Χωρίς να ρωτήσουμε τον Major Arx κάναμε ένα σχόλιό του ανάρτηση και περιμένουμε και τα δικά σας. Οι τελευταίες μέρες ήταν γεμάτες αποκαλύψεις ανεπάρκειας, κενότητας. Περιμένοντας την ...Αποκάλυψη, διαβάστε τον Major Arx, πάντα έχει κάτι να πει.
Κατοικώ σε νησί στη μέση του πελάου τση Δυστοπίας. Και καθώς έψαχνα για ένα άλλο νησί του πελάου τση Ευτοπίας, μου ήρθανε κατακέφαλα ούλα. Και, παραδίνουμαι, ασκώνω τα χέρια. Δεν έχω τίποτις άλλο να πω. Άναυδος μένω λέξη δεν ημπορώ να αρθρώσω. Μάζευα λέξεις, οργή και μη έχοντας τι άλλο να κάμω μετά κατέληξα σε φιλοσοφίες του τύπου: «οι αθρώποι τόσα μπορούνε τόσα κάνουνε», «οι αθρώποι δε μπορούνε γι’αυτό δεν κάνουνε», «οι αθρώποι υποκρίνουνται πάντα, προσωπεία αλλάζουνε». “μα γιατί, οι αθρώποι μπορούνε τα πάντα». Μας το διδάξανε αυτό, το τελευταίο ιδίως, οι μεγάλοι μας ποιητές και φιλόσοφοι μα και οι κατά καιρούς εδικοί μας γίγαντες τση πένας , ποιητές και μαχητές του στίχου, του λόγου και των έργων. Κι όλα αυτά τα εσκεφτόμουνα όχι για τίποτις άλλο μα για να δικαιολογήσω τη νησιώτικη φάρα μου. Αλλά μπα! Κάτι άλλο με παρακινούσε να πω, όχι στη μέχρι τώρα φτιαγμένη γλώσσα μου αλλά στην εδική μου, άλλα, άλλα πράματα και να που τα γροικάω:
Όσο σκέφτουμαι πως στη γη ΕΚΕΙΝΟΥ ΠΟΥ ΜΟΙΡΑΖΕ ΤΑ ΧΩΡΑΦΙΑ ΤΣΟΥ ΑΚΛΗΡΟΥΣ και ονειρευόταν έναν κόσμο ευτυχίας, διαφεντεύει μια δράκα μαριονετών τόσο με πιάνει κουρλαμάδα και δεν μπορώ να καταπιώ ένα μύγαλο ψωμί, άμα το βρω, βέβαια, σε κανά σκουπιδοντενεκέ ελπίδων.
Όσο σκέφτουμαι πως στη γη ΕΚΕΙΝΟΥ ΠΟΥ ΕΞΟΡΙΣΜΕΝΟΣ ΕΓΡΑΦΕ ΛΟΓΟΥΣ ΚΑΙ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΔΕ ΛΥΓΑΕ, δίνει εντολές ένα τσούρμο σαλτιμπάγκων τόσο με πιάνει το γλυκύ μου και μούρκεται να ανέβω συλίντρεχος και να κατέβω στα βουνά, μπας και συναντήσω κανά άνθρωπο τση προκοπής να σηκώσουμε μαζί τα χέρια στον ουρανό για να βρέξει επιτέλους καρφιά για να σπάσουνε οι φούσκες τση άνοιας, τση άγνοιας, τση αμορφωσιάς και τση ανικανότης.
Όσο σκέφτουμαι πως στη γη ΕΚΕΙΝΟΥ ΠΟΥ ΤΑ ΕΛΕΕ ΧΥΜΑ ΚΑΙ ΜΑΣΤΙΓΩΝΕ ΤΣΙ ΠΡΟΚΑΤΑΛΗΨΕΙΣ, μια κουστωδία ανήμπορων που παπαγαλίζουν εκφράσεις ανούσιες, άνοστες και ασύντακτες, τόσο μούρκεται να απαγγείλω εκείνο το ποίημα που λέει "Κι όταν ο Θιός έφκιασε τον κόσμο..." και να το αλλάξω και να πω: "τσου άλλους τόπους χωρίς ετούτονε", γιατί μας κάνανε να τονε ψάχνουμε σε χάρτες και σε χέρσους αγρούς, σε μνημεία τση δόξας μονάχα.
Όταν σκέφτουμαι πως τη γη ΕΚΕΙΝΟΥ ΠΟΥ ΑΝΤΙΣΤΕΚΟΤΑΝΕ ΑΝΕΜΙΖΟΝΤΑΣ ΤΑ ΡΑΣΑ ΤΟΥ, την ορίζει ένας θίασος, δυστυχώς ορατός, ατάλαντων κομπάρσων, τόσο μούρκεται να ιερουργήσω στα βουνά και τσι θάλασσες με ένα λαό από ψάρια, πεταλούδες, μυρμήγκια και μπάμπουρες κι ύστερις να τα μεταμορφώσω σε αθρώπους και να τσου πω: «γιούργια ωρές να μυρίσουμε εκειό το λουλούδι που φύτρωσε απά στο βράχο…»!
