Ένα blog στο Ρουπάκι - Ίσκιος επικοινωνίας!

Στον ηλεκτρονικό του ίσκιο δημιουργησαμε μαζί έναν ανοιχτό χώρο ενημέρωσης, σκέψης και προβληματισμού για την ζωή μας σε όλες της τις εκφάνσεις. Για πράγματα που αγαπάμε αλλά και που μας ενοχλούν.

Φιλόξενος τόπος για ενημέρωση, προβληματισμό και δραστηριοποίηση για τα τοπικά πράγματα αλλά και για θέματα από αυτά που συμβαίνουν γύρω μας, ανοιχτός ακόμα και σε "θυμωμένες" απόψεις με ευπρέπεια και σεβασμό.

Στη δύσκολη συγκυρία θα προσπαθήσουμε να κάνουμε τον ίσκιο μας σημείο συνάντησης και επικοινωνίας για τους συμπολίτες μας και να προτείνουμε λύσεις και διεξόδους για τον τόπο μας που μοιάζει να μην μιλάει με τους ανθρώπους του.

Ξεκινώντας από απλά και μικρά που θα μας επιτρέψουν να ξαναγνωριστούμε και να μάθουμε να συζητάμε και να συνεργαζόμαστε, να λύνουμε προβλήματα.

Κοντραστάρος: Η ξαδρέφη μου ...η κόρη τση θειας μου

Η ξαδρέφη μου,  τση θειάς μου τση Ανεζούλας θυγατέρα, είχε σκοντάψει απά στον κομό μιτσή όταν ήτονε (κατά τα δεκαοχτώ τση) κι είχε κάμει ένα καρούμπαλο απά στο κούτελό τση όπως αυγό χήνας! Έβαλε την κλαούρα όπως θρηνήτρα, σκούζοντας άριες κι αμά εβλαστήμαε τον κομό, τον έβενο και τον ξυλοκόπο, τον έμπορα και τον πελεκητή του επίπλου.  Εκείνο το αυγό απέμεινε στο κουτελό τση τέσσερα ημερόνυχτα! Τόμου και το αυγό εσπαράλιασε δεν εβγήκε χηνόπουλο, μήτε ορτύκι, η φάουσα… ΕΒΓΗΚΕ ΤΟ ΜΥΑΛΟ ΤΣΗ ΜΕΣΑΘΕ ΑΠΟ ΤΟ ΚΑΥΚΑΛΟ ΤΣΗ!

Βωρές  αναγνωσταράδες  τέτοιο φουντάνι, τέτοιο κούρταλο και ζουρλαμάδα… ευκείνη με τόση δεμπολέτσα και κάζο θα μπόριε να γίνει υπουργός τση Άμυνας, η τση Παιδείας, η τση Υγείας, ή ό,τι στο διάουλο μη σου πω!     

