Ο
ΜΕΜΑΣ ΜΠΡΑΤΣΕΤΟΣ ΠΡΟΛΟΓΙΖΕΙ ΤΣΙ ΠΑΡΟΛΕΣ ΤΣΗ ΣΙΟΡΑΣ ΚΑΤΕΣ ΚΑΙ ΤΑ ΣΕΝΙΑΡΙΣΜΑΤΑ
ΤΣΗ ΣΙΟΡΑΣ ΒΙΤΩΡΙΑΣ
Όπως
σας μολόησα, τσι μικρές ρετσέτες οπού τσι έβανα αποκάτου από τη μεγάλη την εδική μου, μπριν από λίγες βδομάδες
επεράσαμε από τα αρκαία τση Σάμης, ελόγου μου και οι σιόρες μου. Η σιόρα Κάτε,
επειδής αποφάσισε να μορφωθεί, εζούλεψε λογάτε από τη Βιτώρια, σπουδαγμένη
φιλόλογος είναι, εδιάβασε και για να πώ την πάσα αλήθεια, ήξερε πουλιότερα από
ούλους μας.
Εδιάβασε τον Παρτς, τον Μηλιαράκη, τον Καββαδία, τον Μοσχόπουλο και
ήτανε έτοιμη για την περατζάδα μας. Το λοιπό, γδέστε τσι παρόλες τση από τη
βόρτα μας. Κι είπα: η σιόρα Κάτε παρλάρει, η σιόρα Βιτώρια γράφει (εσυφώνησε να
μην παρεμβαίνει σε ό,τι τση έλεε η Κάτε, βέβαια, εστραβοκατακλείδιαζε) κι εγώ
γουδέρω τα καμώματά τσου… Και κάπου κάπου με αφήνανε να λέω και ό,τι θέλω. Α,
τσου είπα, άμα θέλετε μαρουλάκια τρυφερά, θα με αφήκετε να παρλάρω κι εγώ μέσα
τσι παρενθέσεις. «Καλά, Μεμά μου», είπε η Κάτε. «Ό,τι θέλεις».
Η
ΣΙΟΡΑ ΚΑΤΕ ΠΑΡΛΑΡΕΙ : ΝΙΑ ΒΟΡΤΑ ΣΤΑ ΑΡΚΑΙΑ ΤΣΗ ΣΑΜΗΣ
Α. Ο ΛΟΦΟΣ ΤΣΗ ΑΡΚΑΙΑΣ ΚΥΑΤΙΔΟΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ
ΦΑΝΕΝΤΩΝ
Μπονόρα
μπονόρα, νια Πέφτη του Θεριστή, εκινήσαμε, ελόγου μου, η κουρλή η αδερφή μου
(σημείωση Μεμά: εδώ η Βιτώρια εστραμουτσούνιασε) και ο αφέντης μας (σημείωση
Μεμά: εγώ, εδώ εκαμάρωνα ωσά σκεπάρνι κι ας ήξερα πως με έγλειφε η Κάτε για να τση γιομίζω το στόμα
με μαρουλάκια), για να βορτάρουμε στα αρκαία. Ανεβήκαμε με τσι γλώσσες μας ώσμε
γραβάτες, από το μονοπάτι με κατεύτυση τσου Άγιους Φανέντες. Εδεκεί μες τσι
μάζες, ορτώνονταν κάτι χαλάσματα από το
τείχος τση αρκαίας Σάμης.
«Και
τι είναι ευκειά», εμουρμούρισε η Βιτώρια. «Γκρεμισμένα σπίτια»; «Να μπερμπελίσω
μες στα γράμματα οπού έμαθες, ωρή», είπε η Κάτε. «Τα αρκαία τείχη είναι τση
Σάμης. Έχουνε γκρεμιστεί από τσου σεισμούς αλλά και τσι πέτρες, τσι
χρειαστήκανε οι αθρώποι για να φκιάσουνε τα σπίτια τσου».
Ρονιές
ο ίδρωτας έπεφτε από τσι κουτέλες μας, ο Μεμάς έλεε «Ω, τα κλιτσινάρια μου με
πονούνε!», αλλά το πρωινό αεράκι μας εδρόσιζε και γύρω μας τα φλισκούνια, οι
ασβελαχτοί, οι σκίνοι κι οι μυρτσίνες, μηδέ και τα πεύκα, μας εστέρνανε τα
πουλιό ωραία αρώματα. Μας ετρυπάανε και
τα περνάρια, αλλά δεν εσκοτιζόμαστε. Τα πουλιά επεταρίζανε ολοτρόγυρά μας κι ένας κερομύτης μας εσυνόδευε με το
κελαϊδητό του. «Α, και να είχα την καραμπίνα μου», επέταξε ο Μεμάς, αλλά η
Βιτώρια τον αποπήρε. «Δε μας υποσκέθηκες, Μεμά, πως δε θα ξανασκοτώσεις,
πουλί;». Ο Μεμάς εβουβάθηκε κι εμείς ετηράαμε πίσω μας τη Σάμη κι ελέαμε: «Ωρέ,
τι όμορφη που είναι η Σάμη μας!