Όσο μούρκεται πως τη γη ΕΚΕΙΝΟΥ ΠΟΥ ΥΨΩΝΕ ΣΤΑ ΒΟΥΝΑ ΠΑΝΤΙΕΡΕΣ πολιορκεί από αμάθεια ένας συρφετός από νήπιους, τόσο μούρκεται να δραπετέψω κι άλλη χώρα να φκιάσω παραδίπλα, εκεί στο νησάκι που βούλιαξε, μια γη υποθαλάσσια και να κάμω επίκληση στον Εγκέλαδο να την ανεβάσει, που θάναι μια χώρα ειρήνης από αθρώπους που έργα μονάχα θα φκιάνουνε χτήρια, και πάρκα και πάνου απόλα θα θεμελιώνουνε δικαιοσύνη όση εκειός ο επαναστάτης ονειρεύτηκε.
Όσο μούρκεται πως τη γη ΕΚΕΙΝΟΥ ΤΟΥ ΘΑΛΑΣΣΟΠΟΡΟΥ κι ΚΕΙΝΟΥ ΤΟΥ ΑΛΛΟΥ ΠΟΥ ΗΘΕΛΕ ΝΑ ΦΕΡΕΙ ΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΗ ΣΤΗ ΜΑΚΡΙΝΗ ΑΣΙΑΤΙΚΗ ΧΩΡΑ έχει αράξει ένα πλοίο σαπισμένο κι έχει κάμει τη γη μου ένα λιμάνι στάσιμο με λαδωμένα νερά, τόσο μούρκεται να το λύσω να το πάρω να ταξιδέψω στα πέλαγα και να κάμω το νησί που ονειρεύτηκα χώρα στη μέση του πελάου, εκεί στα στενά που εκειός ο θρυλικός ποντοπόρησε και άνοιξε νέους κόσμους και μεγάλωσε το μυαλό του αθρώπου.
Κι όσο μούρκεται πως στη γη που αγάπησα φυτοζωούν ζόρκοι σάλιαγκες, που εξαφάνισαν κάθε είδος πολιτισμού, μονάχα πέστε μου πού να βρω σήμερις τα τσούρμα εκείνα να τρέξουνε να οργώσουνε, να φυτέψουνε δέντρα, να σπείρουνε σπόρους…. Πού να βρω ένα μέρος για ένα νησί, βεραμέντες, τση Μεγάλης Ουτοπίας μου; Ένα παιδί που γεννήθηκε σήμερα μόλις μου χαμογέλασε. Θάρρητα πήρα, αναγάλλιασα και είπα: «Σίγουρα, ναι, τότε, αλλά γιατί να χρειαστεί η προσμονή τόσων χρόνων;»
MAJOR ARX
Κατοικώ σε νησί στη μέση του πελάου τση Δυστοπίας. Και καθώς έψαχνα για ένα άλλο νησί του πελάου τση Ευτοπίας, μου ήρθανε κατακέφαλα ούλα. Και, παραδίνουμαι, ασκώνω τα χέρια. Δεν έχω τίποτις άλλο να πω. Άναυδος μένω λέξη δεν ημπορώ να αρθρώσω. Μάζευα λέξεις, οργή και μη έχοντας τι άλλο να κάμω μετά κατέληξα σε φιλοσοφίες του τύπου: «οι αθρώποι τόσα μπορούνε τόσα κάνουνε», «οι αθρώποι δε μπορούνε γι’αυτό δεν κάνουνε», «οι αθρώποι υποκρίνουνται πάντα, προσωπεία αλλάζουνε». “μα γιατί, οι αθρώποι μπορούνε τα πάντα». Μας το διδάξανε αυτό, το τελευταίο ιδίως, οι μεγάλοι μας ποιητές και φιλόσοφοι μα και οι κατά καιρούς εδικοί μας γίγαντες τση πένας , ποιητές και μαχητές του στίχου, του λόγου και των έργων. Κι όλα αυτά τα εσκεφτόμουνα όχι για τίποτις άλλο μα για να δικαιολογήσω τη νησιώτικη φάρα μου. Αλλά μπα! Κάτι άλλο με παρακινούσε να πω, όχι στη μέχρι τώρα φτιαγμένη γλώσσα μου αλλά στην εδική μου, άλλα, άλλα πράματα και να που τα γροικάω:
Όσο σκέφτουμαι πως στη γη ΕΚΕΙΝΟΥ ΠΟΥ ΜΟΙΡΑΖΕ ΤΑ ΧΩΡΑΦΙΑ ΤΣΟΥ ΑΚΛΗΡΟΥΣ και ονειρευόταν έναν κόσμο ευτυχίας, διαφεντεύει μια δράκα μαριονετών τόσο με πιάνει κουρλαμάδα και δεν μπορώ να καταπιώ ένα μύγαλο ψωμί, άμα το βρω, βέβαια, σε κανά σκουπιδοντενεκέ ελπίδων.
