Ένα blog στο Ρουπάκι - Ίσκιος επικοινωνίας!

Στον ηλεκτρονικό του ίσκιο δημιουργησαμε μαζί έναν ανοιχτό χώρο ενημέρωσης, σκέψης και προβληματισμού για την ζωή μας σε όλες της τις εκφάνσεις. Για πράγματα που αγαπάμε αλλά και που μας ενοχλούν.

Φιλόξενος τόπος για ενημέρωση, προβληματισμό και δραστηριοποίηση για τα τοπικά πράγματα αλλά και για θέματα από αυτά που συμβαίνουν γύρω μας, ανοιχτός ακόμα και σε "θυμωμένες" απόψεις με ευπρέπεια και σεβασμό.

Στη δύσκολη συγκυρία θα προσπαθήσουμε να κάνουμε τον ίσκιο μας σημείο συνάντησης και επικοινωνίας για τους συμπολίτες μας και να προτείνουμε λύσεις και διεξόδους για τον τόπο μας που μοιάζει να μην μιλάει με τους ανθρώπους του.

Ξεκινώντας από απλά και μικρά που θα μας επιτρέψουν να ξαναγνωριστούμε και να μάθουμε να συζητάμε και να συνεργαζόμαστε, να λύνουμε προβλήματα.

Άγιοι Φανέντες: διάσωση και ανάδειξη

Το Συμβούλιο Αρχιτεκτονικής Κληρονομιάς της Ελληνικής Εταιρείας Περιβάλλοντος και Πολιτισμού, σε συνάντηση που οργάνωσε το Μάρτιο στην Αθήνα, είχε παρουσιάσει τις προτάσεις του για τη διάσωση και ανάδειξη τριών σπουδαίων μνημείων της Κεφαλονιάς: του Καθολικού της Μονής Σισσίων, του αρχοντικού των Βαλλιάνων στις Κεραμιές και του Ναού του Αγίου Σπυρίδωνος στο Κάστρο.

Πρόσφατα εντάχθηκε στο πρόγραμμα της Εταιρείας και το Μοναστήρι των Αγίων Φανέντων στη Σάμη, που είναι το παλαιότερο Μοναστήρι της Κεφαλονιάς (χτισμένο πριν από τον 9ο αιώνα). Έπειτα από πρόταση του προέδρου του Συμβουλίου, ο εφοπλιστής κ. Θανάσης Μαρτίνος, γνωστός μεγάλος χορηγός κοινωφελών έργων, ανέλαβε τη χρηματοδότηση των μελετών αποκατάστασης του Καθολικού της Μονής (Ναός Αγίων Φανέντων) και του κοιμητηριακού Ναού της Μονής (Ναός Αγίου Νικολάου). Ο κ. Μαρτίνος δωρητής και του εντυπωσιακού ναού της Φανερωμένης στη Βουλιαγμένη, όπου είναι εφημέριος ο συμπατριώτης μας πρωτοπρεσβύτερος Γεώργιος Αντζουλάτος, ήταν παρών στην υποδοχή των λειψάνων των τριών αγίων Φανέντων στη Σάμη το 2009.



Από πλευράς της Ελληνικής Εταιρείας Περιβάλλοντος και Πολιτισμού και μετά από έκθεση του αρχαιολόγου Κωνσταντίνου Κουτσαδέλλη, εκδόθηκε Πρόσκληση ενδιαφέροντος για την εκπόνηση των μελετών αποκατάστασης των δύο ναών.

Ρουπάκι: Παραθέτουμε κάποιες πληροφορίες για το Συμβούλιο Αρχιτεκτονικής Κληρονομιάς.

Το Συμβούλιο Αρχιτεκτονικής Κληρονομιάς (http://ellet.gr/content/sak) υπάγεται στην Ελληνική Εταιρεία Περιβάλλοντος και Πολιτισμού (http://www.ellet.gr/). Η προστασία της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς αποτελεί έναν από τους κύριους στόχους της Ελληνικής Εταιρείας. Με αναστηλωτικές επεμβάσεις, μεταξύ άλλων, στη Νέα Μονή Χίου, στον Όσιο Λουκά Βοιωτίας και στο καθολικό της Μονής Σωτήρος στον Χορτιάτη Θεσσαλονίκης, καθώς και με κινητοποιήσεις για την προστασία παραδοσιακών οικιστικών συνόλων, όπως η Πλάκα και η Ύδρα, έχει πετύχει την διάσωση και ανάδειξη πλήθους μνημείων.