Το λιμάνι τση, τα κότερά τση κι η θέα μέχρι την
Αγιά Θυμιά! Κι ο Καραβόμυλος, θάμα! ΜΕ τη λίμνη του και τσι πάπιες του!»
«Είδατε σε τι ωραίο μέρος ζούμε, μωρές;», είπε ο Μεμάς και τον είδαμε να
κατεβάζει τη μουσούδα του. «Γιατί, Μεμά μας;», των αρωτήσαμε, αλλά δε μας είπε.
Αναστέναξε μόνε και τον ακούσαμε να πετάει ένα «τσου άχρηστους!» και τίποτις
άλλο. «Και ποιοι είναι οι άχρηστοι;», τόρμησα να ρωτήξω. «Κανείς!», απάντησε ο
Μεμάς μουσκλωμένος και εκλώτσησε νια
πέτρα. «Ωου! Ώου! Το χοντρό μου το δάχτυλο», έσκουξε!
Σε
νια στιγμή, φωνάζει η Βιτώρια που επήαινε εμπροστά: «Ω!, ελάτε να γδείτε, το
θάμα, ελάτε να γδείτε θεϊκά πράματα, ελάτε να γδείτε την ομορφιά με τα χέρια
του αθρώπου». «Σιγά, μωρή μην κάνεις έτσι!», τση είπε ο αφέντης μας και τόμου
επροχωρήσαμε λιγουλάκι, εμείναμε με ανοιχτό το στόμα, σα χάνοι που περιμένουνε
το μεζέ απά στο αγκίστρι. Εγώ, εφώναζα χαρούμενη κι ο Μεμάς μας έμεινε σα στήλη
άλατος. Νομίζαμε πως τον έβρηκε φαστίδιο και τον εκουνήσαμε. Τόμου εσυνήρτε μάς
είπε: «Κάθε βολά που κι εγώ το γλέπω μένω με ανοιχτό το στόμα». Είναι το
παρεκκλήσι του Άη Νικόλα, είπα, εγώ. Κι εσυνέχισα με ένα κομμάτι από ένα βιβλίο
που εδιάβασα και το έμαθα παπαγαλία: Αγιογραφίες, είναι, του 17ου αιώνα. Ο
Χριστός, η Παναγία, οι Απόστολοι, σκηνές από την Καινή Διαθήκη, ζωγραφισμένες
με πίστη και έμπνευση και με κουριοζιτά από ένανε σπουδαίο αγιογράφο που δεν
ηξέρουμε το όνομά του. Τα χρώματα ανεξίτηλα μένουν αιώνες κι ο καιρός τα
εσεβάστηκε κι σεισμός είπε να τα αφήσει για να γλέπουνε ούλοι την ομορφιά και
να κάνουνε ευλαβικά το σταυρό τσου.
Καθώς
τα έλεα, τούτα, δεν ξέρω τι με έπιασε. Μου ρκότανε να πετάξω, να το πω σε
ούλονε τον κόσμο, τι έγλεπα. Ίσαμε τη Σάμη κι ακόμα παραπέρα, στην Πύλαρο κι
ακόμα παραπέρα στην Αμερική κι ακόμα πιο πίσω στην Αυστραλία. Ο Μεμάς μου και η
αδερφή μου, με ετηράανε αλλά εγώ ήμουν ευτυχισμένη. Κι η Βιτώρια επλησίασε τα
αριστουργήματα, τα ετήραε ένα ένα κι εσήκωνε το πρόσωπό τση στον ουρανό.
Ο
αφέντης μας όμως ήντουνε στενοχωρημένος. Ένα δάκρυ εκύλησε από το δεξί του το
μάτι κι εγώ τον αρώτηξα: «Γιατί, Μεμά μου, γιατί είσαι θλιμμένος;». Τσίποτσι δε
μας είπε κι εμείς εβγάναμε φωτογραφίες συνέχεια. Δυο Άγιοι εμένανε μου εκάμανε
εντύπωση. Ήτανε σα να εκοιτούσανε εμάς, σα να μας λέγανε «Γιατί;», έτσι μου
εφάνηκε και σκέφτηκα: Μήπως για αυτό το «γιατί», ο Μεμάς μας είναι
στραβομουτσουνιασμένος;
Δεν
ηθέλαμε να φύγουμε. Εμελετούσαμε ούλες τσι αγιογραφίες κι ύστερις ετηράαμε
κάτου. Εγλέπαμε τη θάλασσα κι είπαμε με νια φωνή: «Τι ωραίο θέαμα! Από τα
χρώματα του αγιογράφου κι από τσι μορφές των αγίων στα χρώματα τση φύσης. Ω, ω!
Πόσο μοιάζουνε!.