Όσο σκέφτουμαι πως στη γη ΕΚΕΙΝΟΥ ΠΟΥ ΕΞΟΡΙΣΜΕΝΟΣ ΕΓΡΑΦΕ ΛΟΓΟΥΣ ΚΑΙ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΔΕ ΛΥΓΑΕ, δίνει εντολές ένα τσούρμο σαλτιμπάγκων τόσο με πιάνει το γλυκύ μου και μούρκεται να ανέβω συλίντρεχος και να κατέβω στα βουνά, μπας και συναντήσω κανά άνθρωπο τση προκοπής να σηκώσουμε μαζί τα χέρια στον ουρανό για να βρέξει επιτέλους καρφιά για να σπάσουνε οι φούσκες τση άνοιας, τση άγνοιας, τση αμορφωσιάς και τση ανικανότης.
Όσο σκέφτουμαι πως στη γη ΕΚΕΙΝΟΥ ΠΟΥ ΤΑ ΕΛΕΕ ΧΥΜΑ ΚΑΙ ΜΑΣΤΙΓΩΝΕ ΤΣΙ ΠΡΟΚΑΤΑΛΗΨΕΙΣ, μια κουστωδία ανήμπορων που παπαγαλίζουν εκφράσεις ανούσιες, άνοστες και ασύντακτες, τόσο μούρκεται να απαγγείλω εκείνο το ποίημα που λέει "Κι όταν ο Θιός έφκιασε τον κόσμο..." και να το αλλάξω και να πω: "τσου άλλους τόπους χωρίς ετούτονε", γιατί μας κάνανε να τονε ψάχνουμε σε χάρτες και σε χέρσους αγρούς, σε μνημεία τση δόξας μονάχα.
Όταν σκέφτουμαι πως τη γη ΕΚΕΙΝΟΥ ΠΟΥ ΑΝΤΙΣΤΕΚΟΤΑΝΕ ΑΝΕΜΙΖΟΝΤΑΣ ΤΑ ΡΑΣΑ ΤΟΥ, την ορίζει ένας θίασος, δυστυχώς ορατός, ατάλαντων κομπάρσων, τόσο μούρκεται να ιερουργήσω στα βουνά και τσι θάλασσες με ένα λαό από ψάρια, πεταλούδες, μυρμήγκια και μπάμπουρες κι ύστερις να τα μεταμορφώσω σε αθρώπους και να τσου πω: «γιούργια ωρές να μυρίσουμε εκειό το λουλούδι που φύτρωσε απά στο βράχο…»!
Όσο μούρκεται πως τη γη ΕΚΕΙΝΟΥ ΠΟΥ ΥΨΩΝΕ ΣΤΑ ΒΟΥΝΑ ΠΑΝΤΙΕΡΕΣ πολιορκεί από αμάθεια ένας συρφετός από νήπιους, τόσο μούρκεται να δραπετέψω κι άλλη χώρα να φκιάσω παραδίπλα, εκεί στο νησάκι που βούλιαξε, μια γη υποθαλάσσια και να κάμω επίκληση στον Εγκέλαδο να την ανεβάσει, που θάναι μια χώρα ειρήνης από αθρώπους που έργα μονάχα θα φκιάνουνε χτήρια, και πάρκα και πάνου απόλα θα θεμελιώνουνε δικαιοσύνη όση εκειός ο επαναστάτης ονειρεύτηκε.
Όσο μούρκεται πως τη γη ΕΚΕΙΝΟΥ ΤΟΥ ΘΑΛΑΣΣΟΠΟΡΟΥ κι ΚΕΙΝΟΥ ΤΟΥ ΑΛΛΟΥ ΠΟΥ ΗΘΕΛΕ ΝΑ ΦΕΡΕΙ ΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΗ ΣΤΗ ΜΑΚΡΙΝΗ ΑΣΙΑΤΙΚΗ ΧΩΡΑ έχει αράξει ένα πλοίο σαπισμένο κι έχει κάμει τη γη μου ένα λιμάνι στάσιμο με λαδωμένα νερά, τόσο μούρκεται να το λύσω να το πάρω να ταξιδέψω στα πέλαγα και να κάμω το νησί που ονειρεύτηκα χώρα στη μέση του πελάου, εκεί στα στενά που εκειός ο θρυλικός ποντοπόρησε και άνοιξε νέους κόσμους και μεγάλωσε το μυαλό του αθρώπου.
Κι όσο μούρκεται πως στη γη που αγάπησα φυτοζωούν ζόρκοι σάλιαγκες, που εξαφάνισαν κάθε είδος πολιτισμού, μονάχα πέστε μου πού να βρω σήμερις τα τσούρμα εκείνα να τρέξουνε να οργώσουνε, να φυτέψουνε δέντρα, να σπείρουνε σπόρους…. Πού να βρω ένα μέρος για ένα νησί, βεραμέντες, τση Μεγάλης Ουτοπίας μου; Ένα παιδί που γεννήθηκε σήμερα μόλις μου χαμογέλασε. Θάρρητα πήρα, αναγάλλιασα και είπα: «Σίγουρα, ναι, τότε, αλλά γιατί να χρειαστεί η προσμονή τόσων χρόνων;»
MAJOR ARX
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια που δεν είναι γραμμένα στα ελληνικά απορρίπτονται.