Το Συμβούλιο Αρχιτεκτονικής Κληρονομιάς (ΣΑΚ) ιδρύθηκε το 1995 και δραστηριοποιείται στους εξής τομείς:
  1. Πρότυπη αναστήλωση και ανάδειξη μνημείων που κινδυνεύουν όπως το  Καμπαναριό του Αγίου Γεωργίου των Ελλήνων στην Βενετία.
  2. Μελέτες αποκαταστάσεως μνημείων, όπως η Αγία Σοφία-Οδηγήτρια στην Μονεμβασία, ο Άγιος Τίτος στην Γόρτυνα Κρήτης, ο Άγιος Νικόλαος στον Οξύλιθο Ευβοίας και το Κάστρο Λεονταρίου.
  3. Δράσεις για την διάσωση μνημείων. Το ΣΑΚ έχει αναλάβει πρωτοβουλίες για την διάσωση μνημείων σε όλη την Ελλάδα.  
  4. Προγράμματα καταγραφής. Στο πλαίσιο της προστασίας της πολιτιστικής μας κληρονομιάς και της ευαισθητοποίησης του κοινού, το ΣΑΚ σχεδίασε και χρηματοδοτεί τα προγράμματα καταγραφής «Το Μοντέρνο Κίνημα της Αθήνας» και «Μνημεία υπό Απειλή» (www.mua.gr ).
  5. Παρεμβάσεις για την σωτηρία των παραδοσιακών οικισμών, όπως η Ύδρα, για την προστασία της οποίας το ΣΑΚ έχει προσφύγει επανειλημμένως στο Συμβούλιο της Επικρατείας. 
  6. Υποτροφίες.  Το ΣΑΚ έχει χορηγήσει πλήθος υποτροφιών σε αρχιτέκτονες και αρχαιολόγους για μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του York της Μεγάλης Βρετανίας στο αντικείμενο της συντήρησης και αποκατάστασης μνημείων. 
  7. Εκδόσεις βιβλίων και ενημερωτικών εντύπων με κύριους στόχους την ενημέρωση και την ευαισθητοποίηση του κοινού σε θέματα πολιτισμού όπως οι τόμοι «Εκκλησιαστική Αρχιτεκτονική», «Περιβάλλον και Πολιτισμός» και  «Αθηναϊκές Κατοικίες του Μοντέρνου Κινήματος».
  8. Europa Nostra. Η Ελληνική Εταιρεία αντιπροσωπεύει την Europa Nostra στην Ελλάδα, μίας ΜΚΟ πανευρωπαϊκής εμβέλειας η οποία με ένα εκτεταμένο δίκτυο επαγγελματιών και εθελοντών εργάζεται με προσήλωση για τη διαφύλαξη της πολιτιστικής κληρονομιάς της Ευρώπης.

Πρόεδρος του ΣΑΚ είναι ο Παύλος Κρεμέζης, πολιτικός μηχανικός, Γραμματέας ο Δρ. Κωνσταντίνος Κουτσαδέλης, αρχαιολόγος, και Tαμίας ο Ανδρέας Αντύπας, οικονομολόγος.

Επικοινωνία
Συμβούλιο Αρχιτεκτονικής Κληρονομιάς
Τριπόδων 28,
105 58, Αθήνα     

Τηλ.: 210 - 32 25 245, εσωτ. 3
Fax: 210 - 32 25 240
E-mail: sak@ellinikietairia.gr


Ο Μεμάς Μπρατσέτος και οι Σιόρες του (Ι)

Ο ΜΕΜΑΣ ΜΠΡΑΤΣΕΤΟΣ ΠΡΟΛΟΓΙΖΕΙ ΤΣΙ ΠΑΡΟΛΕΣ ΤΣΗ ΣΙΟΡΑΣ ΚΑΤΕΣ ΚΑΙ ΤΑ ΣΕΝΙΑΡΙΣΜΑΤΑ ΤΣΗ ΣΙΟΡΑΣ ΒΙΤΩΡΙΑΣ

Όπως σας μολόησα, τσι μικρές ρετσέτες οπού τσι έβανα αποκάτου από τη μεγάλη  την εδική μου, μπριν από λίγες βδομάδες επεράσαμε από τα αρκαία τση Σάμης, ελόγου μου και οι σιόρες μου. Η σιόρα Κάτε, επειδής αποφάσισε να μορφωθεί, εζούλεψε λογάτε από τη Βιτώρια, σπουδαγμένη φιλόλογος είναι, εδιάβασε και για να πώ την πάσα αλήθεια, ήξερε πουλιότερα από ούλους μας. 

Εδιάβασε τον Παρτς, τον Μηλιαράκη, τον Καββαδία, τον Μοσχόπουλο και ήτανε έτοιμη για την περατζάδα μας. Το λοιπό, γδέστε τσι παρόλες τση από τη βόρτα μας. Κι είπα: η σιόρα Κάτε παρλάρει, η σιόρα Βιτώρια γράφει (εσυφώνησε να μην παρεμβαίνει σε ό,τι τση έλεε η Κάτε, βέβαια, εστραβοκατακλείδιαζε) κι εγώ γουδέρω τα καμώματά τσου… Και κάπου κάπου με αφήνανε να λέω και ό,τι θέλω. Α, τσου είπα, άμα θέλετε μαρουλάκια τρυφερά, θα με αφήκετε να παρλάρω κι εγώ μέσα τσι παρενθέσεις. «Καλά, Μεμά μου», είπε η Κάτε. «Ό,τι θέλεις».