Για να σας τρατάρω το τεστάρισμα μιας αλήθειας και να μη σας γδω με μια οκά μούσκλα στα μουσούδια… πρέπει να αφήκετε το κλαμπάνισμα και να αρκινίσετε να συλλογιέστε από τα θέμελα! Πρέπει να κουρουπώσετε το νου σας, να κάμετε γαργάρες το γιόμα με μαγιόλαδο και το σούρουπο να ξεβλασταρώσει μέσαθέ σας λάργκα λάργκα η ευκαρίστηση, η εσέντσα κι όχι τ’ απομπούκουνα και τα απομαζώματα!   Λόγου χάρη κάποιες βολές  τσι παροιμίες και τσι λαϊκές τσι ρήσες που μας σερβίρουνε πουθεμπού,  τσι πειράζουνε, έχουνε τζίφρα  Μουρδούληδων, όπως τα καντήλια και τα ραπόρτα για την θεια μου την Ανεζούλα που την εβγάλανε κατουρλού και ήτονε θησαυρός, Κυρά κι Αφέντρα  Θειος σχωρέστη !  Τραγουδάανε οι μαέστροι « η θεια μου η Ανεζούλα τρία βρακιά φορεί, όσπου να βάλει το να το άλλο το κατουρεί» !  Κάπου εδέ κει μετά τσου δοσίλογους το Σαράντα και μπρει το λυσοκούκι του σεισμού, η θεια μου η Ανεζούλα εκρέμαε στο πλυσταριό τση μπαμπακοφανέλες, τα σάβανα και ούλη τση την προίκα. Απάνου από το πλυσταριό, στο πατερό, σε ένα καδρόνι καβάλαε το κουρλό ( η ξαδρέφη μου) και έκανε τη μαϊμού! Ήτο μια οκά γαϊδούρα, σχεδόν τση παντρειάς κι αντίς να ράβει καμιά βέστα, κάνα ξελουρίδι, ή να βοχθά την Ανεζούλα… έκανε σκάνταλα, τραμπαλήθρες, ξάγγλισμα τσι τρίχες τση  και τραγούδαε παπαρδέλες, τσι περισσότερες βολές για συγκινεί και γειτόνους   όπως
 « το μ--νί τση Λάουρας πρεβατεί σαν κάουρας»  και ήτο ικανή ευκιές τσι δυο κουβέντες να τσι λέει ούλη μέρα κι ούλη νύχτα! 

Του Αγι- Αντωνιού, το λοιπό, το Γενάρη, καθώς η μαύρη μάνα τση  σάρωνε το πλυσταριό κι αμά με το σίκλο γιόμισε τη σκάφη βλίχα… το κουρλό, είκοσι χρονώνε κρέας… άνοιξε τα κλιτσινάρια τση από τα αψήλου  και κατούρησε την απλωταριά με τσι κούδες τση Ανεζούλας! Η μαγκούφα η Ανεζούλα στο σκαμνί τση ελάγκεβε τα ουράνια από πού ήρτανε τα πρωτοβρόχια. Μάζεψε γλήγορα τσι κούδες και τα μυξομάντιλα με τα κατουρλιά τση Λάμιας…  κλειδαμπάρωσε και μποτζάρισε το σπίτι τση από τον μαΐστρο και τα φαινόμενα! Ασφάλισε και τα πατζούρια τση, ώσπου να περάσει η θεομηνία. Ε, έδε κει που κωλόκατσε ζόρκα να αλλάξει, που ‘χε γίνει λούτσα από το λαδοσάπουνο τση σκάφης πιάνει το ογρό βρακί και το πιθώνει στα μπούτια τση. Τόμου και ψαχούλεψε ούλες τσι κούδες και ήτο μουλιασμένες από το ψιλοβρόχι, χτυπά την πόρτα  η Γερασιμούλα του Μαρκουλή λέοντας. « Ανεζούλα, ούλα καλά ωρή; Γιατί έχεις κλειστά;» Ανοίγει αμποτά την μπούκα και γλέπει ζόρκα την Ανεζούλα  να αλλάζει κούδες μαυρομπολιασμένη και κακοθάνατη.  Τέλος, τέλος κι από τα πολλά, βάνει τη βράκα που φόραε ομπρί, την σαπουνοβρεμένη.  Η Γερασιμούλα  που τήραε τη δόλια να κάνει την κουρλή απά τσι κούδες… τση μοσκοβόλησε και η βροχούλα… στάθηκε στη πόρτα αλαφιασμένη κι έβγαλε τα συμπεράσματά τση!  Δε θέλει και πολλά η γειτονιά το όνομα να σου βγάλει!

Η ξαδρέφη μου λοιπό, έστρωσε ξαφνικά, μεγαλοκοπέλα, αβέρτα μετά τσου σεισμούς του πενήντα τρία κι αφού έφαε τον πρώτονε!   

Είναι πρόφαντο πως ο ψωλιόνας στρώνει  τα άστρωτα  και ηρεμάει  τ’ άγρια.

Κι αμά λέτε παπαρδέλες για εκειό που σέρνει βαπόργια!

