Ωρέ!
Ωρέ! Επήε να μ’ έβρει φαστίδιο! Τι γλέπουνε
τ’ αυτιά μου και τι ακούνε τα
μάτια μου! Ο Κοντραστάρος είναι αληθινός; Υπάρχει; Έχει σώμα, και
κλιτσινάρια; Μπα, γιε! Κι εμφανίστηκε
έτσι ξαφνικά, ωσάν ανεμοβροντή στην αρκή του καλοκαιριού; Απά στα μπάνια; Κι
εγώ που πίστευα πως δεν υπάρχει! Πως είναι πλάσμα τση φαντασίας του
Ρουπακιού! Θα κάμω μερόνυχτα να το
πιστέψω. Μόλις το είγδα στο Αρουπάκι, τι δηλαδής δεν το είγδα εγώ, η σιόρα Κάτε
μού το εφώναξε.
Ήμουν ανεβασμένος απά στα κεραμίδια να ματίσω ένα, οπού είχε σπάσει από την τελευταία όστρια.
Ετρόμαξα όπως μου το εμπέλαξε η σιόρα, ετρύπησα το δάχτυλό μου με το
σκουριασμένο σύρμα και εσκέφτηκα να πάω εδεκεί στο φαρμακείο να μου κάμει ο
Μάκης μια ένεση για να μη με πιάσει τέτανος –μόλις θυμάμαι τη λέξη μούρκεται
στο μυαλό ο Τιτανικός, εκειό το έργο οπού είχα δει στο σινεμά του Αργοστολιού,
με κειους τσου δυο κουρλούς να τηράνε το πέλαο στην πλώρη –αλλά ελυπήθηκα οπού
επνίγηκε εκειός κι η μαντενούτα του γλίτωσε-πάντα οι γυναίκες τηνε γλιτώνουνε.
Ήτανε ένας χειμώνας οπού δεν είχα κόψει
και πολλά ξύλα, αφού είχα- και οπού λέτε αφού σας εκούρλανα με τσι παρόλες μου,
τόμου άκουσα την είδηση για τον Κοντραστάρο, εσάρτησα από τα κεραμίδια και ω!
τι έπαθα! εστραμπούληξα το ποδάρι μου, εκούντρησα απά σε ένα πατερό –όλο
κουντράω τελευταία- που το είχα για να το πριονίσω, για να μην κουντράω,
δηλαδή, είχε απάνου και μια σκουριασμένη πρόκα-ω! ξανάπα, δεν τηνε γλιτώνω την ένεση, θα πάω στον Μάκη
και αφού σας εξανακούρλανα –μετά είγδα στο διαδίχτυ ότι οι κουντριές και τα
σκουριασμένα σύρματα κάνουνε τον άνθρωπο να παρλάρει ωσάν να
τσερλίζεται…Σούμπιτες τρέχουνε οι λέξεις και ο άλλος οπού σ’ακούει, τόρκεται να
σου σκάσει ένα σκαμπίλι ανάποδο, αλλά επιτιμάει το διάουλο και σκέφτεται ότι
κάνει μπάνιο στην Αντίσα με ναι μαντενούτα από την Αγγλία.
Μπήκα
στο Ρουπάκι και είγδα τη ρετσέτα του Κοντραστάρου. Η σιόρα Βιτώρια, εχασκογέλαε
«Σιγά» , εμπέλαξε, «ποτέ εγώ δεν τον επήγαινα τον Κοντραστάρο», τι λες μωρή»,
επήρε το λόγο η σιόρα Κάτε: «ευκειός
είναι μάγκας, είναι συγγραφέας, είναι ποιητής, είναι φιλόσοφος. Τήρα μωρή πώς
τα γράφει. Σενιαρισμένες λέξες, ατάκες μόρτικες, εικόνες σιλεντσιόζες μα
μπουμπουνάτες, σχήματα λόγου τζετζιλιαρισμένα, ιδέες σέριες….»! Κι εγώ, ο Μεμάς
ο Μπρατσέτος, εσυφωνούσα με τη σιόρα Κάτε. Τση έκλεισα όμως το στόμα με νια
χεριά άχερο για να σταματήσει τσου ύμνους. Οι πολλοί δεν κάνουνε καλό. Αλλά,
ημπορεί να μην εκατάλαβε τον αγώνα του «ΓΑΛΑ ΚΑΙ ΠΑΛΕ ΓΑΛΑ» για να μη βγώ σα να
έβγαινα πρώτος, αλλά εκατάλαβε τον φαμόζο
Κοντραστάρο. Τον αρχιγραφιά, εκείνονε που μόνε το όνομά του να
μελετήσεις τρέμει σύγκορμη η φύση, οι θάλασσες αγριεύουνε, τα λιγκόνια
τραγουδάνε και χορεύουνε, οι μπάμπουρες κάνουνε μέλι θυμαρίσιο, τα πουλιά
τρυπάνε τσου αέρηδες φκιάνοντας τουνέλια χαράς, οι γλάροι κοτσιλάνε απά στο μύτο των ψαράδωνε και τα γουρούνια
γρούζουνε για νόστιμα απίδια. Ναι, τον φαμόζο Κοντραστάρο! Για τσι ιδέες του, τσι εξυπνάδες του, τσι
παρωδίες του και τσι σατυρικές του αρλούμπες, τσι λύσες που έχει για ούλα τα προβλήματα,
τσι κανούργιες λέξεις οπού φκιάνει και τσι σκορπίζει στο πόπολο, τσι παρόλες
που αραδιάζει κι αμά κάθεσαι να τσι ξεμπλέξεις, ω! το θάμα, ανακαλύφτεις πως
είναι σοφές και μαγκιόρες και τα λεπά και τα λεπά... Κι ό,τι με πιάνει στην μπένα του και δεν μπειράζει. Άμα με πιάσει το γλυκύ μου θα
του απαντήσω, αλλά τώρανες, μόνε δόξες του πρέπουνε.