Η ΣΙΟΡΑ ΚΑΤΕ ΠΑΡΛΑΡΕΙ : ΝΙΑ ΒΟΡΤΑ ΣΤΑ ΑΡΚΑΙΑ ΤΣΗ ΣΑΜΗΣ

Α.  Ο ΛΟΦΟΣ ΤΣΗ ΑΡΚΑΙΑΣ ΚΥΑΤΙΔΟΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΦΑΝΕΝΤΩΝ

Μπονόρα μπονόρα, νια Πέφτη του Θεριστή, εκινήσαμε, ελόγου μου, η κουρλή η αδερφή μου (σημείωση Μεμά: εδώ η Βιτώρια εστραμουτσούνιασε) και ο αφέντης μας (σημείωση Μεμά: εγώ, εδώ εκαμάρωνα ωσά σκεπάρνι κι ας ήξερα πως  με έγλειφε η Κάτε για να τση γιομίζω το στόμα με μαρουλάκια), για να βορτάρουμε στα αρκαία. Ανεβήκαμε με τσι γλώσσες μας ώσμε γραβάτες, από το μονοπάτι με κατεύτυση τσου Άγιους Φανέντες. Εδεκεί μες τσι μάζες,  ορτώνονταν κάτι χαλάσματα από το τείχος τση αρκαίας Σάμης.

«Και τι είναι ευκειά», εμουρμούρισε η Βιτώρια. «Γκρεμισμένα σπίτια»; «Να μπερμπελίσω μες στα γράμματα οπού έμαθες, ωρή», είπε η Κάτε. «Τα αρκαία τείχη είναι τση Σάμης. Έχουνε γκρεμιστεί από τσου σεισμούς αλλά και τσι πέτρες, τσι χρειαστήκανε οι αθρώποι για να φκιάσουνε τα σπίτια τσου».
Ρονιές ο ίδρωτας έπεφτε από τσι κουτέλες μας, ο Μεμάς έλεε «Ω, τα κλιτσινάρια μου με πονούνε!», αλλά το πρωινό αεράκι μας εδρόσιζε και γύρω μας τα φλισκούνια, οι ασβελαχτοί, οι σκίνοι κι οι μυρτσίνες, μηδέ και τα πεύκα, μας εστέρνανε τα πουλιό ωραία αρώματα.  Μας ετρυπάανε και τα περνάρια, αλλά δεν εσκοτιζόμαστε. Τα πουλιά επεταρίζανε ολοτρόγυρά μας  κι ένας κερομύτης μας εσυνόδευε με το κελαϊδητό του. «Α, και να είχα την καραμπίνα μου», επέταξε ο Μεμάς, αλλά η Βιτώρια τον αποπήρε. «Δε μας υποσκέθηκες, Μεμά, πως δε θα ξανασκοτώσεις, πουλί;». Ο Μεμάς εβουβάθηκε κι εμείς ετηράαμε πίσω μας τη Σάμη κι ελέαμε: «Ωρέ, τι όμορφη που είναι η Σάμη μας! 

Το λιμάνι τση, τα κότερά τση κι η θέα μέχρι την Αγιά Θυμιά! Κι ο Καραβόμυλος, θάμα! ΜΕ τη λίμνη του και τσι πάπιες του!» «Είδατε σε τι ωραίο μέρος ζούμε, μωρές;», είπε ο Μεμάς και τον είδαμε να κατεβάζει τη μουσούδα του. «Γιατί, Μεμά μας;», των αρωτήσαμε, αλλά δε μας είπε. Αναστέναξε μόνε και τον ακούσαμε να πετάει ένα «τσου άχρηστους!» και τίποτις άλλο. «Και ποιοι είναι οι άχρηστοι;», τόρμησα να ρωτήξω. «Κανείς!», απάντησε ο Μεμάς μουσκλωμένος  και εκλώτσησε νια πέτρα. «Ωου! Ώου! Το χοντρό μου το δάχτυλο», έσκουξε!