Ύστερα από έτη μιλιούνια… μετά τη τιμωρία των Χουντικώνε, απά τσου Δημοκρατικούς που μας στελιάσανε  κι απά τσου  μεθύστακες που ενοικιάσανε οι ξένες μέδουσες να μας αποτελειώσουνε … η ξαδρέφη μου ήτο μια, κοντά πενηντάρα Δημόσια υπάλληλος. Επήρε γοργά μια σύνταξη, λόγο μιας ανήλικης κλήρας που χε, λόγο μιας κλαδικής που κατείχε, ενός εφάπαξ που καρτέραε, ενός συζύγου που τση έφευγε και μιας μάνας που… κατουριότανε πάνω τση!  Τι διάουλος που είναι η ζωή!!!

Είναι αντροπής μου που θα το πω, ας πέρασαν τα έτη, μα μες τα στήθια μου ακόμη κλώθω το μιτάρι τση αλήθειας για την καψερή τη θεια μου!

Ήτο καλοκαίρι Ιούλιος του δύο χιλιάδες τέσσερα… την χρονιά που ξεσκλάανε τα όβολα και τα τάλαρα οι  κουστουμάδοι προσμένοντας τσι Ολυμπιάδες και τα κούρταλα. Εκείνο το έτος που δεν ήρτανε  επισκέπτες παρί κάτι χίπηδες, εκειό το θέρος που πουλάγανε κάτι  καλόρεχτοι το καλαμποκάλευρο ασήμι και το άκουα  μπρούντζο. Τότενες, το λοιπό, επήγα να γδω τη θεια μου που τα χε χαμένα μεγάλη γυναίκα όπως τα χουμε ούλοι μας τώρα χωρίς να κατουριόμαστάνε!  

Ήτονε στο περιβόλι τση η μαγκούφα, φορούσε μια σκέπη όπως ραμπαούνι και μασούλαε, η έγλειφε ένα βούσκο κάτου από μια κοντούλα. « Γεια σου θειααα » Έσκουξα με ούλη μου τη βολή !    Αργά έστριψε η σκέπη τση που ήτο μέσα το κεφάλι τση και ψέλλισε «Καλώς τη Μερόπη μου» και τση έπεσε το βούσκο στο σώχωρο!   Ανάθεμα την ώρα που μου ‘ρτε να διαβώ το πορτόνι τση ξαδρέφης μου εκείνη τη μέρα! Ο Φωστήρας, εγγονός τση Ανεζούλας ομπρός τσου νεφταρμούς μου πάει δελέγκου δελέγκου οπίσω τση και σκούζει « ΟΧΙΑΑΑ» αφού εσάρτησα του λόγου μου όπως καυλωμένος τράγος στο λιθοκούλουμο του Μπάλαρη…  « οχιά και μονημερίδα, ορέ Μουνταλά », του λέω!   Αμά η θεια μου ξαπλώνει στο λάκκο με την κροπιά, από καρδιά! Κουρβουλιάστηκε η καψερή από την λάμπαξη του Μπουχέσα! Έγινε το έλα να δεις! Η ξαδρέφη μου έσκουζε, ο άντρα τση εκυνήγαε τον Μπουρθακλά, εγώ είχα τσιρλίσει τσι γάμπες μου και η θεια, ήτο κούρβουλο έδε κει στην κροπιά!   Μετά τα ευκέλαια και τα καντήλια, εδώκανε κι ένα γλέφαρο τση Ανεζούλας. Την ασηκώσαμε, την εκουβάλησα  με ζόρι στη σάλα, τση δώκαμε άκουα, μια ογκιά χαπάκια, ναυταλίνη λστα ρουθούνια… Ήρτε κι ο Ντοτόρος που την ακρουμάστηκε… «Καρδιακό!» λάλησε ο Ντοτόρος κι ανάθεμα άμα ξανάβγαλε γλώσσα.