Σήμερις,
μετά το κάμα τση μερός, κι αφού έκαμα ζόρκος ένα μπάνιο στο Λουτρό,
πασαλειμμένος με λάδι κορόνι, περσινό για να μαυρίσω τω όντι, ήρτε ένα βράδυ
ολόγλυκο κι εγώ κι οι σιόρες μου μετά την ένεση οπού έκαμα απά στο αριστερό
κωλομέρι, καθισμένος με προσοχή απά στο δεξί,
μπαντάροντας βεραμέντες, με την κιθάρα μου –γιατί δε σας το έχω πει,
είμαι κιθαρωδός, τηνε γριτζουνάω καλύτερα και από τον Χιώτη- εσκαρώσαμε κάτι
στιχάκια και σας τα φεστάρουμε στη μάπα. Έντανε αποκάτου:
Ο
Κοντραστά- Ο Κοντραστάρος ήντουνε πλάσμα
τση φαντασίας
Μα
να που φανερώθηκε δεν είναι οφτασία
Για
να μας πει τι έκαμε, πού πήγε τόσους μήνες
Κι
εκόντεψε η περιοχή να τηνε πιάσουν πείνες
Τση
λείψανε τα όβολα μα πιο πολύ οι ιδέες
Του
Κοντραστάρου βασιλιά που τον υμνούν παρέες
Απά
στην κόψη του ουρανού εκύλαε τσι λέξεις
Πάρτες
παιδάκι μου κι εσύ για να μπορείς να παίξεις
(ΡΕΦΡΑΙΝ)
Ο
Κοντραστάρος φάνηκε εσύ, Κάτε μου, πήδα
Κι
ας έριξε η Βιτώρια μας στη γη την κατακλείδα
Ο
Κοντραστάρος θα φανεί κει κάτου στην πλατέα
Κι
όλοι μαζί θα τρέχουμε θε να γενεί κολέας
Και
τσι καινούργιες εκλογές θα κατεβούμε αντάμα
Για
να μην έβγουμε ποτές θα τόχουμε και τάμα
Ο
Κοντραστά- Ο Κοντραστάρος ήντουνε πλάσμα τση φαντασίας (τρις)
…………
Κι
αμά, διάουλε, πάλε το ίδιο βιολί ……
Ετραγουδάαμε
ίσαμε τα μεσάνυχτα και τόμου επήαμε να πέσουμε έπεσε νια βροντή, μα νια
βροντή οπού ελαμπάξαμε κι αρκίνησε νια
βροχή να πέφτει με χαλάζι, ωσάν καρύδια. Οι αστροπές στη συνέχεια επέφτανε απά
στην κορφή του Αυγού και εκυλάανε ίσαμε τα Βλαχάτα κι ετρυπώνανε μέσα στη
Μελισσάνη. Κι αμά άκουες ένα βουητό που έλεες, σεισμός είναι, σεισμός είναι. Οι
σιόρες μου ελαμπάξανε τόσο οπού εμπελάζανε ρυθμικά κι εμένανε μου εφάνηκε πως
το μπέλαγμά τσου ανακατεμένο με το
μπουμπουνητό και τσι αστροπές έλεε: «Ο – ΚΟ- ΝΤΡΑ –ΣΤΑ- ΡΟΣ – ΦΑ- ΝΗ- ΚΕ–
Ο -ΚΟ- ΝΤΡΑ –ΣΤΑ- ΡΟΣ –ΦΑ-ΝΗ-ΚΕ…..«Άγιε
μου», είπα, «τι σημάδι είναι ευκειό;» Και αναρίτσιασα. Έτριζε το κατακλείδι μου
και η μουσούδα μου είχε νια κατεβασιά, ωσάν την κατηφόρα των Άη-Φανέντωνε….
Εχώθηκα κάτου από τα σεντόνια μου κι εμέτραα πρόβατα για να κοιμηθώ κι απά στο 85.678 εκυνήγαα ένα
αρνάκι να το τσακώσω και μου κρύφτηκε
μέσα σε μια μάζα από ασβελαχτούς. Ψάχνοντάς το, χρρρρρ…
ΜΕΜΑΣ
ΜΠΡΑΤΣΕΤΟΣ