Σε νια στιγμή, φωνάζει η Βιτώρια που επήαινε εμπροστά: «Ω!, ελάτε να γδείτε, το θάμα, ελάτε να γδείτε θεϊκά πράματα, ελάτε να γδείτε την ομορφιά με τα χέρια του αθρώπου». «Σιγά, μωρή μην κάνεις έτσι!», τση είπε ο αφέντης μας και τόμου επροχωρήσαμε λιγουλάκι, εμείναμε με ανοιχτό το στόμα, σα χάνοι που περιμένουνε το μεζέ απά στο αγκίστρι. Εγώ, εφώναζα χαρούμενη κι ο Μεμάς μας έμεινε σα στήλη άλατος. Νομίζαμε πως τον έβρηκε φαστίδιο και τον εκουνήσαμε. Τόμου εσυνήρτε μάς είπε: «Κάθε βολά που κι εγώ το γλέπω μένω με ανοιχτό το στόμα». Είναι το παρεκκλήσι του Άη Νικόλα, είπα, εγώ. Κι εσυνέχισα με ένα κομμάτι από ένα βιβλίο που εδιάβασα και το έμαθα παπαγαλία: Αγιογραφίες, είναι, του 17ου αιώνα. Ο Χριστός, η Παναγία, οι Απόστολοι, σκηνές από την Καινή Διαθήκη, ζωγραφισμένες με πίστη και έμπνευση και με κουριοζιτά από ένανε σπουδαίο αγιογράφο που δεν ηξέρουμε το όνομά του. Τα χρώματα ανεξίτηλα μένουν αιώνες κι ο καιρός τα εσεβάστηκε κι σεισμός είπε να τα αφήσει για να γλέπουνε ούλοι την ομορφιά και να κάνουνε ευλαβικά το σταυρό τσου. 

Καθώς τα έλεα, τούτα, δεν ξέρω τι με έπιασε. Μου ρκότανε να πετάξω, να το πω σε ούλονε τον κόσμο, τι έγλεπα. Ίσαμε τη Σάμη κι ακόμα παραπέρα, στην Πύλαρο κι ακόμα παραπέρα στην Αμερική κι ακόμα πιο πίσω στην Αυστραλία. Ο Μεμάς μου και η αδερφή μου, με ετηράανε αλλά εγώ ήμουν ευτυχισμένη. Κι η Βιτώρια επλησίασε τα αριστουργήματα, τα ετήραε ένα ένα κι εσήκωνε το πρόσωπό τση στον ουρανό.

Ο αφέντης μας όμως ήντουνε στενοχωρημένος. Ένα δάκρυ εκύλησε από το δεξί του το μάτι κι εγώ τον αρώτηξα: «Γιατί, Μεμά μου, γιατί είσαι θλιμμένος;». Τσίποτσι δε μας είπε κι εμείς εβγάναμε φωτογραφίες συνέχεια. Δυο Άγιοι εμένανε μου εκάμανε εντύπωση. Ήτανε σα να εκοιτούσανε εμάς, σα να μας λέγανε «Γιατί;», έτσι μου εφάνηκε και σκέφτηκα: Μήπως για αυτό το «γιατί», ο Μεμάς μας είναι στραβομουτσουνιασμένος;

Δεν ηθέλαμε να φύγουμε. Εμελετούσαμε ούλες τσι αγιογραφίες κι ύστερις ετηράαμε κάτου. Εγλέπαμε τη θάλασσα κι είπαμε με νια φωνή: «Τι ωραίο θέαμα! Από τα χρώματα του αγιογράφου κι από τσι μορφές των αγίων στα χρώματα τση φύσης. Ω, ω! Πόσο μοιάζουνε!.

Ο Μεμάς, είχε προχωρήσει λίγο πιο πάνου, πήραμε το μονοπάτι δεξιά και εφτάσαμε σε νια πηγή με λιγουλάκι νερό. «Ελάτε εδώ, ωρές, να σας πω», φώναξε ο Μεμάς. Μπριχού πάμε, είπα εγώ κάτι που εσκέφτηκα, δίχως να το διαβάσω: « Λέτε εδώ, ο Οδυσσέας, μπριχού φύγει για την Τροία, πίνοντας νεράκι δροσερό να είπε στην Πηνελόπη του: Μάτια μου και ψυχή μου, μην κλαίς που θα πάω στον πόλεμο, γλήγορα θα γυρίσω, μην κλαίς, τον Τηλέμαχο πρόσεχε, πόσο θα κάνω πέντε με έξι μήνες; 

Δελέγκου, ψυχή μου, θάρτω πίσω… Η Πηνελόπη χαμογέλασε κι εκειός έκρυψε ένα δάκρυ, γιατί ήξερε πως θα γύριζε μετά από είκοσι χρόνια. Ποιον θα ’βρισκε; Αυτό, δεν το ήξερε…»