Κυριακή το λοιπό τέσσερις Ιούλι, το έτος δύο χιλιάδες τέσσερα απά τση εννιά παρά… έπαιζαν  τα ποδόσφαιρα οι Νέο Έλληνες με τσου Πορτογάλους! Ετήραα των Άντρα τση ξαδρέφης μου με τσι Κλήρες του που εγλέπανε το τόπι να πηαίνει και να έρκεται , έτρωα  πασατέμπους, έριχνα κι ένα βλέφαρο στη καρδιακιά μιας και η ξαδρέφη μου στην άλλη τελεόραση  έγλεπε μαγειρέματα και δεν είχε στην άρρωστη τα μέντε τση!   Απά στο πενήντα εφτά μινούτο του κλοτσοσκουφιού ο Χάρης ο Αστέρης, τόμου και  καλοθυμούμαι, χώνει το τόπι στη τράτα! Ω Άγιοι Φανέντες μου! Ω Νοταρά μου λείψανο!  Ο Άντρας τση ξαδρέφης μου και τα μουρλά οι κλήρες του, βάνουνε τσι σκουξιές… σπάνε μια σκάτολα δυο μπικιόνια, ένα κατζέλο, τα κεφάλια τσου! Ε! ΕΚΕΙΟ ΗΤΟΝΕ! Έσπασε τη μεσούλα τση η θειά μου είκοσι τριάντα μοίρες προς τα ψήλου κι αμά άφησε τη στερνή τση πνογή σε μια στεναξιά! Έγινε για κάποια μινούτα το έλα να γδεις!

Κούκαλο η Μαύρη Ανεζούλα. Γκολ εσκούζανε. Φωνάζανε οι τελεοράσεις. Η κλήρα με σηκωμένες τσι γροθιές ούρλιαζε «ψόφησε η Γιαγιά, ψόφησε η Γιαγιά!» Η ξαδρέφη μου «Σκάστε διαούλοι» και να τηρά τση κατσαρόλες που αχνίζανε ηλεκτρονικά. Οι παίχτες να κωλοτρίβουντε στα ξένα. Η γειτόνισσα να μπουκάρει χαρούμενη απά στη ψόφια. Εγώ να μαζεύω τσου πασατέμπους… κι αμά έγινε η… κηδεία!  

Τι μέρα ήτονε κείνη! Για πινομής του Έθνους ξεψύχησε η Χριστιανή!

Κακιά και ψυχρή η βίζιτά μου! Δε δαγκιέται τση Ανεζούλας το τυχερό!

Το όνομα τση ξαδρέφης μου δεν θα πω γιατί ούλοι τη ξέρενάστε! Δε τη ξεσυνερίζομαι! Μα να εκειό που δε θα τση συγχωρέσω, είναι πως άφηκε το σμήνος του Κοσμάκη να νομίζει πως έκανε μπούρι τσι κούδες τση! Η Ανεζούλα και για άλλα που δε μελέτησα, είχε διαβεί του λιναριού τα πάθη κι είναι άδικο του αδίκου το όνομα που σου βγαίνει να μη το χεις!

Το λοιπό  λόγω του ότι ο Κοντραστάρος δε ξιέται με τα αγκώνες του…

Και λόγου ότι «ούλοι οι άγιοι στο βαρέλι κι ο Χριστός τάπα»…

Του λογου μου λογάω πως ότι… κάλιο να σου βγει τα όνομα παρί οι νεφταρμοί!

2 σχόλια:

  1. Έλα ρε Κοντραστάρε, πού κρυβόσουνα τόσον καιρό; Άντε να δώσεις λίγο αέρα και λίγο σπίρτο στο διαδίκτυο που έχουμε αλαλιάσει από τον πόνο του καθενός. Όλοι για πάρτη τους κόπτονται και μας πουλάνε φύκια για μεταξωτές κορδέλες. Και το κακό είναι που τους πιστεύουμε. Υπεράνω όλων η σάτυρα. Ξέσκισέ τους όχι πως θα βάλουνε μυαλό, αλλά τουλάχιστον να μη μας περνάνε, που μας περνάνε, για κορόιδα.

    ΡΕΜΟΥΝΔΟΣ

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Σχόλια που δεν είναι γραμμένα στα ελληνικά απορρίπτονται.