Ο
Μεμάς, είχε προχωρήσει λίγο πιο πάνου, πήραμε το μονοπάτι δεξιά και εφτάσαμε σε
νια πηγή με λιγουλάκι νερό. «Ελάτε εδώ, ωρές, να σας πω», φώναξε ο Μεμάς.
Μπριχού πάμε, είπα εγώ κάτι που εσκέφτηκα, δίχως να το διαβάσω: « Λέτε εδώ, ο
Οδυσσέας, μπριχού φύγει για την Τροία, πίνοντας νεράκι δροσερό να είπε στην
Πηνελόπη του: Μάτια μου και ψυχή μου, μην κλαίς που θα πάω στον πόλεμο, γλήγορα
θα γυρίσω, μην κλαίς, τον Τηλέμαχο πρόσεχε, πόσο θα κάνω πέντε με έξι μήνες;
Δελέγκου, ψυχή μου, θάρτω πίσω… Η Πηνελόπη χαμογέλασε κι εκειός έκρυψε ένα
δάκρυ, γιατί ήξερε πως θα γύριζε μετά από είκοσι χρόνια. Ποιον θα ’βρισκε;
Αυτό, δεν το ήξερε…»
Εψιμογέλασε
ο Μεμάς (σημείωση Μεμά: εγώ, πιστεύω πως η πραγματική Ιθάκη είναι ο σημερινός
Πόρος, αλλά σίγουρα ο Οδυσσέας που ήταν και κυνηγός –όπως κι εγώ- θα ήξερε
ετούτη την πηγή) κι ευτυχώς! Δε θέλαμε το Μεμά μας, στενοχωρημένο! Εκάτσαμε
δίπλα του, έβγαλε από το σακκούλι του μαρουλάκια, μας έδωσε, κι εκειός ένα
μπουκούνι νόστιμο ψωμί από του Βαγγέλη το φούρνο και τυρί από το γάλα μας που
είχε φκιασμένο, έριξε λαδάκι από ένα λιοστάσι που έχουμε απά στα Πουλάτα, έριξε
ρίγανη οπού είχε μάσει απά στη Ριγανίστρα, τα έβαλε στο στόμα του κι εμάσαε ωσά
το φορτηγό του Τάβιου του Λέπουρα που ανεβαίνει στον ανήφορο. Εμασουλούσαμε και
οι τρεις μας και σε νια στιγμή εστραβοκατάπιε η Βιτώρια από τη μαλιγκουνία τση
να φάει ούλα τα μαρούλια (σημείωση τση Βιτώριας: ψέμματα, λέει. Τρία μαρουλάκια
έφαα κι εκείνη ένα πρόλαβε. Ωρές μήγαρις έχει δίκιο;). Κι αφού ετελέψαμε, μας
είπε ο αφέντης μας:
«Ξέρετε,
μωρές τι φαντάζουμε; Και τι με κάνει χαρούμενο τώρα;» «Τι Μεμά μας;» του είπαμε
και οι δυό με νια φωνή. «Δεν μπορεί, κάποτες σε τούτον τον τόπο θα γεννηθεί ένα
παιδί που θα πάρει εκδίκηση». Εγώ κι η Βιτώρια, εφοβηθήκαμε, δεν τον ερωτήξαμε
πώς θα τηνε πάρει, αλλά ο Μεμάς εσυνέχισε: «Να προφυλάξει το εκκλησάκι κι
εκειές τσι ομορφιές, να φκιάσει περιπατητικές διαδρομές και μονοπάτια όμορφα,
να σενιάρει την περιοχή, να καθαρίσει και να αναδείξει ετούτη την πηγή που
κρατάει ζαμάνια και ζαμάνια και φανταστείτε μωρές, ετούτη την πηγή εκλείσανε οι
Ρωμαίοι κι οι πρόγόνοι μας αρρωστήσανε». «Τι, έγινε;», ερώτησε η Βιτώρια. Α, μωρή, τση είπα εγώ, τίποτις δεν έμαθες στη
σκολή σου; Όταν θα έρτει η ώρα σε λιγουλάκι θα σας πω εγώ. Τα γράφει με το νι
και το σίγμα ο Παρτς! «Ποιος Παρτς, μωρή παρτσακλή;» απάντησε η Βιτώρια. Εγώ,
εγέλασα βροντερά και τση είπα: Ξέρω, θα ξαναπείς, πως έλειπες από το μάθημα,
εκείνη την ημέρα που εκάνατε την πολιορκία τση Σάμης από τσου Ρωμαίους!
(σημείωση Βιτώριας: λέω την πάσα αλήθεια: αυτή η ιστορία λείπει από τα βιβλία
Ιστορίας. Δεν ξέρω, γιατί λείπει, αλλά λείπει!)
«Άστε
τα τώρα, ευκειά», είπε ο Μεμάς κι ασκώθηκε. Τον ακλουθήσαμε κι επήραμε το
μονοπάτι τση επιστροφής. «Μπρος, για την κορφή του λόφου», είπε. «Για την
αρκαία Κυάτιδα»!
(συνεχίζεται)