Εψιμογέλασε ο Μεμάς (σημείωση Μεμά: εγώ, πιστεύω πως η πραγματική Ιθάκη είναι ο σημερινός Πόρος, αλλά σίγουρα ο Οδυσσέας που ήταν και κυνηγός –όπως κι εγώ- θα ήξερε ετούτη την πηγή) κι ευτυχώς! Δε θέλαμε το Μεμά μας, στενοχωρημένο! Εκάτσαμε δίπλα του, έβγαλε από το σακκούλι του μαρουλάκια, μας έδωσε, κι εκειός ένα μπουκούνι νόστιμο ψωμί από του Βαγγέλη το φούρνο και τυρί από το γάλα μας που είχε φκιασμένο, έριξε λαδάκι από ένα λιοστάσι που έχουμε απά στα Πουλάτα, έριξε ρίγανη οπού είχε μάσει απά στη Ριγανίστρα, τα έβαλε στο στόμα του κι εμάσαε ωσά το φορτηγό του Τάβιου του Λέπουρα που ανεβαίνει στον ανήφορο. Εμασουλούσαμε και οι τρεις μας και σε νια στιγμή εστραβοκατάπιε η Βιτώρια από τη μαλιγκουνία τση να φάει ούλα τα μαρούλια (σημείωση τση Βιτώριας: ψέμματα, λέει. Τρία μαρουλάκια έφαα κι εκείνη ένα πρόλαβε. Ωρές μήγαρις έχει δίκιο;). Κι αφού ετελέψαμε, μας είπε ο αφέντης μας:

«Ξέρετε, μωρές τι φαντάζουμε; Και τι με κάνει χαρούμενο τώρα;» «Τι Μεμά μας;» του είπαμε και οι δυό με νια φωνή. «Δεν μπορεί, κάποτες σε τούτον τον τόπο θα γεννηθεί ένα παιδί που θα πάρει εκδίκηση». Εγώ κι η Βιτώρια, εφοβηθήκαμε, δεν τον ερωτήξαμε πώς θα τηνε πάρει, αλλά ο Μεμάς εσυνέχισε: «Να προφυλάξει το εκκλησάκι κι εκειές τσι ομορφιές, να φκιάσει περιπατητικές διαδρομές και μονοπάτια όμορφα, να σενιάρει την περιοχή, να καθαρίσει και να αναδείξει ετούτη την πηγή που κρατάει ζαμάνια και ζαμάνια και φανταστείτε μωρές, ετούτη την πηγή εκλείσανε οι Ρωμαίοι κι οι πρόγόνοι μας αρρωστήσανε». «Τι, έγινε;», ερώτησε η Βιτώρια.  Α, μωρή, τση είπα εγώ, τίποτις δεν έμαθες στη σκολή σου; Όταν θα έρτει η ώρα σε λιγουλάκι θα σας πω εγώ. Τα γράφει με το νι και το σίγμα ο Παρτς! «Ποιος Παρτς, μωρή παρτσακλή;» απάντησε η Βιτώρια. Εγώ, εγέλασα βροντερά και τση είπα: Ξέρω, θα ξαναπείς, πως έλειπες από το μάθημα, εκείνη την ημέρα που εκάνατε την πολιορκία τση Σάμης από τσου Ρωμαίους! (σημείωση Βιτώριας: λέω την πάσα αλήθεια: αυτή η ιστορία λείπει από τα βιβλία Ιστορίας. Δεν ξέρω, γιατί λείπει, αλλά λείπει!)

«Άστε τα τώρα, ευκειά», είπε ο Μεμάς κι ασκώθηκε. Τον ακλουθήσαμε κι επήραμε το μονοπάτι τση επιστροφής. «Μπρος, για την κορφή του λόφου», είπε. «Για την αρκαία Κυάτιδα»!


(συνεχίζεται)

Γ. Πολυχρονάτος: Φωνή βοώντος εν τη ερήμω (...της Σάμης)

Την Κυριακή (σημ. 13 Ιουλίου) σχεδόν όλος ο πλανήτης παρακολουθούσε τον τελικό του παγκοσμίου κυπελλου ....το ίδιο και στη Σάμη μόνο που στη Σάμη κάποιος με πολύ καλό ένστικτο και διορατικότητα που χωρίς καν μια διαφήμισή η έστω ανακοίνωση αποφάσισε να κάνει μια εκδήλωση με ζωντανή μουσική στην κεντρική πλατεία με δυο συμπαθέστατους καλλιτέχνες.

Το αποτέλεσμα ήταν να μην παραβρεθεί ούτε ένας θεατής.Ήταν πραγματικά απίστευτα άβολο να βλέπεις αυτούς τούς ανθρώπους να τραγουδούν σε μια άδεια πλατεία μόνοι τους και μάλιστα σε κάποιο σημείο να τους βρίζουν από τα παράπλευρα καταστήματα γιατί δεν άκουγαν την μετάδοση του αγώνα.

Αλήθεια μπορεί κάποιος να μας πει τι ακριβώς ήταν αυτή η εκδήλωση ποιος την αποφάσισε και πόσο στοίχισε. Τις απαντήσεις μπορείτε να τις δώσετε μαζί με τις προηγούμενες.

