρα Κάτε που αφηγείται την επίσκεψή μας δε θέλει να γράψουμε τσι πρότασές μας. Η σιόρα Βιτώρια θέλει. Δυο κείμενα εφκειαστήκανε. Τελικά τι θα κάμουνε δεν ηξέρω. Θα το γδείτε κι εσείς ότα θα το γδω κι ελόγου μου.

    ΜΕΜΑΣ ΜΠΡΑΤΣΕΤΟΣ

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Σχόλια που δεν είναι γραμμένα στα ελληνικά απορρίπτονται.