Ευχαριστώ, θα τα λέμε.

Πολυχρονάτος Γιώργος 
θαμώνας Σάμης

Ρουπάκι: ...σταχυολογώντας το "Πολιτιστικό Καλοκαίρι 2014" της ΚΕΔΗΚΕ βρήκαμε πληροφορίες: "13 Ioυλίου, Κεντρική Πλατεία Σάμης. ώρα: 9.00μ.μ.Μουσική βραδιά  με τους SIGNIORI BAND  με ελληνικό και ξένο ρεπερτόριο." 

Κοντραστάρος: Η ξαδρέφη μου ...η κόρη τση θειας μου

Η ξαδρέφη μου,  τση θειάς μου τση Ανεζούλας θυγατέρα, είχε σκοντάψει απά στον κομό μιτσή όταν ήτονε (κατά τα δεκαοχτώ τση) κι είχε κάμει ένα καρούμπαλο απά στο κούτελό τση όπως αυγό χήνας! Έβαλε την κλαούρα όπως θρηνήτρα, σκούζοντας άριες κι αμά εβλαστήμαε τον κομό, τον έβενο και τον ξυλοκόπο, τον έμπορα και τον πελεκητή του επίπλου.  Εκείνο το αυγό απέμεινε στο κουτελό τση τέσσερα ημερόνυχτα! Τόμου και το αυγό εσπαράλιασε δεν εβγήκε χηνόπουλο, μήτε ορτύκι, η φάουσα… ΕΒΓΗΚΕ ΤΟ ΜΥΑΛΟ ΤΣΗ ΜΕΣΑΘΕ ΑΠΟ ΤΟ ΚΑΥΚΑΛΟ ΤΣΗ!

Βωρές  αναγνωσταράδες  τέτοιο φουντάνι, τέτοιο κούρταλο και ζουρλαμάδα… ευκείνη με τόση δεμπολέτσα και κάζο θα μπόριε να γίνει υπουργός τση Άμυνας, η τση Παιδείας, η τση Υγείας, ή ό,τι στο διάουλο μη σου πω!     

Για να σας τρατάρω το τεστάρισμα μιας αλήθειας και να μη σας γδω με μια οκά μούσκλα στα μουσούδια… πρέπει να αφήκετε το κλαμπάνισμα και να αρκινίσετε να συλλογιέστε από τα θέμελα! Πρέπει να κουρουπώσετε το νου σας, να κάμετε γαργάρες το γιόμα με μαγιόλαδο και το σούρουπο να ξεβλασταρώσει μέσαθέ σας λάργκα λάργκα η ευκαρίστηση, η εσέντσα κι όχι τ’ απομπούκουνα και τα απομαζώματα!   Λόγου χάρη κάποιες βολές  τσι παροιμίες και τσι λαϊκές τσι ρήσες που μας σερβίρουνε πουθεμπού,  τσι πειράζουνε, έχουνε τζίφρα  Μουρδούληδων, όπως τα καντήλια και τα ραπόρτα για την θεια μου την Ανεζούλα που την εβγάλανε κατουρλού και ήτονε θησαυρός, Κυρά κι Αφέντρα  Θειος σχωρέστη !  Τραγουδάανε οι μαέστροι « η θεια μου η Ανεζούλα τρία βρακιά φορεί, όσπου να βάλει το να το άλλο το κατουρεί» !  Κάπου εδέ κει μετά τσου δοσίλογους το Σαράντα και μπρει το λυσοκούκι του σεισμού, η θεια μου η Ανεζούλα εκρέμαε στο πλυσταριό τση μπαμπακοφανέλες, τα σάβανα και ούλη τση την προίκα. Απάνου από το πλυσταριό, στο πατερό, σε ένα καδρόνι καβάλαε το κουρλό ( η ξαδρέφη μου) και έκανε τη μαϊμού! Ήτο μια οκά γαϊδούρα, σχεδόν τση παντρειάς κι αντίς να ράβει καμιά βέστα, κάνα ξελουρίδι, ή να βοχθά την Ανεζούλα… έκανε σκάνταλα, τραμπαλήθρες, ξάγγλισμα τσι τρίχες τση  και τραγούδαε παπαρδέλες, τσι περισσότερες βολές για συγκινεί και γειτόνους   όπως
 « το μ--νί τση Λάουρας πρεβατεί σαν κάουρας»  και ήτο ικανή ευκιές τσι δυο κουβέντες να τσι λέει ούλη μέρα κι ούλη νύχτα! 

Του Αγι- Αντωνιού, το λοιπό, το Γενάρη, καθώς η μαύρη μάνα τση  σάρωνε το πλυσταριό κι αμά με το σίκλο γιόμισε τη σκάφη βλίχα… το κουρλό, είκοσι χρονώνε κρέας… άνοιξε τα κλιτσινάρια τση από τα αψήλου  και κατούρησε την απλωταριά με τσι κούδες τση Ανεζούλας! Η μαγκούφα η Ανεζούλα στο σκαμνί τση ελάγκεβε τα ουράνια από πού ήρτανε τα πρωτοβρόχια. Μάζεψε γλήγορα τσι κούδες και τα μυξομάντιλα με τα κατουρλιά τση Λάμιας…  κλειδαμπάρωσε και μποτζάρισε το σπίτι τση από τον μαΐστρο και τα φαινόμενα! Ασφάλισε και τα πατζούρια τση, ώσπου να περάσει η θεομηνία. Ε, έδε κει που κωλόκατσε ζόρκα να αλλάξει, που ‘χε γίνει λούτσα από το λαδοσάπουνο τση σκάφης πιάνει το ογρό βρακί και το πιθώνει στα μπούτια τση. Τόμου και ψαχούλεψε ούλες τσι κούδες και ήτο μουλιασμένες από το ψιλοβρόχι, χτυπά την πόρτα  η Γερασιμούλα του Μαρκουλή λέοντας. « Ανεζούλα, ούλα καλά ωρή; Γιατί έχεις κλειστά;» Ανοίγει αμποτά την μπούκα και γλέπει ζόρκα την Ανεζούλα  να αλλάζει κούδες μαυρομπολιασμένη και κακοθάνατη.  Τέλος, τέλος κι από τα πολλά, βάνει τη βράκα που φόραε ομπρί, την σαπουνοβρεμένη.  Η Γερασιμούλα  που τήραε τη δόλια να κάνει την κουρλή απά τσι κούδες… τση μοσκοβόλησε και η βροχούλα… στάθηκε στη πόρτα αλαφιασμένη κι έβγαλε τα συμπεράσματά τση!  Δε θέλει και πολλά η γειτονιά το όνομα να σου βγάλει!

Η ξαδρέφη μου λοιπό, έστρωσε ξαφνικά, μεγαλοκοπέλα, αβέρτα μετά τσου σεισμούς του πενήντα τρία κι αφού έφαε τον πρώτονε!   

Είναι πρόφαντο πως ο ψωλιόνας στρώνει  τα άστρωτα  και ηρεμάει  τ’ άγρια.

Κι αμά λέτε παπαρδέλες για εκειό που σέρνει βαπόργια!

Ύστερα από έτη μιλιούνια… μετά τη τιμωρία των Χουντικώνε, απά τσου Δημοκρατικούς που μας στελιάσανε  κι απά τσου  μεθύστακες που ενοικιάσανε οι ξένες μέδουσες να μας αποτελειώσουνε … η ξαδρέφη μου ήτο μια, κοντά πενηντάρα Δημόσια υπάλληλος. Επήρε γοργά μια σύνταξη, λόγο μιας ανήλικης κλήρας που χε, λόγο μιας κλαδικής που κατείχε, ενός εφάπαξ που καρτέραε, ενός συζύγου που τση έφευγε και μιας μάνας που… κατουριότανε πάνω τση!  Τι διάουλος που είναι η ζωή!!!

Είναι αντροπής μου που θα το πω, ας πέρασαν τα έτη, μα μες τα στήθια μου ακόμη κλώθω το μιτάρι τση αλήθειας για την καψερή τη θεια μου!

Ήτο καλοκαίρι Ιούλιος του δύο χιλιάδες τέσσερα… την χρονιά που ξεσκλάανε τα όβολα και τα τάλαρα οι  κουστουμάδοι προσμένοντας τσι Ολυμπιάδες και τα κούρταλα. Εκείνο το έτος που δεν ήρτανε  επισκέπτες παρί κάτι χίπηδες, εκειό το θέρος που πουλάγανε κάτι  καλόρεχτοι το καλαμποκάλευρο ασήμι και το άκουα  μπρούντζο. Τότενες, το λοιπό, επήγα να γδω τη θεια μου που τα χε χαμένα μεγάλη γυναίκα όπως τα χουμε ούλοι μας τώρα χωρίς να κατουριόμαστάνε!  

Ήτονε στο περιβόλι τση η μαγκούφα, φορούσε μια σκέπη όπως ραμπαούνι και μασούλαε, η έγλειφε ένα βούσκο κάτου από μια κοντούλα. « Γεια σου θειααα » Έσκουξα με ούλη μου τη βολή !    Αργά έστριψε η σκέπη τση που ήτο μέσα το κεφάλι τση και ψέλλισε «Καλώς τη Μερόπη μου» και τση έπεσε το βούσκο στο σώχωρο!   Ανάθεμα την ώρα που μου ‘ρτε να διαβώ το πορτόνι τση ξαδρέφης μου εκείνη τη μέρα! Ο Φωστήρας, εγγονός τση Ανεζούλας ομπρός τσου νεφταρμούς μου πάει δελέγκου δελέγκου οπίσω τση και σκούζει « ΟΧΙΑΑΑ» αφού εσάρτησα του λόγου μου όπως καυλωμένος τράγος στο λιθοκούλουμο του Μπάλαρη…  « οχιά και μονημερίδα, ορέ Μουνταλά », του λέω!   Αμά η θεια μου ξαπλώνει στο λάκκο με την κροπιά, από καρδιά! Κουρβουλιάστηκε η καψερή από την λάμπαξη του Μπουχέσα! Έγινε το έλα να δεις! Η ξαδρέφη μου έσκουζε, ο άντρα τση εκυνήγαε τον Μπουρθακλά, εγώ είχα τσιρλίσει τσι γάμπες μου και η θεια, ήτο κούρβουλο έδε κει στην κροπιά!   Μετά τα ευκέλαια και τα καντήλια, εδώκανε κι ένα γλέφαρο τση Ανεζούλας. Την ασηκώσαμε, την εκουβάλησα  με ζόρι στη σάλα, τση δώκαμε άκουα, μια ογκιά χαπάκια, ναυταλίνη λστα ρουθούνια… Ήρτε κι ο Ντοτόρος που την ακρουμάστηκε… «Καρδιακό!» λάλησε ο Ντοτόρος κι ανάθεμα άμα ξανάβγαλε γλώσσα.

Κυριακή το λοιπό τέσσερις Ιούλι, το έτος δύο χιλιάδες τέσσερα απά τση εννιά παρά… έπαιζαν  τα ποδόσφαιρα οι Νέο Έλληνες με τσου Πορτογάλους! Ετήραα των Άντρα τση ξαδρέφης μου με τσι Κλήρες του που εγλέπανε το τόπι να πηαίνει και να έρκεται , έτρωα  πασατέμπους, έριχνα κι ένα βλέφαρο στη καρδιακιά μιας και η ξαδρέφη μου στην άλλη τελεόραση  έγλεπε μαγειρέματα και δεν είχε στην άρρωστη τα μέντε τση!   Απά στο πενήντα εφτά μινούτο του κλοτσοσκουφιού ο Χάρης ο Αστέρης, τόμου και  καλοθυμούμαι, χώνει το τόπι στη τράτα! Ω Άγιοι Φανέντες μου! Ω Νοταρά μου λείψανο!  Ο Άντρας τση ξαδρέφης μου και τα μουρλά οι κλήρες του, βάνουνε τσι σκουξιές… σπάνε μια σκάτολα δυο μπικιόνια, ένα κατζέλο, τα κεφάλια τσου! Ε! ΕΚΕΙΟ ΗΤΟΝΕ! Έσπασε τη μεσούλα τση η θειά μου είκοσι τριάντα μοίρες προς τα ψήλου κι αμά άφησε τη στερνή τση πνογή σε μια στεναξιά! Έγινε για κάποια μινούτα το έλα να γδεις!

Κούκαλο η Μαύρη Ανεζούλα. Γκολ εσκούζανε. Φωνάζανε οι τελεοράσεις. Η κλήρα με σηκωμένες τσι γροθιές ούρλιαζε «ψόφησε η Γιαγιά, ψόφησε η Γιαγιά!» Η ξαδρέφη μου «Σκάστε διαούλοι» και να τηρά τση κατσαρόλες που αχνίζανε ηλεκτρονικά. Οι παίχτες να κωλοτρίβουντε στα ξένα. Η γειτόνισσα να μπουκάρει χαρούμενη απά στη ψόφια. Εγώ να μαζεύω τσου πασατέμπους… κι αμά έγινε η… κηδεία!  

Τι μέρα ήτονε κείνη! Για πινομής του Έθνους ξεψύχησε η Χριστιανή!

Κακιά και ψυχρή η βίζιτά μου! Δε δαγκιέται τση Ανεζούλας το τυχερό!

Το όνομα τση ξαδρέφης μου δεν θα πω γιατί ούλοι τη ξέρενάστε! Δε τη ξεσυνερίζομαι! Μα να εκειό που δε θα τση συγχωρέσω, είναι πως άφηκε το σμήνος του Κοσμάκη να νομίζει πως έκανε μπούρι τσι κούδες τση! Η Ανεζούλα και για άλλα που δε μελέτησα, είχε διαβεί του λιναριού τα πάθη κι είναι άδικο του αδίκου το όνομα που σου βγαίνει να μη το χεις!

Το λοιπό  λόγω του ότι ο Κοντραστάρος δε ξιέται με τα αγκώνες του…

Και λόγου ότι «ούλοι οι άγιοι στο βαρέλι κι ο Χριστός τάπα»…

Του λογου μου λογάω πως ότι… κάλιο να σου βγει τα όνομα παρί οι νεφταρμοί!